Με αφορμή τις συζητήσεις στον δημόσιο διάλογο για το μεταναστευτικό και το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης για το 2020, εντυπωσιάζει η απουσία προβληματισμού για την επίδραση του Brexit στη χώρα μας, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά.
Σε αυτό το σημείωμα θα αποφύγουμε την αναφορά σε ενδεχόμενες επιπτώσεις του Brexit στην ελληνική οικονομία όπως στον τουρισμό, στο εμπόριο και στη ναυτιλία, τα οποία έχουν συζητηθεί δημόσια. Αυτό που φαίνεται να μην έχει προβληθεί στο δημόσιο διάλογο στη χώρα μας είναι η επίδραση του Brexit στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική της ΕΕ και τη νέα αρχιτεκτονική διαλόγου Ουάσιγκτον, Λονδίνου, Βρυξελλών, Παρισίου και Βερολίνου. Η υποτίμηση στο δημόσιο διάλογο αυτής της νέας δομής σε περίπτωση Brexit, αναδιατάσσει τις ισορροπίες στην περιοχή των Βαλκανίων και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Χρειάστηκαν λιγότερες από 48 ώρες από την υπογραφή της νέας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις για να καταρρεύσει κυριολεκτικά ή ούτως ή άλλως σαθρή επιχειρηματολογία της κυβέρνησης, ότι η νέα συμφωνία διασφαλίζει τη χώρα μας από την επιθετικότητα της Τουρκίας και αναβαθμίζει στρατηγικά τις σχέσεις των δύο χωρών. Η πραγματικότητα είναι ότι η νέα συμφωνία εξυπηρετεί αποκλειστικά τα επιθετικά δόγματα των Αμερικανών και δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στην Ελλάδα, πέρα από συμπάθεια και θετική ρητορική και φυσικά την ανάγκη διαλόγου. Πριν καν αναχωρήσει ο Πομπέο από την Αθήνα, ο Τραμπ έδινε την άδεια στον Ερντογάν να εισβάλλει η Τουρκία στην Συρία και το τουρκικό γεωτρύπανο έμπαινε στο οικόπεδο 7 της Κυπριακής ΑΟΖ χωρίς καμία συνέπεια. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά, καθώς η εξέλιξη αυτή μπορεί, πέραν των γεωπολιτικών επιπτώσεων , να προκαλέσει ένα νέο κύμα προσφύγων για το οποίο υπεύθυνη θα είναι η Τουρκία.
Ο κ. Τόμσεν σε πρόσφατη ομιλία στο LSE, με τίτλο «Το ΔΝΤ και η ελληνική κρίση: μύθοι και πραγματικότητες», απέδωσε την αποτυχία του προγράμματος του ΔΝΤ σε όλους τους άλλους εκτός από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Στην ομιλία του επιχείρησε να μεταφέρει τις λανθασμένες επιλογές του Ταμείου στο σύνολο του ελληνικού πολιτικού συστήματος της χώρας. Επιμένει ό,τι το κύριο πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό και δευτερευόντως οικονομικό εστιάζοντας στο ownership (ιδιοκτησία) του προγράμματος από τις εκάστοτε κυβερνήσεις. Ο κ. Τόμσεν ακολούθησε επικοινωνιακό blamegame προκειμένου να δικαιολογήσει την αποτυχία του ΔΝΤ στην ελληνική περίπτωση.