Οι επιλογές του πρωθυπουργού στην οικονομία έτυχαν θετικής υποδοχής από την κοινή γνώμη, αλλά δεν είναι ικανές να ξεκολλήσουν την οικονομία από την στασιμότητα και να δημιουργήσουν αναπτυξιακή προοπτική. Στην αρχή υπήρξε ο μύθος ότι η έλευση της νέας κυβέρνησης θα δημιουργούσε συνθήκες επενδυτικής έκρηξης στη χώρα. Ωστόσο υπήρχαν σημάδια περί του αντιθέτου, τα οποία η κυβέρνηση αρνήθηκε να δεχτεί, όπως το κλείσιμο ή σημαντικά προβλήματα εταιρειών με επιχειρηματική παράδοση στην χώρα. Όμως η πραγματικότητα είναι πεισματάρα.
Υπάρχει η κοινή πεποίθηση ότι η Ελλάδα λόγω μνημονίου υποχρεώθηκε σε αυτές τις μεταρρυθμίσεις που επιτρέπουν την εκμετάλλευση της δυνητικής μεγέθυνσης της οικονομίας, το περιβόητο «ελατήριο». Το «ελατήριο» όμως, δεν λειτούργησε όπως αναμενόταν από τους οικονομολόγους στη διάρκεια της θητείας της προηγούμενης κυβέρνησης και διαμορφώθηκε η πεποίθηση ό,τι η έλευση της φίλα προσκείμενης στην επιχειρηματικότητα κυβέρνησης Μητσοτάκη θα απελευθερώσει τις επενδύσεις.
Η πρώτη έλευση της τρόικα στη χώρα, όπως και η έκθεση του ΔΝΤ, όμως προσγείωσε τις προσδοκίες της ελληνικής κυβέρνησης στην πραγματικότητα. Η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί να συντάξει τον προϋπολογισμό του 2020 τηρώντας τις υποσχέσεις της ΔΕΘ, χωρίς να υποχρεωθεί σε περικοπές δαπανών. Η «λογιστική χάρη» που ζήτησε η κυβέρνηση για προσμέτρηση της επιστροφής των κερδών των κεντρικών τραπεζών της ευρωζώνης,στον προϋπολογισμό μάλλον δεν θα γίνει αποδεκτή, κατά συνέπεια θα υποχρεωθεί στην αναζήτηση ισοδυνάμων μέτρων 1.8 δισ. ευρώ.
Την ίδια περίοδο το τραπεζικό σύστημα δεν φαίνεται να απελευθερώνεται έως το 2023 από το βάρος των κόκκινων δανείων και παρά την υψηλή διεθνή ρευστότητα, οι ελληνικές επιχειρήσεις θα δεινοπαθούν να αντλήσουν κεφάλαια. Η όποια ρευστότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος διοχετεύεται σε σίγουρα μεγάλα έργα όπως επέκταση αεροδρομίου Ελ. Βενιζέλου ή των περιφερειακών, το Ελληνικό, σε λιμάνια κλπ.
Συγχρόνως η προσπάθεια δημιουργίας φούσκας στον κατασκευαστικό τομέα μπορεί να έχει αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο, καθώς η εντατικοποίηση των πλειστηριασμών λόγω κόκκινων δανείων σε συνδυασμό με αυξημένη προσφορά ακινήτων μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση τιμών, εφόσον η ζήτηση δεν είναι επαρκής. Δεδομένου ότι η ζήτηση μπορεί να είναι μόνο από το εξωτερικό και η ευρωπαϊκή αγορά μπαίνει σε ύφεση, ενώ το διεθνές οικονομικό περιβάλλον δεν έχει αναπτυξιακό momentum, είναι ιδιαίτερα πιθανό ο τομέας να μην λειτουργήσει ως ατμομηχανή ανάπτυξης.
Όλος ο κυβερνητικός και πολιτικός σχεδιασμός στην οικονομία κινδυνεύει να πέσει από την απουσία επαρκούς ζήτησης στην οικονομία.
Στο λιανικό εμπόριο δεν εκδηλώνεται αυξημένη ζήτηση, ενώ δεν δίνονται πιστώσεις στις επιχειρήσεις λιανικού εμπορίου από τις τράπεζες. Πολλοί στην αγορά ευελπιστούσαν ότι η έλευση της νέας κυβέρνησης θα υποστηρίξει το κλασικό πελατειακό σύστημα του παρελθόντος, τόσο ως προς τους φόρους, όσο και προς τις οφειλές σε τράπεζες, δημόσιο και ασφαλιστικό σύστημα.
Αυτό οδηγεί σε διάψευση των προσδοκιών μεγάλων στρωμάτων και κυρίως αυτών που ονομάζονται «μεσαία στρώματα». Σε αυτή την οικονομική συγκυρία η κυβέρνηση που διακρίνεται για την εξαιρετική επικοινωνιακή διαχείριση ενδέχεται να αναπροσανατολίσει την συζήτηση από την οικονομία στο μεταναστευτικό και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, που εύκολα μετατρέπονται σε επικοινωνιακό προπέτασμα.
Αλλά εδώ ερχόμαστε στα πιο δύσκολα, καθώς ο ίδιος ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο που έχει επιλέξει, με περιορισμένη εικόνα στα θέματα εξωτερικής πολιτικής, μπορεί να τον «σπρώξει» σε γκάφες, καθώς εύκολα λέγεται η ρήση: «Η Οικονομία είναι ψυχολογία», αλλά δεν λέγεται: «Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι ψυχολογία». Όμως ήδη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υπέπεσε στο ολίσθημα με την δήλωση του: «Δεν συζητήθηκαν ζητήματα του Αιγαίου. Κοιτάζουμε να χτίσουμε μια θετική ατζέντα.», με αφορμή την συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο Ερντογάν.
Η επικοινωνιακή διαχείριση των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής ενέχει κινδύνους, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η Ελλάδα με την κλασική προσέγγιση της «μετριοπάθειας» της διπλωματικής δημοσιουπαλληλίας, που έχει ως αποτέλεσμα την απουσία πρωτοβουλιών στην περιοχή ή το «πάγωμα» των όποιων ουσιαστικών διαπραγματεύσεων με ισχυρούς εταίρους, ώστε η κυβέρνηση να είναι «αρεστή» σε διεθνείς παράγοντες.
Αυτή η διπλωματική τακτική στο ευμετάβλητο περιβάλλον της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να έχει δυσμενή αποτελέσματα τόσο στην Κύπρο όσο και στο Αιγαίο. Είναι σημαντικά τα θέματα εξωτερικής πολιτικής για να είναι προπέτασμα καπνού στην αποτυχία του οικονομικού αφηγήματος της κυβέρνησης, η οποία άλλωστε διακατέχεται από «οικονομισμό» υποτιμώντας τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Ταυτόχρονα στο μεταναστευτικό κτίζεται μέσω των φιλικών μέσων επικοινωνίας στην κυβέρνηση, η εικόνα της ανεξέλεγκτης ροής μεταναστών και προσφύγων που λαμβάνει χαρακτηριστικά εθνικού κινδύνου, την στιγμή που όλοι γνωρίζουν ότι είναι δευτερογενές αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης Τουρκίας και διεθνών παραγόντων, για τον ρόλο της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή. Η κυβέρνηση χωρίς πρωτοβουλίες και ενεργή διπλωματική δραστηριότητα, αναμένει να τις λύσουν το πρόβλημα οι διεθνείς παράγοντες, που ιστορικά και ορθά ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα τους και όχι για τα συμφέροντα της χώρας.
• Ο Ειδικός Συνεργάτης είναι διπλωμάτης εν ενεργεία