Με αφορμή τις συζητήσεις στον δημόσιο διάλογο για το μεταναστευτικό και το σχέδιο προϋπολογισμού της κυβέρνησης για το 2020, εντυπωσιάζει η απουσία προβληματισμού για την επίδραση του Brexit στη χώρα μας, τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά.
Σε αυτό το σημείωμα θα αποφύγουμε την αναφορά σε ενδεχόμενες επιπτώσεις του Brexit στην ελληνική οικονομία όπως στον τουρισμό, στο εμπόριο και στη ναυτιλία, τα οποία έχουν συζητηθεί δημόσια. Αυτό που φαίνεται να μην έχει προβληθεί στο δημόσιο διάλογο στη χώρα μας είναι η επίδραση του Brexit στην Κοινή Εξωτερική Πολιτική της ΕΕ και τη νέα αρχιτεκτονική διαλόγου Ουάσιγκτον, Λονδίνου, Βρυξελλών, Παρισίου και Βερολίνου. Η υποτίμηση στο δημόσιο διάλογο αυτής της νέας δομής σε περίπτωση Brexit, αναδιατάσσει τις ισορροπίες στην περιοχή των Βαλκανίων και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Έως σήμερα, η Βρετανία στην ΕΕ συνδιαμόρφωνε με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη την εξωτερική πολιτική της ΕΕ και πολλές φορές επέβαλε την θέση της σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως στην περίπτωση της Ρωσίας, στο Μυανμάρ ή στο Ιράν, αποτελώντας ιστορικά την γέφυρα συμβιβασμού ΗΠΑ και Γερμανίας-Γαλλίας.
Στην μετά Brexit εποχή η Βρετανία θα αναζητήσει αυτόνομο ενισχυμένο ρόλο αποδυναμώνοντας περαιτέρω τις Βρυξέλλες ως κέντρο λήψης αποφάσεων σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Δεδομένου της σημασίας της Βρετανίας στη διεθνή σκηνή, ο Πρόεδρος Μακρόν πρότεινε την σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ασφαλείας στην μετά Brexit εποχή, με την συμμετοχή της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας και της ΕΕ.
Ακόμα και αν η πρόταση δεν γίνει αποδεκτή, είναι σαφές ότι οι ηγέτιδες δυνάμεις της ΕΕ προετοιμάζουν λύσεις διαλόγου και συντονισμού τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πέραν των υπαρχόντων θεσμικών σχημάτων της ΕΕ, περιορίζοντας εν τοις πράγμασι την κοινή εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Αυτή η επιλογή θα «κλειδώσει» με τις προτάσεις για την λήψη αποφάσεων στην ΕΕ με ενισχυμένη πλειοψηφία στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Αυτές οι εξελίξεις περιορίζουν defacto τον ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Η Ελλάδα κινδυνεύει να μετατραπεί σε απλό γραμματοκομιστή της εξωτερικής πολιτικής που θα διαμορφώνεται στο πλαίσιο συνεννόησης ισχυρών διεθνών παραγόντων. Σε αντιδιαστολή η Τουρκία έχει διαμορφώσει προφίλ περιφερειακής δύναμης, η οποία είναι ισότιμος συνομιλητής των ισχυρών διεθνών παραγόντων.
Η Βρετανία με ιστορικό ρόλο στο Κυπριακό και στην Ανατολική Μεσόγειο όντας εκτός ΕΕ θα κινηθεί με γνώμονα την ανάδειξη του ιστορικού ρόλου της. Η Βρετανία θα αξιοποιήσει τον ρόλο της ως εγγυήτριας δύναμης στην Κύπρο, περιορίζοντας τα πολιτικά οφέλη της Κύπρου από την ένταξη της στην ΕΕ. Ανάλογα δε, με τις εξελίξεις στο συριακό πρόβλημα η Βρετανία θα αποτελέσει ανεξάρτητη παράμετρο με πρωτοβουλίες προς ενίσχυση της αυτόνομης παρουσίας της περιορίζοντας τον ρόλο της ΕΕ.
Η διαμορφούμενη διεθνής εικόνα της χώρας μας θα επηρεάσει αποφασιστικά και την οικονομική προοπτική της, καθώς σε καμία διαπραγμάτευση δεν θα μπορέσει να διασφαλίσει αντισταθμιστικά οικονομικά οφέλη. Η πολιτική κατευνασμού της Τουρκίας και η ικανοποίηση των αιτημάτων των ισχυρών παραγόντων, δεν συνεπάγεται οφέλη για την οικονομία της χώρας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης του ελληνικού λαού. Η γεωστρατηγική ασφάλεια της επένδυσης είναι πιο σημαντική από το επίπεδο φορολόγησης, για τον λόγο αυτό οι διεθνείς εταιρείες συμβούλων διαθέτουν σημαντικό αριθμό γεωστρατηγικών αναλυτών.
Σε αυτό το νέο τοπίο σχήματα τριμερούς συνεργασίας Ελλάδας-Κύπρου με Ισραήλ, Αίγυπτο, Λίβανο και Ιορδανία θα πρέπει να αναβαθμιστούν και εμπλουτισθούν με την προοπτική διαμόρφωσης κοινών πολυμερών δράσεων. Όπως είναι γνωστό η Γαλλία επιθυμεί να συμμετάσχει στο τριμερές σχήμα με την Αίγυπτο. Οι ΗΠΑ συμμετέχουνστην τριμερή συνεργασία Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ.
Το σκεπτικό των τριμερών σχημάτων στην περιοχή αποσκοπεί στη διαμόρφωση σταθερότητας και στην ενεργειακή εκμετάλλευση των κοιτασμάτων των υδρογονανθράκων. Η επίλυση του Κυπριακού και η διευθέτηση της εκμετάλλευσης του Αιγαίου και των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου θα συζητούνται μετά το Brexitσεευρωπαϊκό επίπεδο πέραν των υπαρχόντων δομών της ΕΕ και με καταλυτικό διπλωματικό ρόλο των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα απουσιάζει δείχνει απούσα από τα τεκταινόμενα χωρίς σχέδιο στην αντιμετώπιση της Τουρκίας και αδύναμη να αξιοποιήσει τα τριμερή σχήματα ως αμυντικό μοχλό στα τουρκικά σχέδια.
Η συνεργασία ΗΠΑ και Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας στο θέμα της τουρκικής εισβολής στη Συρία προοιωνίζει νέο τοπίο. Η ελληνική εξωτερική πολιτική φαίνεται να αντιμετωπίζει φοβικά τις εξελίξεις στην περιοχή, οχυρωμένη πίσω από την ευρωπαϊκή πολιτική που στην πραγματικότητα απλά στρουθοκαμηλίζει με απειλές για κυρώσεις που η Τουρκία δεν παίρνει σοβαρά, όταν η Γερμανία είναι ο πρώτος επενδυτής σε άμεσες ξένες επενδύσεις.