του Σωτήρη Σιδέρη
Από το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 μέχρι και το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά κυρίως μετά από το Brexit, δεκάδες Ευρωπαίοι πολιτικοί και αξιωματούχοι της ΕΕ, άμεσα ή έμμεσα εκφράζουν ένα είδος αποστροφής για τα δημοψηφίσματα, τα αντιμετωπίζουν περίπου ως πηγή δεινών για την ΕΕ και τους λαούς. Ο λόγος είναι προφανής. Η ΕΕ οικοδομήθηκε σε συνθήκες αδιαφάνειας , με την λειτουργία αξόνων και μηχανισμών που επέβαλλαν πολιτικές, με την ισχυροποίηση της γραφειοκρατίας και πολλές φορές, με την παραβίαση των δημοκρατικών κανόνων. Προέταξε την πολιτική των αριθμών και υποβάθμισε το πολιτικό όραμα μιας ενωμένης Ευρώπης με σεβασμό στην ιδιομορφία κάθε λαού.
Ο τίτλος αιφνιδιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη . Η Μέρκελ δήλωσε ότι θέλει «καλύτερη ευρωπαϊκή πολιτική» και νομίζει κανείς ότι η Γερμανία θέλει να κάνει στροφή για την ανάπτυξη την αντιμετώπιση της φτώχειας και των ανισοτήτων, μια καλύτερη και δημοκρατική Ευρώπη. Οι τίτλοι όμως ενίοτε είναι παραπλανητικοί. Γιατί στην συνέχεια, αποκαλύπτεται ότι όταν η Καγκελάριος της Γερμανίας μιλάει για καλύτερη Ευρώπη, εννοεί ότι πρέπει να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, να υπάρξουν θέσεις εργασίας, αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και φύλαξη των εξωτερικών συνόρων.
Με μια πρωτοφανή επικοινωνιακή επίθεση, το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο της Ευρώπης προκάλεσε μια τεχνητή συζήτηση με μια δήθεν σκληρή γραμμή που απαιτούσε την άμεση έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ . Ταυτόχρονα, αποσιώπησε πλήρως τα αίτια της κρίσης που διαλύουν την Ένωση με στόχο να επιβάλλει την δική του άποψη και λογική. Έτσι, στη σύνοδο κορυφής 28-29 Ιουνίου, η Ευρώπη αντί να κάνει μια λυτρωτική και αναγεννητική συζήτηση, σιώπησε ένοχα, οξύνοντας τα προβλήματά της.