Και όμως έριξαν πυραύλους δίπλα σε ρωσικές βάσεις και ρωσικές εγκαταστάσεις στη Συρία, οι Τράμπ, Μει και Μακρόν, διακινδυνεύοντας μια άμεση σύγκρουση με τη Ρωσία.
Με πολύ υπερηφάνεια, θυμίζοντας τον Τζώρτζ Μπούς όταν ανακοίνωνε την επίθεση στο Ιράκ το 2003, ο Ντόναλντ Τράμπ στις 4 τα ξημερώματα του Σαββάτου (ώρα Ευρώπης) ανακοίνωσε ότι οι ΗΠΑ, η Γαλλία και η Βρετανία ξεκίνησαν στρατιωτικές επιθέσεις κατά της Συρίας. Οι επιθέσεις αποτελούν αντίποινα για τη χρήση χημικών όπλων από τη συριακή κυβέρνηση του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Μόνο που το 2003 δεν υπήρχαν οι ..Ρώσοι στο Ιράκ. Η οργισμένη απάντηση της Μόσχας «Πρέπει να είσαι πολύ ανώμαλος για να επιτεθείς στην πρωτεύουσα της Συρίας ακριβώς τη στιγμή που είχε μια ευκαιρία για ένα ειρηνικό μέλλον», αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά για την απάντηση σε στρατιωτικό επίπεδο.
Η Ελλάδα μένει μακριά (όσο μακριά αυτό είναι δυνατόν) από την όλη επιχείρηση, και δεν φαίνεται προς το παρόν να έχουν χρησιμοποιηθεί οι αμερικανικές βάσεις στη χώρα μας για το κτύπημα. Αποστάσεις κράτησε και το Βερολίνο όπως και η πλειοψηφία των ευρωπαϊκών χωρών. Οι πρόθυμοι αυτή τη φορά είναι πολύ λιγότεροι σε σχέση με το 2003.
Η κρίση στην Συρία φθάνει σε κομβικό σημείο. Το χτύπημα που έχουν αναγγείλει οι ΗΠΑ, ως αντίποινα στην αμφισβητούμενη επίθεση με χημικά , θα προσδιορίσει σε μεγάλο βαθμό τις μετέπειτα εξελίξεις στις σχέσεις με την Ρωσία και τον ρόλο των υπολοίπων δυνάμεων στην συριακή κρίση, της Τουρκίας και του Ιράν συμπεριλαμβανομένων. Σε ένα δυσμενές σενάριο εξελίξεων, παρούσα είναι και η Ελλάδα. Η πρόκληση γεωπολιτικού χάους είναι ο μεγαλύτερος φόβος των ανθρώπων που προσπαθούν να σκεφθούν ορθολογικά. Είναι βέβαιο ότι η επίθεση των ΗΠΑ θα απαντηθεί από την Ρωσία, ίσως και το Ιράν.
Η διαπραγμάτευση με την ΠΓΔΜ αποκαλύπτει τα όρια των δυνατοτήτων της ελληνικής κυβέρνησης, τα όρια της διπλωματίας μας, έναντι μιας χώρας προφανέστατα ασθενέστερης πολιτικά , διπλωματικά, στρατιωτικά, ακόμη και οικονομικά και χωρίς να διαθέτει το ειδικό γεωπολιτικό βάρος της Ελλάδας. Με απλά λόγια η ελληνική κυβέρνηση οδηγείται σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις σε ένα δυσμενές αποτέλεσμα , σε μια συμφωνία που δεσμεύσει άμεσα την Αθήνα να προωθήσει με την ψήφο της την ευρωατλαντική πορεία της ΠΓΔΜ έναντι μελλοντικής ικανοποίησης των ελληνικών θέσεων.
Το σκάνδαλο Novartis δείχνει ότι πρέπει να κτυπηθεί ακόμα περισσότερο η μανία των εταιρών να αυξάνουν τους τζίρους τους.
Η κυβέρνηση επεξεργάζεται νέα τιμολογιακή πολιτική και αυτό είναι ενθαρρυντικό. Αρκεί αυτή να συνοδευθεί από την βελτίωση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, καθώς και από ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς για την αγορά φαρμάκων Και το ίδιο πρέπει να κάνει και για τα ιατρικά υλικά.
Η νέα τιμολογιακή πολιτική στηρίζεται στην αρχή των τριών χαμηλότερων τιμών της Ευρώπης. Τα φάρμακα δηλαδή θα τιμολογούνται βάσει του μέσου όρου των τριών χαμηλοτέρων τιμών της Ευρώπης. Υπάρχει ο κίνδυνος να εγκαταλειφθεί η μείωση 50% όλων των φαρμάκων όπως όριζε ο νόμος του Μαρτίου του 2011 που δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Η υπόθεση Novartis, ανεξαρτήτως ποιας κατάληξης θα έχει, αποκάλυψε το μεγαλύτερο σκάνδαλο σε βάρος των Ελλήνων, φορολογουμένων και ασφαλισμένων, το οποίο και οδήγησε (σε μεγάλο βαθμό) στην χρεοκοπία της χώρας. Το σκάνδαλο με τον καθορισμό της τιμής των φαρμάκων και των τιμών που τα νοσοκομεία και Ταμεία προμηθεύονται ιατρικά υλικά. Ξεσκέπασε δε, την υποκρισία όλων αυτών που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τα όσα συμβαίνουν στο χώρο της Υγείας όπως και για την κατάρρευση των ασφαλιστικών Ταμείων.
Πρόκειται για ένα χορό δισεκατομμυρίων ευρώ, τα τελευταία 30 χρόνια. Άδειαζαν οι τσέπες ασφαλισμένων και φορολογουμένων και γέμιζαν πολλών εμπλεκομένων στο δίκτυο της υγείας. Μάλλον και των πολιτικών κομμάτων.
Η κυβέρνηση επεξεργάζεται ήδη νέα τιμολογιακή πολιτική σε ότι αφορά τα φάρμακα και αυτό δίνει την ευκαιρία για εξοικονόμηση πόρων. Αν μάλιστα αυτή συνοδευθεί από ηλεκτρονικούς διαγωνισμούς τότε η οικονομία θα είναι τεράστια.