Δεν περιμέναμε να μάθουμε κάτι από το debate των πολιτικών αρχηγών, αν και έγινε ξανά μετά από 6 χρόνια. Καμία συζήτηση για την ουσία, καμία συζήτηση για το μέλλον. Δυστυχώς η εικόνα πολιτικών και δημοσιογράφων αναδεικνύει την σκληρή πραγματικότητα και το γιατί πτωχεύσαμε. Είμαστε φτωχοί σε δυνάμεις, σε θέληση, σε ιδέες, σε σχέδια, σε ανθρώπους που είναι αποφασισμένοι να σπάσουν τους φράκτες. Αυτό που δυστυχώς μάθαμε, ή καλύτερα επιβεβαιώθηκε, είναι η αρνητική εικόνα σε όλα τα επίπεδα.
Ο ακραίος λαϊκισμός δεν διαφέρει και πολύ από τον φασισμό. Ο ακραίος λαϊκισμός κυρίως σε θέματα ανθρωπιστικής υφής όπως είναι το προσφυγικό, που είναι διαφορετικό πράγμα από το μεταναστευτικό, παραβιάζει τους κανόνες της λογικής, καταργεί τις δυνατότητες ενός φυσιολογικού διαλόγου για τα αρνητικά ή τα θετικά ενός παγκοσμίου ζητήματος και επιχειρεί να επιβάλλει το μίσος, το φόβο, την αποστροφή, την χυδαιότητα ως μέρος της κοινωνικής , της πολιτικής και της εθνικής μας κουλτούρας.
O Aλέξης Τσίπρας ακολουθεί μια συγκεκριμένη επικοινωνιακή τακτική. Χαμηλοί και απολογητικοί τόνοι στην αρχή που συνοδεύονται από το εκβιαστικό δίλημμα της αυτοδυναμίας , έστω και του ισχυρού πρώτου κόμματος, διαφορετικά θα αποχωρήσει και, στην συνέχεια αντεπίθεση και πολυμέτωπη αντιπαράθεση. Την πολυμέτωπη αντιπαράθεση δεν την επέλεξε ο ίδιος, αλλά οι συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά το τρίτο μνημόνιο και την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Την επέλεξαν οι αντίπαλοί του, σχεδόν συσπειρωμένοι στον στόχο να ηττηθεί ο Τσίπρας.