Του Σωτήρη Σιδέρη
Στην Ελλάδα αμφισβητείται η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και δεν είναι λίγοι αυτοί που πιστεύουν ότι οι ισχυροί πολιτικά και οικονομικά αντιμετωπίζονται τελείως διαφορετικά από τους αδύναμους. Αν και με πολύ δισταγμό , επιφυλάξεις και προβλήματα, το αίτημα για ισχυρό κράτος δικαίου, αρχίζει και στη χώρα μας , να εξελίσσεται σε ένα σημαντικό κίνημα. Στην Ευρώπη θεωρείται η μεγαλύτερη πρόκληση των τελευταίων ετών, όχι τυχαία. Στην Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τουρκία και σε άλλες χώρες οι ελευθερίες, τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα βάλλονται, ενώ οι τεχνολογικοί κολοσσοί κατηγορούνται ότι θέλουν να επιβάλλουν την δική τους δικτατορία, να ελέγχουν την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και να είναι υπεράνω των νόμων, κυρίως των φορολογικών. Οι νόμοι δεν ισχύουν για όλους, αυτό προκαλεί οργή, είναι γνωστό. Το αστυνομικό κράτος , ένα τερατόμορφο σύμπλεγμα πολιτικών δεξιάς –ακροδεξιάς, ορθώνει το ανάστημά του με την ανοχή ή και την στήριξη των δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων.
Το ερώτημα ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα είναι παρωχημένο. Όχι μόνο για την Ελλάδα. Γιατί το ερώτημα πλέον είναι ποιος κάνει κουμάντο στον πλανήτη, πάνω από χώρες, πάνω από συστήματα Δικαίου και κανόνες. Κάνουν κουμάντο όσοι έχουν την τεχνολογική δύναμη και φυσικά πλέον και την οικονομική δύναμη. Φάνηκε αυτές τις ώρες στην Ελλάδα με το Face Book να “κόβει” δημοσιεύσεις -φωτογραφίες από πραγματικά γεγονότα. (Φωτογραφίες επαγγελματιών φωτογράφων από την διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας για την υπόθεση Κουφοντίνα, αλλά και πολύ συγκεκριμένες αναρτήσεις για την ίδια υπόθεση). Είχε φανεί με το twitter πριν από αρκετές βδομάδες που είχε κόψει ακόμα και αναρτήσεις του πλανητάρχη Ντόναλντ Τράμπ. Με την Αγκελα Μέρκελ να αναρωτιέται αν έχουν το δικαίωμα να το κάνουν. Το ερώτημα βεβαίως αυτό δεν ακούγεται τούτες τις ώρες από την ελληνική κυβέρνηση γιατί θεωρεί ότι η λογοκρισία από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης την εξυπηρετεί.
Έχουν εξαπολύσει ολομέτωπη προπαγανδιστική επίθεση , όχι για να υπερασπιστούν αρχές, αξίες και ιδανικά, αλλά εγκληματικές πολιτικές που φέρουν την υπογραφή τους, με πρώτη αυτή του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Μόλις ο Αλέξης Τσίπρας οργάνωσε την ανακοίνωση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ για το ΕΣΥ, έσπευσαν να ανακοινώσουν την δική τους πολιτική σε ένα ΕΣΥ που έχουν διαλύσει, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί, γιατί δεν ήθελαν να ανταποκριθεί. Και το κάνουν σε μια στιγμή που οι ΜΕΘ έχουν γεμίσει, που προσωπικό δεν υπάρχει γιατί δεν προσέλαβαν, που υποδομές δεν δημιουργήθηκαν. Όλα στο βωμό της επικοινωνίας . Το σύστημα ξεχαρβαλώνεται , αλλά η κυβέρνηση υπό τον πρωθυπουργό απτόητη βυθίζεται στις εμμονές της.
Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση φθείρεται, είναι προφανές ότι κοινοβουλευτικά δεν απειλείται. Είναι επίσης αποδεκτό ότι ακόμη και αν παρατηρηθεί δυσαρμονία βουλής-κοινωνίας, οι εκλογές μπορούν να γίνουν στο τέλος της τετραετίας, έτσι γίνεται στις δημοκρατίες. Ωστόσο, η προβληματική διαχείριση κρίσεων από έναν νευρικό πλέον πρωθυπουργό, εδώ και μερικούς μήνες δημιουργεί εύλογο προβληματισμό. Το ενδιαφέρον , επικεντρώνεται στο Επιτελικό Κράτος και τον Μητσοτάκη . Γιατί αν όλο αυτό το οικοδόμημα στήθηκε για να λειτουργεί σε συνθήκες εθνικής καραντίνας , κάτι δεν έχουν καταλάβει, καθώς το οικοδόμημα κλυδωνίζεται παρά το γεγονός ότι έχουν επιστρατευθεί όλοι οι αρμοί της εξουσίας για να στηρίξουν την κυβέρνηση σε κάθε ζήτημα που ανακύπτει. ΜΜΕ, δικαστές, παράγοντες, επιχειρηματίες, αλλά το κλίμα δεν αλλάξει . Στα οξυμένα εσωτερικά προβλήματα , θα αθροιστούν τις επόμενες εβδομάδες και μείζονα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής που απαιτούν ηγετικότητα. Και αυτή θα είναι η νέα δοκιμασία για τον πρωθυπουργό και την συνοχή της κυβέρνησης.
Η παραίτηση του Χρήστου Ταραντίλη από τη θέση του κυβερνητικού εκπροσώπου, δείχνει αυτό που διδάσκει η εμπειρία. Όταν έρθουν τα πολλά προβλήματα και αρχίσουν τα πολλά λάθη, σε μια κυβέρνηση, αρχίζει η κατηφόρα. Ο Χρήστος Ταραντίλης φαίνεται ότι δεν άντεξε τις παλινωδίες στην υπόθεση Μενδώνη και παραιτήθηκε από κυβερνητικός εκπρόσωπος. Για να φανεί και με αυτό το γεγονός ότι η κυβέρνηση “κατάφερε” την υπόθεση Λυγνάδη να την μετατρέψει σε δική της πολιτική αδυναμία, αρνούμενη να παραδεχθεί πολιτικές ευθύνες. Ο Κ. Μητσοτάκης προτιμά να αποδεσμεύσει τον κυβερνητικό εκπρόσωπο από το να αναγνωρίσει τις ευθύνες τις κας Μενδώνη. Ομως και η παραίτηση Ταραντίλη, αναδεικνύει τις δικές του ευθύνες.