Δρ. Vincenzo Greco*

Είναι αμφίβολο αν το Αιγαίο Πέλαγος περισσότερο ενώνει, παρά χωρίζει τις δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία. Η θάλασσα αυτή, αντί για δίαυλο επικοινωνίας, αποτελεί σημείο τριβής, εξαιτίας μιας σειράς διαφορών που δηλητηριάζουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Πρόσφατα, μία από αυτές τις διαφορές,  η νομιμότητα ή μη της στρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, επανήλθε στην επικαιρότητα, θυμίζοντας ότι το ζήτημα αυτό παραμένει ανοιχτό, επηρεάζοντας και την απρόσκοπτη συμμετοχή της Ελλάδας στις νατοϊκές ασκήσεις στο Αιγαίο.
Σε ό,τι αφορά το ευρύτερο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης, η Ελλάδα προβάλλει συχνά το επιχείρημα ότι πρόκειται για μια ενέργεια αυτοάμυνας μπροστά στην τουρκική απειλή, η οποία θεωρείται έκδηλη και δεδομένη μετά την εισβολή στην Κύπρο, τη συγκρότηση της 4ης Τουρκικής Στρατιάς στα παράλια της Μικράς Ασίας και τη διαρκή ένταση στο Αιγαίο.

 

Η Τουρκία, από την πλευρά της, διαμαρτύρεται για τον επανεξοπλισμό των ελληνικών νησιών - εκλαμβάνοντάς τον ως απειλή για την ασφάλειά της -, αφού θεωρεί ότι, πέραν των οχυρώσεων, έχουν εγκατασταθεί και επιθετικά όπλα, πριν ακόμη το 1974. Σε ένα κλίμα αντιπαλότητας και καχυποψίας, βέβαια, η απειλή είναι ένα αίσθημα κοινό στις δύο πλευρές, το οποίο μετατρέπεται σε ένα βάσιμο πολιτικό επιχείρημα που μπορεί να δικαιολογήσει πράξεις άμυνας, εφόσον κάθε κράτος έχει - και πρέπει να έχει - το δικαίωμα να κατοχυρώνει την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητά του (σε ένα παρόμοιο πλαίσιο, εξάλλου, εντάσσεται και η ελληνική επιχειρηματολογία για τη στρατιωτικοποίηση των Δωδεκανήσων).


Σε κάθε περίπτωση, τα πολιτικά επιχειρήματα είναι δύσκολο - αν όχι αδύνατο - να αξιολογηθούν αντικειμενικά. Υπάρχουν πάντως και περιπτώσεις - όπως αυτή της Λήμνου και της Σαμοθράκης -, για τις οποίες και οι δύο πλευρές προκρίνουν νομικά επιχειρήματα για να στηρίξουν τις θέσεις τους και πράγματι γύρω από αυτή τη νομική αντιπαράθεση εκδηλώθηκε και η εξαίρεση της Λήμνου από τις νατοϊκές χρηματοδοτήσεις στρατιωτικών υποδομών και συμμετοχής της στις ασκήσεις, από το 1984.  
Παραθέτοντας εν συντομία τις θέσεις αυτές, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης δεν έχει οριστεί με τρόπο ομοιογενή και απόλυτο για όλα τα νησιά· σε αντίθεση με την Τουρκία που τη θεωρεί απόλυτη υποχρέωση της Ελλάδας. Η Άγκυρα επικαλείται τις ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης (κυρίως τα άρθρα 12 και 134), ενώ η Αθήνα υπογραμμίζει ότι στις 24 Ιουλίου 1923, υπεγράφησαν περισσότερα από ένα κείμενα και, έτσι, η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νήσων, Λήμνου και Σαμοθράκης, ρυθμίστηκε από το άρθρο 4 της Ειδικής Σύμβασης της Λωζάννης για τα Στενά. Σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, υποστηρίζει η Αθήνα, συνδέθηκε το καθεστώς της αποστρατιωτικοποίησης των δύο νησιών με αυτό των Δαρδανελίων, της θάλασσας του Μαρμαρά και των τουρκικών νησιών Ίμβρος (Gokceada), Τένεδος (Bozcaada) και Λαγονήσια (Tavcan).

 

Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι, από τη στιγμή που η Συνθήκη του Μοντρέ αντικατέστησε, τον Ιούλιο του 1936, την Ειδική Σύμβαση για τα Στενά, ελευθερώνοντας την Τουρκία από τις δεσμεύσεις αποστρατιωτικοποίησης της Λωζάννης, αποδεσμεύτηκε και η ίδια από τους αντίστοιχους περιορισμούς σε σχέση με τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη· ισχυρισμός που να επιβεβαιώνεται και από μια δήλωση του τότε υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας, Rustu Aras, κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την επικύρωση της Συμβάσεως του Μοντρέ από την Τουρκική Εθνική Συνέλευση. Στο κλίμα φιλίας που χαρακτήριζε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις στη δεκαετία του ’30, πράγματι, η ηγεσία του τουρκικού Υπουργείου των Εξωτερικών δε φαίνεται να είχε ενστάσεις για την παράλληλη στρατιωτικοποίηση των δύο ελληνικών νησιών. , Ωστόσο, στο μετέπειτα κλίμα αντιπαλότητας που προέκυψε ως αποτέλεσμα των κυπριακών κρίσεων, η τουρκική πλευρά υποβαθμίζει τη σημασία της εν λόγω πολιτικής δηλώσεως και υποστηρίζει ότι σε κανένα μέρος της Σύμβασης του Μοντρέ δεν αναφέρονται ρητά τα ελληνικά νησιά και ότι η αναθεώρηση που έγινε αφορούσε μόνο την Τουρκία. Η Αθήνα αντικρούοντας, επικαλείται τις προπαρασκευαστικές συζητήσεις της συμβάσεως του 1936, οι οποίες - όπως υποστηρίζει - αποδεικνύουν, χωρίς καμία αμφιβολία, ότι η Σύμβαση αυτή αποσκοπούσε στο να αντικαταστήσει ολόκληρη την Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά.


Παρατηρώντας τις επίσημες θέσεις των δύο πλευρών, αίσθηση προκαλεί το γεγονός ότι καμιά τους δεν προστρέχει στις προπαρασκευαστικές διεργασίες της διάσκεψης της Λωζάννης για να τεκμηριώσει την άποψη της. Αλλά και η εκατέρωθεν βιβλιογραφία, εμφανίζεται ελλιπής από ελληνικής πλευράς και αποσπασματική/επιλεκτική από τουρκικής. Το παρόν άρθρο θα προσπαθήσει να σκιαγραφήσει - αλλά όχι και να αξιολογήσει από νομική σκοπιά (καθήκον που δεν προσιδιάζει σε έναν ιστορικό διεθνολόγο) - το σκηνικό των διαβουλεύσεων για τα νησιά του Αιγαίου, όπως αυτό προκύπτει από τα ιστορικά αρχεία της Ιταλίας, μιας από τις τότε μεγάλες δυνάμεις που έλαβαν μέρος και επηρέασαν την έκβαση της συνδιάσκεψης. Θέση μας αποτελεί, πράγματι, ότι η νομική επιστήμη θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ιστορική έρευνα σε αρχεία τρίτων, άμεσα ή μη εμπλεκομένων χωρών, με σκοπό να τεκμηριώσει θέσεις σε σχέση με την ερμηνεία της συγκεκριμένης, σημαντικής για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, Συνθήκης. Επιπρόσθετα, στο τέλος του παρόντος άρθρου, θεωρήσαμε χρήσιμο - στα πλαίσια της ίδιας λογικής - να δούμε εν τάχει και την ιταλική στάση σε σχέση με τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936.

Το χρονικό των συζητήσεων της Λωζάννης


Όπως προκύπτει από τις αναφορές του ιταλού εκπροσώπου, Μαρκήσιου Camillo Garroni, η συζήτηση για τα ελληνικά νησιά άρχισε το απόγευμα της 25ης Νοεμβρίου 1922, στα πλαίσια της Επιτροπής για τα Εδαφικά Ζητήματα (Επιτροπή Ι) - αφού λίγο νωρίτερα ο ιταλός διπλωμάτης είχε εξασφαλίσει τη διαβεβαίωση του άγγλου και του γάλλου συναδέλφου του ότι δεν θα γινόταν λόγος για τα Δωδεκάνησα, τα οποία ενδιέφεραν ιδιαίτερα την Ιταλία την εποχή εκείνη. Με το άνοιγμα των εργασιών, ο τούρκος αντιπρόσωπος, Ismet Pacha (αργότερα, γνωστός ως Ismet İnönü), δήλωσε πως η χώρα του διεκδικεί την απόλυτη κυριαρχία όλων των νησιών που βρίσκονται κοντά στις μικρασιατικές ακτές και μέσα στα χωρικά ύδατα της Τουρκίας. Η τουρκική αντιπροσωπεία διεκδίκησε, έτσι, την Ίμβρο και την Τένεδο, αν και εμφανίστηκε έτοιμη να δεχθεί την υπαγωγή τους στο καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης που θα οριζόταν αργότερα για τα Στενά.  Παράλληλα, διεκδίκησε τη Σαμοθράκη, αλλά και την ουδετεροποίηση/αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου, της Μυτιλήνης, της Χίου και της Ικαρίας, νησιά που έπρεπε να αποκτήσουν καθεστώς ανεξαρτησίας και ουδετερότητας υπό την εγγύηση των κυριότερων δυνάμεων που συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη της Λωζάννης.


Παίρνοντας το λόγο, ο έλληνας εκπρόσωπος, Ελευθέριος Βενιζέλος, απέκλεισε την πιθανότητα να απολέσει η Ελλάδα τα νησιά που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο της. Ο έμπειρος πολιτικός φρόντισε να κρατήσει τις ισορροπίες και, αν και υπογράμμισε ότι σε όλα τα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο, δεν άγγιξε το ευαίσθητο θέμα των Δωδεκανήσων. Στην ίδια λογική, ο Βενιζέλος δέχτηκε να μελετηθεί από μια τεχνική επιτροπή η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σε διαφορετική κλίμακα ανάλογα με την απόστασή τους από τα Δαρδανέλια, ενώ, για την Ίμβρο και την Τένεδο - που επίσης διεκδικούσε για την χώρα του - συμφωνούσε για την υπαγωγή στο ίδιο καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των Στενών. Ο βρετανός εκπρόσωπος, Λόρδος Curzon, υποστήριξε την ελληνική πλευρά, αποκλείοντας την ιδέα να παραδώσει η Ελλάδα τα νησιά που ήλεγχε χωρίς αντίδραση για εννέα ολόκληρα χρόνια, αλλά και την πρόταση για ανεξαρτητοποίησή τους, μη παραλείποντας να θυμίσει τα «καταστροφικά» προηγούμενα της Σάμου και της Κρήτης.  Τελικά, η επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου σε μία ειδική τεχνική υποεπιτροπή, η οποία θα συνερχόταν και κατά τη διάρκεια της μελέτης του καθεστώτος των Στενών για να καθορίσει την τύχη της Ίμβρου και της Τενέδου.


Έτσι, στις 28 Νοεμβρίου συνήλθε η Υποεπιτροπή και ο πρόεδρος της, ο γάλλος στρατηγός Weigand, διευκρίνισε ότι αποστολή της ήταν να μελετήσει: α) αν θα ήταν ενδεδειγμένη η αποστρατιωτικοποίηση της Λήμνου, της Ικαρίας, της Μυτιλήνης, της Σάμου και της Χίου, και   β) σε περίπτωση που κρινόταν αναγκαία, σε ποιο βαθμό και υπό ποια μορφή θα έπρεπε αυτή να ρυθμιστεί. Αμέσως μετά, ο τούρκος εκπρόσωπος, συνταγματάρχης Tewfik Bey, παρουσίασε τη θέση της κυβέρνησης του, σύμφωνα με την οποία η αποστρατιωτικοποίηση των ελληνικών νησιών ήταν επιβεβλημένη για τη διατήρηση της ειρήνης και την ασφάλεια της μικρασιατικής ακτής, υπογραμμίζοντας ότι εννοούσε απόλυτη αποστρατιωτικοποίηση με υποχρέωση αφοπλισμού των κατοίκων, με μόνη εξαίρεση την παρουσία μιας χωροφυλακής με περιορισμένη δύναμη.
Ο Βενιζέλος απάντησε αμέσως πως κατ’ αρχήν θα έπρεπε να εξαιρεθεί η Λήμνος από τη συζήτηση, η οποία, εξαιτίας της απόστασής της από τις τουρκικές ακτές, δε μπορούσε να αποτελέσει απειλή για την Τουρκία, και πρότεινε να μελετηθεί η στρατιωτική κατάστασή της μαζί με εκείνη της Ίμβρου και της Τενέδου, όταν θα συζητιόταν το καθεστώς των Στενών. Η πρόταση αυτή έγινε ομόφωνα αποδεχτή. Τότε ο αρχηγός της ελληνικής αντιπροσωπείας δήλωσε ότι η χώρα του ήταν έτοιμη να δεχτεί στρατιωτικούς περιορισμούς στα άλλα τέσσερα νησιά, υπό την προϋπόθεση ότι ανάλογοι περιορισμοί θα επιβάλλονταν, σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαιότητας, και στην απέναντι σε αυτά μικρασιατική ακτή – θέση που υποστήριξαν θερμά η ρουμάνικη και γιουγκοσλάβικη αντιπροσωπεία.  


    Με τη λήξη της πρωινής συνεδρίασης, ο άγγλος, ο γάλλος και ο ιταλός αντιπρόσωπος στην υποεπιτροπή συναντήθηκαν για να ετοιμάσουν μεταξύ τους ένα σχέδιο έκθεσης, το οποίο θα έπρεπε να εγκριθεί κατά τη διάρκεια της απογευματινής συνεδρίας και έπειτα να παρουσιαστεί στην Επιτροπή για τα Εδαφικά Ζητήματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο αυτής της ιδιαίτερης συνάντησης, οι βρετανοί υποστήριξαν πως η Ελλάδα θα έπρεπε να διατηρήσει στα τέσσερα νησιά το δικαίωμα να κατασκευάσει και να εξοπλίσει οποιαδήποτε οχυρωματικά έργα θα έκρινε αναγκαία για την υπεράσπισή τους από τυχόν αιφνίδιες επιθέσεις ή άλλη απειλή που θα μπορούσε να προέλθει από τη μικρασιατική ακτή, προτείνοντας τον περιορισμό της αποστρατιωτικοποίησης στην απαγόρευση κατασκευής ναυτικών βάσεων. Η γαλλική αντιπροσωπεία φάνηκε προς στιγμής να προσανατολίζεται στη βρετανική θέση, αλλά ευθυγραμμίστηκε στο τέλος με την ιταλική, η οποία υποστήριξε την τουρκική άποψη για ευρύτερη αποστρατιωτικοποίηση, διότι ούτε εκείνη επιθυμούσε έντονη ελληνική στρατιωτική παρουσία σε μια περιοχή τόσο κοντά στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα.


    Στην απογευματινή συνεδρίαση της υποεπιτροπής αποφασίστηκε ότι η έκθεση που θα παρουσιαζόταν στην Επιτροπή για τα Εδαφικά Ζητήματα θα περιελάμβανε τα εξής σημεία: 1) στα πέντε νησιά θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα αποστρατιωτικοποίησης· 2) σε ό,τι αφορά τη Λήμνο, τα μέτρα αυτά θα έπρεπε να καθοριστούν σε συνάρτηση με τα αντίστοιχα για την Τένεδο, την Ίμβρο και τη Σαμοθράκη, όταν θα μελετηθεί το θέμα των Στενών· 3) για τα νησιά της Μυτιλήνης, της Ικαρίας, της Σάμου και της Χίου: α) δεν θα επιτρεπόταν η κατασκευή καμίας ναυτικής βάσης και οχύρωσης, β) θα υπήρχε αμοιβαία απαγόρευση για την ελληνική και τουρκική αεροπορία να υπερίπταται της μικρασιατικής ακτής και των εν λόγω νησιών, αντίστοιχα, γ) οι στρατιωτικές δυνάμεις που θα μπορούσε να διατηρεί η Ελλάδα σε αυτά, θα περιορίζονταν σε σώματα προερχόμενα από την τοπική στρατολόγηση που θα εκπαιδεύονταν στην περιοχή, καθώς και σε σώματα χωροφυλακής ανάλογα σε δύναμη με την ελληνική χωροφυλακή σε σχέση με το στρατό που υπήρχε στο ελληνικό έδαφος.  


Όπως προκύπτει από την έκθεση της υποεπιτροπής (αντίγραφο της οποίας βρίσκεται στο παράρτημα του ανά χείρας κειμένου), ομοφωνία υπήρξε σε ό,τι αφορούσε το πρώτο και το δεύτερο από τα παραπάνω σημεία, ενώ για το τρίτο η τουρκική πλευρά αντέδρασε στη θέση της πλειοψηφίας, εμμένοντας στην απαίτησή της για απόλυτη αποστρατιωτικοποίηση των τεσσάρων ελληνικών νησιών. Η τουρκική αντιπροσωπεία κατέθεσε μάλιστα έγγραφη επιφύλαξη (που επισυνάφτηκε στο κείμενο της έκθεσης),  με την οποία επέμενε ότι τα εν λόγω νησιά αποτελούσαν απειλή για τις μικρασιατικές ακτές και ζητούσε πιο αυστηρά μέτρα αποστρατιωτικοποίησης (απαγόρευση κατασκευής πολεμικών λιμανιών, οχυρώσεων και αεροδρομίων, χρήσης αεροπλάνων και υδροπλάνων, διατήρησης υπόστεγων από τη χωροφυλακή και εκπαίδευση της για στρατιωτικούς σκοπούς). Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κείμενο της επιφύλαξης, δηλωνόταν και πάλι η επιθυμία της Τουρκίας να συζητηθεί το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης της Λήμνου μαζί με αυτό των Στενών, ζητώντας παράλληλα να μελετηθεί στο ίδιο πλαίσιο και το θέμα της κυριαρχίας της, «εξαιτίας της μεγάλης σχέσης που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών ζητημάτων».


Οι Τούρκοι είχαν μια ακόμη ευκαιρία να επιβεβαιώσουν την προσήλωση τους στην ανάγκη συσχετισμού της Λήμνου με τα Στενά, όταν, το ίδιο βράδυ, ο βρετανός πρόεδρος της Επιτροπής για τα Εδαφικά Ζητήματα, αγνοώντας τις προηγούμενες εισηγήσεις, αποφάσισε να συγκαλέσει εκ νέου την υποεπιτροπή το επόμενο πρωί, με σκοπό να μελετήσει άμεσα το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης της Λήμνου, της Σαμοθράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες της ιταλικής αντιπροσωπείας, η απόφαση αυτή αντανακλούσε την αγγλογαλλική πρόθεση να κρατήσουν έξω από αυτήν την υπόθεση τους μπολσεβίκους Ρώσους, οι οποίοι είχαν εκφράσει, με διπλωματική νότα, την απαίτηση τους να συμμετάσχουν στις εργασίες της συνδιάσκεψης. Φαίνεται πως οι Ιταλοί δεν ήθελαν να δυσαρεστήσουν τους Σοβιετικούς και γι’ αυτό, κατέστησαν αμέσως σαφές στους Άγγλους και Γάλλους συναδέλφους τους ότι θα συμμετείχαν σε αυτή τη συνεδρίαση μόνο για μια τεχνική μελέτη, γενικού χαρακτήρα, του ζητήματος, με την επιφύλαξη των τελικών αποφάσεων που θα έπρεπε να ληφθούν τη στιγμή του καθορισμού του συνολικού καθεστώτος των Στενών.
Αξίζει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι οι Τούρκοι εμφανίστηκαν περισσότερο αποφασισμένοι από τους Ιταλούς να αντιδράσουν στην απόφαση της βρετανικής προεδρίας. Την επόμενη ημέρα,  πράγματι, ο τούρκος αντιπρόσωπος, Tewfik Bey, διαμαρτυρήθηκε έντονα για την άκαιρη απόφαση να συγκληθεί η υποεπιτροπή και δήλωσε ότι η χώρα του αρνιόταν να λάβει μέρος στις εργασίες της χωρίς την δυνατότητα παρέμβασης των Ρώσων, των Ουκρανών και των Γεωργιανών, οι οποίοι – ως παρευξείνιοι λαοί - θα ενδιαφέρονταν για την υπόθεση των Στενών, υπόθεσης άρρηκτα συνδεδεμένης - κατά την Τουρκία - και με εκείνη των νησιών  . Ο προεδρεύων της υποεπιτροπής, στρατηγός Weigand, αντιλαμβανόταν - όπως μας εκμυστηρεύεται ο Garroni - τη σοβαρότητα της ιταλικής και της τουρκικής επιφύλαξης, ωστόσο αποφάσισε να προχωρήσει στη συζήτηση για να «σώσει τα προσχήματα». Ενοχλημένος εμφανώς ο τούρκος αντιπρόσωπος δήλωσε ότι δε θα αποχωρούσε από την αίθουσα, αποκλειστικά και μόνο από προσωπικό σεβασμό προς την υποεπιτροπή, εντούτοις ξεκαθάρισε ότι η παρουσία του δεν θα είχε επίσημο χαρακτήρα και δε θα έπαιρνε μέρος στις συζητήσεις.


Έτσι, το πρωί εκείνο, η υποεπιτροπή δεν μπόρεσε παρά να εξασφαλίσει ένα «πλατωνικό»     - κατά την έκφραση του Garroni - ψήφισμα για γενική αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, που θα εξαρτιόταν από τις τελικές αποφάσεις για το καθεστώς των Στενών. Το απόγευμα της 29ης Νοεμβρίου, λοιπόν, η Επιτροπή για τα Εδαφικά Ζητήματα ενέκρινε την έκθεση της υποεπιτροπής ως είχε 27 και, αργότερα, το πρώτο της σημείο  - που αναφερόταν γενικότερα στην ανάγκη αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών του Βορείου Αιγαίου - εκφράστηκε στο άρθρο 12 του κύριου κειμένου της Συνθήκης της Λωζάννης, έμμεσα, με μια αόριστη αναφορά στο άρθρο 15 της Συνθήκης της Αθήνας του 191328· το τρίτο σημείο  κωδικοποιήθηκε αυτούσιο στο άρθρο 1329· ενώ το δεύτερο  έτυχε εφαρμογής με την παραπομπή του θέματος της αποστρατιωτικοποίησης της Λήμνου σε ένα άλλο διαπραγματευτικό πλαίσιο, εκείνο που επεξεργάστηκε η Επιτροπή των Στενών με συμμετοχή των Σοβιετικών και που κατέληξε στην υπογραφή της Ειδικής Σύμβασης της Λωζάννης για τα Στενά. Παράλληλα, η Τουρκία επιβεβαίωσε ακόμη μια φορά την προσήλωση της σε αυτού του είδους απόφαση, όταν στις 30 Νοεμβρίου 1922 η τουρκική αντιπροσωπεία ανακοίνωσε ότι παραιτείται από την διεκδίκηση της κυριαρχίας των δύο ελληνικών νησιών, υποβάλλοντας το θέμα της αποστρατικοποίησης τους ή μη στην απόφαση που θα λαμβάνονταν σε σχέση με τα Στενά. Χάρη σε αυτή τη μετατόπιση, τελικά, οι Τούρκοι κατάφεραν να πετύχουν την απόλυτη αποστρατιωτικοποίηση της Σαμοθράκης και της Λήμνου, η οποία συνδέθηκε άμεσα με τη αντίστοιχη υποχρέωση για τα Στενά.

 



Η σημασία της ιστορικής διερεύνησης


Πριν μπούμε στην παραπάνω παρουσίαση των προπαρασκευαστικών συνομιλιών της Λωζάννης αναφέραμε την άποψη μας ότι η ιστορικά τεκμηριωμένη μελέτη μπορεί να συμβάλει στην ορθή ερμηνεία νομικών ρυθμίσεων. Σε αυτό το σημείο, θα θέλαμε να παραθέσουμε ένα παράδειγμα που καταδεικνύει τη σημασία της μελέτης των προπαρασκευαστικών διεργασιών της Λωζάννης σε σχέση με το θέμα της αποστρατικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκης.
Το 1985, σε δημοσιευμένη μελέτη του, ο προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, Hüseyin Pazarci, έγραφε για τη προαναφερθείσα συνάντηση της 29ης Νοεμβρίου 1922: «Τελικά, εφόσον ο Λόρδος Curzon και οι Σύμμαχοι αποδέχτηκαν να γίνει συζήτηση για την αποστρατικοποίηση των τεσσάρων νησιών στην είσοδο των Στενών με διαφορετικό τρόπο από εκείνο με τον οποίο έγινε η συζήτηση για τα Στενά, είχαν οπωσδήποτε υιοθετήσει την αρχή της αποστρατικοποίησης των νησιών αυτών. Τέλος, κάτω από το πρίσμα των δεδομένων αυτών, δεν θα ήταν λάθος να υποστηριχθεί ότι με το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης, εκτός από τη ρύθμιση των προβλημάτων κυριαρχίας των νησιών που ανήκουν στην Ελλάδα, έγινε ξεχωριστά αποδεκτή, με γενικό τρόπο, και η αρχή της αποστρατικοποίησης της Λήμνου και Σαμοθράκης». Με άλλα λόγια, μεσούσης της ψυχροπολεμικής περιόδου στις σχέσεις τους με την Ελλάδα, οι Τούρκοι ερμήνευαν επιλεκτικά ένα επεισόδιο των προπαρασκευαστικών: υποστήριζαν, στην ουσία, ότι, ακόμη κι αν η Σύμβαση του Μοντρέ είχε καταργήσει το άρθρο 4 της Ειδικής Σύμβασης της Λωζάννης για τα Στενά, το άρθρο 12 της κύριας Συνθήκης της Λωζάννης συνέχιζε να υποχρεώνει τους ‘Έλληνες να κρατούν αποστρατιωτικοποιημένα τα συγκεκριμένα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου, δηλαδή τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Η ίδια θέση υποστηρίζεται από τούρκους συγγραφείς μέχρι τις μέρες μας 34, παραβλέποντας εντελώς ότι - όπως είδαμε - ήταν οι ίδιοι οι Τούρκοι που (μαζί με τους Ιταλούς) αντιστάθηκαν σθεναρά στη βρετανική προσπάθεια να διευθετηθεί το ζήτημα στο πλαίσιο της Εδαφικής Επιτροπής, παραπέμποντας τελικά το όλο ζήτημα στη διαπραγμάτευση που θα γινόταν για τα Στενά.


Από τη μια πλευρά, λοιπόν, τίθενται οι νομικά κατοχυρωμένες θέσεις και από την άλλη οι θέσεις που εκφράζονται στο πλαίσιο πολιτικών σκοπιμοτήτων της συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Ο μελετητής των Διεθνών Σχέσεων οφείλει να μη χάνει το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνονται οι διάφορες θέσεις και αποφάσεις. Έτσι, σε σχέση με το θέμα της αποστρατιωτικοποίησης πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το 1922 η Τουρκία είχε συμφέρον να αποφύγει την ξεχωριστή συζήτηση των νησιών της περιοχής των Δαρδανελίων, όχι τόσο για λόγους ασφάλειας εν όψει μιας ενδεχόμενης ελληνικής επίθεσης - όπως επικαλείται σήμερα - αλλά κυρίως γιατί πίστευε ότι με τη συμμετοχή της φιλικής προς αυτήν κυβέρνησης των Μπολσεβίκων Ρώσων θα μπορούσε να εξασφαλίσει μεγαλύτερο έλεγχο στα Στενά και να αποφύγει την πλήρη αποστρατικοποίηση που συνόδευε την επιδίωξη των Συμμαχικών Δυνάμεων για απόλυτη ελευθερία διέλευσης (πολεμικών πλοίων και μη) από τα Στενά. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, επίσης, το γεγονός ότι δεν είχε ακόμη αποφασιστεί η τύχη των ελληνικών νησιών, η οποία έμελλε να διευθετηθεί στο πλαίσιο της τελικής διαπραγμάτευσης των εδαφικών ζητημάτων της Συνθήκης της Λωζάννης.


Όσον αφορά στη δήλωση του Rustu Aras του 1936, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι την εποχή εκείνη η Άγκυρα δεν είχε λόγο να προβάλει αντιρρήσεις στη στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, διότι οι δύο χώρες είχαν πλέον κοινά αμυντικά συμφέροντα στην περιοχή του Αιγαίου και της Θράκης (ιταλική και βουλγαρική απειλή αντίστοιχα), τα οποία τις έσπρωχναν προς μία όλο και μεγαλύτερη προσέγγιση εν όψει ενός - ορατού πλέον - ευρωπαϊκού πολέμου. Παλαιότερη μελέτη γνωστού έλληνα ιστορικού κατέδειξε, μέσα από βρετανικές πηγές, τη σύμπτωση συμφερόντων και τη μη τουρκική αντίθεση στον επανεξοπλισμό των εν λόγω νησιών, όπως και την αναγνώριση από βρετανικής πλευράς του δικαιώματος για τη στρατικοποίηση τους. Ολοκληρώνοντας το ανά χείρας άρθρο, θα θέλαμε να δούμε εν συντομία τι προκύπτει από τις ιταλικές πηγές, διευκρινίζοντας, ωστόσο, ότι δεν αποτελεί πρόθεση μας να εξαντλήσουμε εδώ το θέμα αυτό, αλλά να προσφέρουμε έναυσμα για περαιτέρω διερεύνηση του.
Γενικότερα, θα πρέπει να σημειωθεί πως η Φασιστική κυβέρνηση της Ιταλίας δεν έλαβε μέρος στις διαπραγματεύσεις του Μοντρέ, αντιδρώντας με αυτό τον τρόπο στην επιβολή κυρώσεων σε βάρος της για την εισβολή στην Αιθιοπία. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Ρώμη - ως πρωτεύουσα ναυτικού μεσογειακού κράτους - δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορη μπροστά στις εξελίξεις σε σχέση με το καθεστώς των Στενών . Ενδιαφέρον σε σχέση με το θέμα μας παρουσιάζει το γεγονός ότι ήδη από την πρώτη φάση της συνδιάσκεψης του Μοντρέ οι Ιταλοί έκριναν γενικότερα ότι η τουρκική πρωτοβουλία για τον επανεξοπλισμό των Στενών στρέφονταν ενάντια στα ιταλικά συμφέροντα στο Mare nostrum41· μετά την συνομολόγηση της Σύμβασης, εντούτοις, δεν αμφέβαλαν ως προς το ελληνικό δικαίωμα στρατιωτικοποίησης της Λήμνου και της Σαμοθράκής.


Η Ιταλία, ως άμεσα ενδιαφερόμενο και εν δυνάμει θιγόμενο κράτος, είχε κάθε δικαίωμα να εγείρει ενστάσεις μπροστά σε κινήσεις που είχαν σχέση με το καθεστώς του Αιγαίου. Η παρουσία της στη Δωδεκάνησο, αν μη τι άλλο νομιμοποιούσε μια ιταλική θέση για το θέμα· φαίνεται, ωστόσο, ότι από νομικής σκοπιάς δεν υπήρχε περιθώριο για κάτι τέτοιο. Ενδεικτική ως προς αυτό είναι μια ανάλυση του τότε ναυτικού εμπειρογνώμονα του ιταλικού Πολεμικού Ναυτικού, Giuseppe Antonio Raineri Biscia, η οποία δημοσιεύτηκε αμέσως μετά την υπογραφή της Σύμβασης του Μοντρέ και αναφέρει ρητά ότι η Σύμβαση του Μοντρέ καταργούσε το άρθρο 4 της Ειδικής Σύμβασης της Λωζάννης για τα Στενά και, κατά συνέπεια, όλα τα νησιά που αναφέρονταν στο άρθρο αυτό αποδεσμεύονταν από την υποχρέωση της αποστρατικοποίησης.


Βέβαια, εκτός από αυτή τη θεωρητική αναγνώριση του ελληνικού δικαιώματος, υπήρξαν και άλλες, πιο πρακτικές, αποδείξεις. Τον Ιούλιο του 1936, για παράδειγμα, ο ναυτικός ακόλουθος (attaché naval) της ιταλικής Πρεσβείας στην Αθήνα, Sebastiano Morin, ενημέρωσε το υπουργείο του για την πρόθεση του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών και του Γενικού Επιτελείου του Ναυτικού να επανεξετάσει το θέμα του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης της χώρας, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι η απόφαση για την μελέτη αυτή σχετιζόταν με «τα αποτελέσματα της συνδιάσκεψης του Μοντρέ για τον επανεξοπλισμό των Στενών και τη συνεπακόλουθη ελευθερία της Ελλάδας να οχυρώσει τα ελληνικά νησιά». Κλείνοντας το μήνυμα του, ο Ιταλός ακόλουθος εξέφραζε την εκτίμηση ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί σε συνεννόηση με την τουρκική κυβέρνηση (εκτίμηση που επιβεβαιώνει ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση θεωρείτο δεδομένη την εποχή εκείνη). Η Ρώμη δεν αντέδρασε μπροστά στην προοπτική επανεξέτασης του καθεστώτος του Αιγαίου βάσει ρυθμίσεων της Σύμβασης του Μοντρέ και, το Σεπτέμβριο του 1936, η Αθήνα επανακαθόρισε ανενόχλητη την αιγιαλίτιδα ζώνη της χώρας σε έξη ναυτικά μίλια44. Πιο σημαντική πάντως απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι η Ρώμη δεν προέβαλε αντιρρήσεις ούτε όταν, λίγους μήνες αργότερα, η ελληνική κυβέρνηση συμπεριέλαβε την Λήμνο στις «επιτηρούμενες ζώνες ναυτικών οχυρών» της χώρας45, καθώς και το γεγονός ότι η Ιταλία προσχώρησε τελικά στη Σύμβαση του Μοντρέ, τον Ιούνιο  του 1938.


Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν πως το νέο νομικό καθεστώς για τα Στενά και το συνεπαγόμενο δικαίωμα της Ελλάδας να στρατικοποιήσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη ήταν ξεκάθαρο και δεσμευτικό ακόμη και για την φασιστική Ιταλία. Η Σύμβαση του Μοντρέ δεν άφηνε περιθώριο για αμφισβητήσεις, σίγουρα όχι νομικού τύπου. Οι Ιταλοί, πάντως, άρχισαν να βλέπουν έκτοτε με επιφυλακτικότητα την ελληνοτουρκική προσέγγιση και το ρόλο της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή και ήδη από το 1937 μελετούσαν σενάρια πολέμου στο Αιγαίο με τις τρεις χώρες. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ακόμη απόδειξη ότι η ελληνοτουρκική προσέγγιση θεωρείτο δεδομένη και με αντι-ιταλικό πρόσημο στις παραμονές του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Τελικά, όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν με αυτό το τρόπο· ως γνωστόν, η Άγκυρα έμεινε ουδέτερη στον πόλεμο και, παρά το γεγονός ότι αργότερα η Ελλάδα και η Τουρκία έγιναν σύμμαχοι στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, ο νέος ανταγωνισμός τους για την Κύπρο και μετέπειτα για το Αιγαίο αναίρεσε για πολλά χρόνια κάθε προοπτική ουσιαστικής συνεργασίας. Κατά συνέπεια, πολιτικές και συμβατικές υποχρεώσεις ξεχάστηκαν ή ερμηνεύτηκαν με επιλεκτικό τρόπο και η υπόθεση της στρατικοποίησης των νησιών του Βορείου Αιγαίου αποτελεί, ως προς αυτό, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
 
Η ανάλυση που προηγήθηκε κατέδειξε τη χρησιμότητα της ιστορικής διερεύνησης επίκαιρων πολιτικο-νομικών προβλημάτων, καταρρίπτοντας αυθαίρετες θέσεις μέσα από αρχειακές πηγές της Ιταλίας, χώρας του ΝΑΤΟ και εταίρου της Ελλάδας στην ΕΕ. Παρόμοιες  έρευνες θα έπρεπε να ενθαρρυνθούν από τους αρμόδιους εμπειρογνώμονες που καλούνται να χειρισθούν τα εν λόγω θέματα, διότι είναι σαφές ότι η τεκμηριωμένη παρουσίαση των νομικών ερεισμάτων μπορεί να αποκαταστήσει παρεξηγήσεις που προκύπτουν από αυθαίρετες πολιτικές θέσεις και επιλεκτικές/συγκυριακές αναγνώσεις της ιστορίας. Ενώ σήμερα ακόμη παραμένει ελπίδα η αποκατάσταση ομαλών διεθνών σχέσεων στο Αιγαίο, η ιστορική έρευνα μπορεί πράγματι να συμβάλει προς αυτή την κατεύθυνση, εξασφαλίζοντας φίλους για την πλευρά του δικαίου και συμβάλλοντας με αυτό το τρόπο και στην οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.

* Ο Βιντσέντζο Γκρέκο είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας (PhD στην Ιστορία Διεθνών Σχέσεων) με ιδιαίτερο γνωστικό αντικείμενο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Για το τρέχον  έτος, είναι υπότροφος της Ελληνικής Κυβέρνησης (Υποτροφίες αλλοδαπών ΙΚΥ) και πραγματοποιεί μεταδιδακτορική έρευνα στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου (Ρόδος).
*

Απόψεις

Ειδικού ΣυνεργάτηΟι εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία θέτουν στη Δύση και κυρίως στην Ευρώπη το δίλημμα μεταξύ αποκλιμάκωσης και συνέχισης της σύγκρουσης. Η συνέχιση του πολέμου επιβάλλει εκ των πραγμάτων την ενεργότερη... πλήρες κείμενο
Του Στράτου ΒαλτινούΗ Δύση απέτυχε παταγωδώς να αναχαιτίσει την Ρωσία στα εδάφη της Ουκρανίας. Οι κυρώσεις απέτυχαν, ο Πούτιν είναι πιο ισχυρός από πριν παρά τις επιπτώσεις της τρομοκρατικής επίθεσης, οπότε η ΕΕ, οι ΗΠΑ... πλήρες κείμενο
Ειδικού Συνεργάτη Η συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών ΗΠΑ-Τουρκίας συνοδεύτηκε με εκτενείς συνομιλίες μεταξύ αξιωματούχων των δύο χωρών, σχετικά με την Ουκρανία, τη Γάζα, τη Συρία και το Νότιο Καύκασο. Σύμφωνα με τον τουρκικό... πλήρες κείμενο
Άρης Χατζηστεφάνου Το να είσαι υπεύθυνος ειδικού τμήματος του FBI για την πάταξη της αναρχίας στις ΗΠΑ ακούγεται σαν τη μεγαλύτερη αργομισθία στην Ιστορία. Παρ' όλα αυτά, το ομοσπονδιακό γραφείο ερευνών έχει αυξήσει τους... πλήρες κείμενο
Του Στράτου Βαλτινού Πάντα υπήρχαν οι πρόθυμοι στην πολιτική να συμπορευθούν ακόμη και με την πιο σκοτεινή πλευρά της εκκλησίας, όπως πάντα υπήρχαν οι οπαδοί της κοσμικότητας, ανεξάρτητα από κόμματα και ιδεολογικές τάσεις.... πλήρες κείμενο
Του Στράτου Βαλτινού Η καταθλιπτική εικόνα της τεράστιας αίθουσας του Ταε Κβο Ντο όπου διεξάγεται το 4ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνει και τον εκφυλισμό του κόμματος αυτού. Άδεια αίθουσα, γεμάτοι διάδρομοι , δρόμοι και παράδρομοι,... πλήρες κείμενο