Στο ΝΑΤΟ φοβούνται τον «αχόρταγο» Τράμπ, αλλά πρέπει να τον φοβάται και η Αθήνα. Είναι ο Τράμπ που αλλάζει τα συμφωνηθέντα στην ανατολική Μεσόγειο για την αξιοποίηση των ενεργειακών πόρων, απουσία κυβέρνησης στο Ισραήλ (και του Νετανιάχου). Η συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου, Ισραήλ, Αιγύπτου υπο την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ, άφηνε εκτός την Τουρκία του Ερντογάν. Ο Ντόναλντ Τράμπ θέλει στο παιχνίδι τον Ερντογάν βγάζοντας εκτός την....Γαλλία του Μακρόν. Και αυτό την ώρα που και η Γερμανία δηλώνει υποχρεωμένη να ανέχεται τον δύσκολο εταίρο που λέγεται Τουρκία. Η δε Ιταλία το «τσακάλι» της διπλωματίας, κοιτάζει και πάλι να αρπάξει ότι περισσεύει και σε βάρος της Ελλάδας.
Για μία ακόμα φορά η Ελλάδα κινδυνεύει πρωτίστως από τους συμμάχους της, από την Δύση, από το ΝΑΤΟ και από την πάντα απούσα ΕΕ. Ο Ερντογάν το βλέπει και θέλει να το εκμεταλλευτεί. Μένει να δούμε αν και κατά πόσο το έχουν καταλάβει αυτό και στην Αθήνα και ποιοι ακριβώς.
Το ΚΥΣΕΑ, το μοναδικό όργανο για τον σχεδιασμό μιας στρατηγικής εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας δεν συνεδριάζει. Το επιστημονικό συμβούλιο του υπουργείου Εξωτερικών, παρά τις μεγάλες εντάσεις και την τεράστια ύλη που έχει συσσωρευθεί δεν έχει συνεδριάσει ποτέ με τη νέα κυβέρνηση. Το υπουργικό συμβούλιο είναι μόνο για την προβολή του λεγόμενου «επιτελικού κράτους» Με απλά λόγια η Ελλάδα δεν παράγει πολιτική. Αντίθετα όλες οι αποφάσεις της Τουρκίας λαμβάνονται στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας και η κυβέρνηση τις εφαρμόζει.
Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ο Μητσοτάκης ήταν να ενισχύσει την εσωτερική πολιτική συνοχή . Τα όσα είπε στο συνέδριο της ΝΔ, δηλαδή οι συνήθεις δηλώσεις περί στήριξης Ευρωπαίων που δεν εδράζονται πουθενά , αποδεικνύουν ότι ενώ ο χρόνος περνάει η κυβέρνηση δεν παράγει πολιτική. Και πέραν αυτών, η παρέμβαση Σαμαρά και η μη απάντηση εκ μέρους του πρωθυπουργού δείχνουν το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει ο Μητσοτάκης που εξακολουθεί να δείχνει αμήχανος.
Η διπλή συνάντηση Μητσοτάκη –Τραμπ, η πρώτη στο Λονδίνο στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις 4 Δεκεμβρίου και η δεύτερη στον Λευκό Οίκο στις 7 Ιανουαρίου, με φόντο το μνημόνιο κατανόησης Τουρκίας –Λιβύης, μπορεί να αποτελεί μια ελπίδα για την αναζήτηση στηριγμάτων στην υπερδύναμη, ταυτόχρονα όμως μπορεί να αποτελέσει και το εφαλτήριο εγκλωβισμού στης Ελλάδας σε μια λάθος κατεύθυνση .
Τώρα που η Τουρκία φαίνεται ότι εισέρχεται στην τελευταία φάση της πολύχρονης στρατηγικής της στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, αποδεικνύεται ότι όσοι ανησυχούσαν όχι τόσο για την επιθετικότητα της Άγκυρας , αλλά για την παθητικότητα της Αθήνας, δικαιώνονται. Το μνημόνιο κατανόησης με την Λιβύη, οδηγεί σε κλιμάκωση της έντασης, είναι βέβαιο ότι αυτό θέλει η Τουρκία, η Ελλάδα δεν ξέρει τι θέλει. Η απόφαση της Ελλάδας «μη πόλεμος» με την Τουρκία δεν οδήγησε στην εκπόνησε ενός στρατηγικού σχεδίου για την αναχαίτιση της τουρκικής στρατηγικής, με πολιτικά και διπλωματικά μέσα σε διμερές επίπεδο. Η μοναδική στρατηγική που υπήρξε ποτέ ήταν οι αποφάσεις του Ελσίνκι του 1999 τις οποίες ακύρωσε ο Καραμανλής το 2004-2005, χωρίς να του καταλογιστεί ποτέ η ιστορική , όσο και εθνικά επιβλαβής ανεπάρκειά του και χωρίς να αντικατασταθεί.
Με θερμικές κάμερες, φουσκωτά και αερόστατα θα ενισχύσει την επιτήρηση του Αιγαίου ο υφυπουργός άμυνας και συντονιστής για το μεταναστευτικό κ. Στεφανής μας πληροφορεί ο Τύπος που πρόσκειται στην κυβέρνηση. Ένας στρατιωτικός σκέφτεται στρατιωτικά και παίρνει αντίστοιχες αποφάσεις. Το πρόβλημα όμως δεν είναι επιχειρησιακό, είναι πολιτικό, άρα θα μπορούσε να πει κάποιος ότι οι προτάσεις αυτές είναι για πέταμα..
Μάλλον χαμένα χρήματα και περιττά έξοδα. Αυτό που χρειάζεται το Αιγαίο για την αναχαίτιση των μεταναστευτικών ροών είναι μια νέα ευρωπαική μεταναστευτική πολιτική που δεν υπάρχει και ούτε διαφαίνεται στον ορίζοντα, παρά τις μανούβρες της Γερμανίας που απλά ανακυκλώνουν ιδέες χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.
Και το γεγονός ότι δεν υπάρχει οφείλεται και στο τεράστιο πολιτικό έλλειμμα της χώρα μας και της νέας κυβέρνησης φυσικά .