Σημαντικές ανακατατάξεις αναμένεται να επιφέρει στην εσωτερική πολιτική σκηνή στην Ελλάδα, αλλά και στο πολιτικό σκηνικό αρκετών ευρωπαϊκών χωρών η πιθανή συμφωνία της χώρας μας τους δανειστές μέχρι το τέλος αυτής της εβδομάδας. Η αντίληψη που κυριαρχούσε τα τελευταία χρόνια για την Ελλάδα στις Βρυξέλλες και σε πολλές ακόμη ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι παρελθόν.
Στο Eurogroup της Τετάρτης 11 Φεβρουαρίου , κοινοτικοί αξιωματούχοι έλεγαν σε Έλληνες συναδέλφους τους, ότι για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια, ελληνική αντιπροσωπεία , όχι μόνο έκανε αισθητή την παρουσία της στα όργανα της ΕΕ, αλλά συνάντησαν τον σεβασμό και την αναγνώριση όλων. Στην Σύνοδο Κορυφής της Πέμπτης 12 Φεβρουαρίου κυριαρχούσε η αίσθηση ότι κάτι νέο αναδύεται στην Ευρώπη.Μίλησε ο Αλέξης Τσίπρας, είπε τις θέσεις της κυβέρνησης, αγνόησε εντελώς την παρουσία του Ισπανού πρωθυπουργού Ραχόι και ζήτησε από όλους τους ηγέτες να αποδεχθούν τη νέα πραγματικότητα. Η κ. Μέρκελ δεν μίλησε. Πληροφορίες αναφέρουν ότι η Καγκελάριος δεν ήθελε να έρθει σε αντιπαράθεση με τον Αλέξη Τσίπρα. Άλλη πηγή, πιο κοντά στην πραγματικότητα αποκάλυψε ότι η Φρανσουά Ολάντ είχε ζητήσει από την Μέρκελ να μην μιλήσει, να ακούσει τον Τσίπρα και να εξελιχθούν όλα ομαλά και ας αφήσουν τους υπουργούς και τα τεχνικά κλιμάκια να κάνουν τη δουλειά τους. Ωστόσο τα μηνύματα που έχουν οι ηγέτες των κρατών μελών της ΕΕ από τις κοινωνίες τους, δείχνουν ότι κάτι νέο αναδύεται από την πολύπλευρη κρίση που μαστίζει την γηραιά ήπειρο. Η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Αγγλία για διαφορετικούς λόγους, οι σκανδιναβικές χώρες εισέρχονται σε νέα φάση. Η κατάρρευση του πολιτικού μύθου που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια ότι η πολιτική λιτότητας είναι μονόδρομος θα οδηγήσει στην δημιουργία νέων κινημάτων, θα αμφισβητηθεί η ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων και οι κυρίαρχες σήμερα πολιτικές θα υποστούν ισχυρά ρήγματα.
Αυτός είναι ο πρώτος λόγος για τον οποίο η Γερμανία επιδιώκει με κάθε μέσο να περιορίσει όσο το δυνατό περισσότερο τον κατάλογο των κερδών που θα έχει η Ελλάδα στο τέλος της διαπραγμάτευσης. Στόχος του Βερολίνο είναι να εμφανιστεί η νέα κυβέρνηση ήδη ενσωματωμένη στην λογική του Δημοσιονομικού Συμφώνου, να υπερασπιστεί την κυριαρχία της στην ΕΕ και να αντιμετωπίσει έτσι και στο εσωτερικό της την αμφισβήτηση της πολιτικής της.
Η Γερμανία μέσω του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος έχει αποδυθεί σε έναν αγώνα, όχι απλά υπεράσπισης του κ. Σαμαρά, αλλά υπονόμευσης της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι τόσο η ανακοίνωση της 12ης Φεβρουαρίου υπέρ του τέως πρωθυπουργού που καλεί ουσιαστικά τον ΣΥΡΙΖΑ να ……αναγνωρίσει το έργο του, είναι και το γεγονός ότι η δεξιά στην Ευρώπη θα έκανε τα πάντα για να μην υπάρξει συμφωνία και να αποδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως σύντομη παρένθεση. Επειδή η πολιτική αυτή είναι και κοντόφθαλμη και επικίνδυνη γιατί θα μπορούσε να πυροδοτήσει πολιτικές εκρήξεις σε όλη την Ευρώπη, γίνεται προσπάθεια να υπάρξει αναδίπλωση , κυρίως όμως στο εσωτερικό καθώς αυξάνουν οι φωνές για καθαίρεση του κ. Σαμαρά.
Από την Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου θα αρχίσει ο δεύτερος μαραθώνιος διαπραγματεύσεων. Είναι πιθανό οι συνομιλίες να συνεχιστούν λίγες ημέρες ακόμη. Οι εντάσεις θα διαδέχονται η μία την άλλη και όσο πλησιάζουμε προς την σύνταξη ενός κειμένου συμφωνίας τόσο πιο άγρια θα γίνεται η αντιπαράθεση με προφανή στόχο, κάθε πλευρά να κερδίσει ο,τι μπορεί περισσότερο.
Αν και όταν υπάρξει συμφωνία και αυτή η συμφωνία θα ικανοποιεί τον ελληνικό λαό, είναι βέβαιο ότι θα ακολουθήσει μια καταιγίδα στο εσωτερικό της χώρας. Εξεταστικές επιτροπές, ΤΑΙΠΕΔ, λίστες Λαγκάρντ , Νικολούδη κλπ νομοθετικές πρωτοβουλίες για κατώτατο μισθό, συλλογικές συμβάσεις κλπ θα αναστατώσουν την ελληνική κοινωνία, για πολλούς ευχάριστα για λίγους δυσάρεστα. Αν όμως η κυβέρνηση αποτύχει στους στόχους της και η συμφωνία δεν θα είναι ικανοποιητική για τον λαό, τότε η καταιγίδα θα πλήξει πρώτα την ίδια.
Αυτό που προφανώς προέχει είναι μια αξιοπρεπής συμφωνία. Και μόνο αυτή, θα απελευθερώσει τεράστιες εθνικές δυνάμεις προκειμένου η χώρα, όχι μόνο να αναπτυχθεί, αλλά και να επιστρέψει στο διεθνές στερέωμα με καλύτερους όρους και κυρίως ως φυσιολογικό κράτος και όχι ως Ειδική Περίπτωση που τόσο ταπεινωτικά μας αποκαλούν τα τελευταία χρόνια.