Κορντούλα Ντίκμαν, dpa
Στις 8 Νοεμβρίου 1923, σε μία ταραχώδη περίοδο για τη Γερμανία, ο Αδόλφος Χίτλερ αποπειράται πραξικόπημα. Η Δημοκρατία θα κερδίσει, αλλά η νίκη αποδεικνύεται πρόσκαιρη.
Σαν σήμερα πριν από 100 χρόνια οι εθνικιστικές δυνάμεις αποπειράθηκαν για πρώτη φορά να καταλάβουν την εξουσία στη Γερμανία.
«Η κυβέρνηση των εγκληματιών του Νοεμβρίου στο Βερολίνο ανετράπη», ανακοίνωνε ο Αδόλφος Χίτλερ στις 8 Νοεμβρίου 1923, μαζί με τον Έριχ Λούντεντορφ και άλλους ομοϊδεάτες τους. Όμως, το πραξικόπημα των εχθρών της δημοκρατίας την επόμενη ημέρα κατέληξε σε 20 νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP) απαγορεύτηκε και ο Χίτλερ καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Ήταν μία νίκη για τη Δημοκρατία, αλλά μονάχα πρόσκαιρη. Περίπου δέκα χρόνια αργότερα, στις 30 Ιανουαρίου 1933, οι εθνικοσοσιαλιστές κατέλαβαν τελικά την εξουσία.
Με τον χαρακτηρισμό «εγκληματίες του Νοεμβρίου» οι εθνικοσοσιαλιστές αναφέρονταν σε αυτούς που τον Νοέμβριο του 1918 ανέτρεψαν τη μοναρχία, θεσπίζοντας ένα κοινοβουλευτικό, δημοκρατικό πολίτευμα. Ακόμη, τους κατηγορούσαν για την ήττα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως και για τις αποζημιώσεις που κλήθηκε να καταβάλει η Γερμανία μετά τη σύναψη της Συνθήκης των Βερσαλλιών.
Μέσα στα επόμενα χρόνια ο υπερπληθωρισμός δημιούργησε τεράστια προβλήματα στους Γερμανούς πολίτες, αχρηστεύοντας τις αποταμιεύσεις δεκαετιών και εκτοξεύοντας τις τιμές των τροφίμων, μεταξύ άλλων, σε αστρονομικά επίπεδα. Τον Νοέμβριο του 1923, για παράδειγμα, η τιμή ενός κιλού ψωμί είχε φτάσει πλέον στα 233 δισεκατομμύρια μάρκα.
Εν μέσω αυτής της ταραχώδους περιόδου στα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ο Αυστριακός Χίτλερ κατάφερε με την εμπρηστική του ρητορική να εμπνεύσει τον λαό, ενισχύοντας τις εθνικιστικές, αντιμπολσεβικικές και αντισημιτικές τάσεις, διευρύνοντας σημαντικά το ακροατήριό του μεταξύ 1920 και 1923 και κερδίζοντας την εύνοια σημαινουσών προσωπικοτήτων της κυβέρνησης και του στρατού, ιδίως στη Βαυαρία, όπως λέει ο Αντρέας Βίρσινγκ, διευθυντής του Ινστιτούτου Σύγχρονης Ιστορίας (ifZ).
Γιατί στη Βαυαρία;
Γιατί όμως έγιναν προπύργια του κινήματος του Χίτλερ η Βαυαρία και το Μόναχο; Όπως εξηγεί ο Βίρσινγκ, αυτό οφείλεται σε ένα προβληματικό κράμα «εθνικισμού, ρατσισμού και της ιδιαίτερης βαυαρικής συνείδησης» που υπήρχε σε μέρος της ελίτ. Ταυτοχρόνως, υπήρχαν και τάσεις απόσχισης. Στο βιβλίο του «Το χιτλερικό πραξικόπημα του 1923 – Η ιστορία μίας εσχάτης προδοσίας» ο ιστορικός Βόλφγκανγκ Νις γράφει πως ένα ευρέως διαδεδομένο σύνθημα της εποχής ήταν το «Μακριά από το Βερολίνο». «Κορυφαίοι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και των ενόπλων δυνάμεων εργάζονταν ανοιχτά για την εγκαθίδρυση μίας δικτατορίας στο Βερολίνο».
Όπως αναφέρει το Κέντρο Στρατιωτικής Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών της Bundeswehr (ZMSBw) «ο Χίτλερ ανησύχησε ότι σχεδιαζόταν η δράση κατά της μισητής κυβέρνησης του Βερολίνου χωρίς εκείνον». Έτσι, αν και δεν γνωρίζει ακριβώς το σχέδιο, αποφασίζει να επωφεληθεί από τη δυναμική.
Στις 8 Νοεμβρίου πραξικοπηματίες εισβάλλουν σε μία μπυραρία του Μονάχου με μέλη της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA του NSDAP, όπου ο επικεφαλής της βαυαρικής κυβέρνησης Γκούσταβ Ρίτερ φον Καρ, ο οποίος είναι επίσης πραξικοπηματίας, εκφωνεί ομιλία.
Ο Χίλτερ εκφωνεί ομιλία το 1937, ανήμερα της επετείου του πραξικοπήματος της μπυραρίαςΕικόνα: AP Photo/picture alliance
Εξοργισμένος με τον κόσμο που δεν τους δίνει τη δέουσα προσοχή, ο Χίλτερ πυροβολεί στο ταβάνι. Ξεσπούν ταραχές, οι πραξικοπηματίες πιάνουν ομήρους ορισμένους κυβερνητικούς εκπροσώπους και προσπαθούν να καταλάβουν τις δημόσιες εγκαταστάσεις του Μονάχου. Όμως, με την επέμβαση της αστυνομίας και του στρατού τα σχέδια τους ματαιώνονται.
Την επομένη χιλιάδες παρελαύνουν στους δρόμους του Μονάχου, με σκοπό να επιβάλλουν το πραξικόπημα, αλλά η πορεία καταλήγει σε αιματοχυσία, όπου σκοτώνονται 16 πραξικοπηματίες και 4 αστυνομικοί. Ο Χίτλερ διαφεύγει, συλλαμβάνεται όμως δύο ημέρες αργότερα και την 1η Απριλίου 1924 καταδικάζεται για εσχάτη προδοσία σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών. Ωστόσο, μόλις εννέα μήνες αργότερα είναι και πάλι ελεύθερος με αναστολή.
Κατά τον ιστορικό Πίτερ Τάουμπερ ο δικαστής επέτρεψε στον Χίτλερ κατά τη διάρκεια της δίκης να προπαγανδίσει ενάντια στη Δημοκρατία και σε εκείνους που υπέγραψαν τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, όπως και να προβεί στο γνωστό αντισημιτικό παραλήρημά του. Κανονικά η δίκη έπρεπε να γίνει στη Λειψία, όμως κατόπιν πρότασης της βαυαρικής κυβέρνησης αυτή διεξήχθη στο Μόναχο. «Στη Λειψία τόσο η έρευνα της υπόθεσης, όσο και οι εκδοθείσες αποφάσεις θα ήταν διαφορετικές» πιστεύει ο Νις, προσθέτοντας ότι «η υποχωρητική στάση των δημοκρατικών θεσμών είχε τελικά καταστροφικές επιπτώσεις για τη Γερμανία και τον κόσμο».
Ίσως να είχαν πέσει ήδη τότε τίτλοι τέλους στον Χίτλερ και τις εθνικιστικές του ιδέες. Μέχρι το 1929 όσοι δεν ήταν Βαυαροί δεν πίστευαν πως ο Χίτλερ είναι κάτι περισσότερο από «έναν ταραξία που κυκλοφορούσε στις μπυραρίες του Μονάχου», λέει ο Βίρσινγκ.
Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του είχε επιβληθεί και απαγόρευση εκφώνησης ομιλιών - όμως αυτή άρθηκε το 1927. Ο Χίτλερ προτίμησε τον δρόμο της νομιμότητας και το 1925 ίδρυσε το NSDAP. Εκείνη την περίοδο, όπως περιγράφει ο Βίρσινγκ, ο Χίτλερ κατάφερε να μετατρέψει τις εκλογικές διαδικασίες, τις κοινοβουλευτικές εντολές και πρωτίστως το δικαίωμα διαδήλωσης σε ένα όπλο για την ανατροπή της δημοκρατίας.
Ακόμη και σήμερα οι ακροδεξιοί και οι λαϊκιστές στην Ευρώπη επιστρέφουν στην εξουσία μέσω δημοκρατικών εκλογικών διαδικασιών, κάτι που συμβαίνει και στη Γερμανία με την περίπτωση του AfD. Η ισχυροποίηση τέτοιων πολιτικών ρευμάτων δυσχεραίνει σημαντικά τη δημοκρατική λήψη αποφάσεων. Γι’ αυτό και ο Νις τονίζει πως «δεν πρέπει να δίνεται στους εχθρούς της δημοκρατίας ένα βήμα, μέσω του οποίου θα μπορούν να διαδίδουν την προπαγάνδα τους, όσο ακίνδυνοι και αν φαίνονται αυτή τη στιγμή»