«Μόλις είχα βγει στο δρόμο. Μετά από ταλαιπωρίες, εξορία. Πολλά. Περπατούσα και σκεφτόμουν πώς θα βρω δουλειά. Τι θα δήλωνα; Αν με ρωτούσαν τί ήξερα, πού είχα δουλέψει, τι θα έλεγα; Περπατούσα λοιπόν στην Πανεπιστημίου και είδα σε μια βιτρίνα, σε μια είσοδο, ένα χαρτί που έγραφε ζητείται λογιστής. Ιδέα από λογιστικά. Στάθηκα και κοίταξα το χαρτί. Μπήκα. Είπα πως ήξερα. Και έπιασα δουλειά. Σκέψου...».
Αυτά ήταν τα λόγια του, πριν από αρκετά χρόνια, παρόντες σε μία γενική συνέλευση της Εταιρείας Συγγραφέων. Είχαμε πιάσει θέση στην τελευταία σειρά καθισμάτων, δίπλα σε ανοιχτό παράθυρο. Καπνίζαμε κιόλας. Είχε μιλήσει χαμηλόφωνα. Είχε χαμογελάσει σαν η έκπληξη εκείνου του περιστατικού να μην είχε παρέλθει.
Τον είδα στις 12 Οκτωβρίου. Είχε έρθει στην εκδήλωση της Εταιρείας Συγγραφέων για τη βράβευση του Ισπανού ελληνιστή Πέδρο Μπάδενας δε λα Πένια. Καθόταν έχοντας ένα μαύρο μπαστούνι δίπλα του. Τον αγκάλιασα. «Τι κάνεις;» ρώτησα. «Καλά, όπως βλέπεις, καλά».
Υπήρξε τόσο σεμνός. Τόσο συνεπής λογιστής: πολλές οι σελίδες λογιστικών εγγραφών στο «δούναι» του βίου. Γεμάτες οι σελίδες με λογιστικές εγγραφές στίχων στο «λαβείν» της Ποίησης. Κερδισμένος από το «δούναι», κερδισμένος και από το «λαβείν». Αυτή η λογιστική έχασε έναν μάστορά της.
Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής