Θετική εξέλιξη, παρά τα προβλήματα που θα ανακύψουν εκ μέρους της Τουρκίας, συνιστά η συμφωνία έρευνας και διάσωσης μεταξύ Ελλάδας –Κυπριακής Δημοκρατίας που υπέγραψαν την Δευτέρα 13 Οκτωβρίου οι υπουργοί εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος και Ιωάννης Κασουλίδης.
Η συμφωνία προβλέπει τη συνεργασία μεταξύ των κρατικών αρχών των δύο χωρών σχετικά με την αντιμετώπιση καταστάσεων έκτακτης ανάγκης μέσα στις Περιοχές Έρευνας και Διάσωσης των δύο κρατών, σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση του 1979 και των Παραρτημάτων αυτής και της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της Ανθρώπινης Ζωής στη Θάλασσα του 1974 και των Πρωτοκόλλων της. Προβλέπει, επίσης, μεταξύ άλλων, τον συντονισμό επιχειρήσεων έρευνας και διάσωσης από τα αρμόδια κέντρα των δύο κρατών, δηλαδή του JRCC Λάρνακας και του JRCC Πειραιά, την ανταλλαγή πληροφοριών, καθώς και τη διεξαγωγή κοινών ασκήσεων Έρευνας και Διάσωσης.
Σύμφωνα με το κείμενο της συμφωνίας, η Περιοχή Έρευνας Διάσωσης (Περιοχή SAR) εντός της οποίας παρέχονται υπηρεσίες Έρευνας και Διάσωσης από την Αρμόδια Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας συμπίπτει με την Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων (FIR) Αθηνών. Η Περιοχή Έρευνας Διάσωσης (Περιοχή SAR) εντός της οποίας παρέχονται υπηρεσίες Έρευνας και Διάσωσης από την Αρμόδια Αρχή της Κυπριακής Δημοκρατίας συμπίπτει με την Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων (FIR) Λευκωσίας.
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα ενημερώσουν για την Συμφωνία τον Γενικό Γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση του 1979.
Επειδή όμως η Τουρκία δεν αναγνωρίζει ούτε το εύρος του FIR της Ελλάδας, ούτε την Κυπριακή Δημοκρατία ως κράτος (αφού δεν αναγνωρίζει κράτος , δεν αναγνωρίζει FIR, είναι βέβαιο ότι θα αντιδράσει, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα, σύμφωνα με έγκριτες πανεπιστημιακές πηγές, η συμφωνία είναι σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο , πράγμα που σημαίνει ότι το διεθνές δίκαιο ισχύει και χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της Τουρκίας.
Η διακρατική συμφωνία, την οποία επιθυμούσε έντονα η Λευκωσία είναι θετική και για τον λόγο ότι εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών μέτρων Ελλάδας –Κυπριακής Δημοκρατίας που συμπεριλαμβάνει , την ενεργειακή, οικολογική και ευρύτερα στρατηγική συνεργασία, σε μια περίοδο που η Τουρκία κλιμακώνει τις πιέσεις της στην περιοχή.
Η καταδίκη της Τουρκίας για την συμπεριφορά της στην Κυπριακή ΑΟΖ μεταξύ των κυρίων Βενιζέλου και Κασουλίδη ήταν αυτονόητη. Ωστόσο σημειώνεται ότι και οι δύο υπουργοί απέφυγαν να επισημάνουν τις ευθύνες του ΟΗΕ , μετά μάλιστα και την δήλωση του ειδικού συμβούλου το γγ του διεθνούς οργανισμού περί «ντε φάκτο διαφοράς Τουρκίας –Κυπριακής Δημοκρατίας», διαφορά που μόνο στην φαντασία του κ. Αιντε υπάρχει, καθώς η Τουρκία δεν μπορεί να διεκδικήσει απολύτως τίποτα στην ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως αναλυτικά έχουμε επισημάνει από τις στήλες αυτές.