Η Νέα Δημοκρατία ιδρύθηκε το 1974 για να διαχειριστεί τη μετάβαση της ελληνικής κοινωνίας στο στάδιο του μετα-φιλελευθερισμού, που προετοίμαζαν επί μακρόν και μεθοδικά οι ατλαντικές ελίτ. Εξ ου και λ.χ. το μετα-φιλελεύθερο ελληνικό πολιτικό δίδυμο Κωνσταντίνος Καραμανλής και Ανδρέας Παπανδρέου αντιστοιχεί στο γαλλικό μετα-φιλελεύθερο πολιτικό δίδυμο Ζισκάρ Ντεστέν και Φρανσουά Μιτεράν. Από αυτούς τους πρωτεργάτες του μετα-φιλελευθερισμού, φθάσαμε στις ακόμη πιο μετα-φιλελεύθερες καταστάσεις/διακυβερνήσεις του Κώστα Σημίτη, του Κώστα Καραμανλή, του Γιώργου Παπανδρέου, του Λουκά Παπαδήμου και του Αντώνη Σαμαρά. Τι είναι όμως ο μετα-φιλελευθερισμός και σε τι ακριβώς συνίσταται η μετα-φιλελεύθερη πορεία της κοινωνίας;
Ο φιλελευθερισμός μετασχηματίζεται, από μια πολιτική θεωρία, σε μια μεταπολιτική στάση και πρακτική. Η πολιτική αγορά δεν έχει πλέον νόημα, διότι ο πολιτικός λόγος και η ηθική έχουν αποδομηθεί. Τα κράτη και τα έθνη δεν έχουν πια νόημα διότι έχουν διαλυθεί μέσα στο χωνευτήριο της παγκοσμιοποίησης. Οι θρησκευτικές και πολιτιστικές κοινότητες και παραδόσεις δεν ορίζουν την ιστορική δράση συλλογικών υποκειμένων, αλλά έχουν είτε φολκλορική αξία, όπως λ.χ. τα τσαρούχια και οι φουστανέλες των Ευζώνων στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, είτε χρησιμοποιούνται από την διεθνοποιημένη διακυβέρνηση ως εργαλεία ψυχολογικής διαχείρισης των μαζών. Η οικονομία, υπό την έννοια της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς, υποκαθιστά την πολιτική.
Η επιβολή της οικονομίας ως πεπρωμένο των ανθρώπων οδηγεί στη μετάβαση από τον φιλελευθερισμό στον μετα-φιλελευθερισμό, δηλαδή σε μια μορφή φιλελευθερισμού που υπέχει θέση μεταφυσικής στάσης. Ο μετα-φιλελευθερισμός είναι η κορύφωση του φιλελευθερισμού και συγκεκριμένα μια συγχώνευση όλων των μεταφυσικών συστημάτων μέσα στον φιλελευθερισμό. Εξ ου και τα κόμματα του μετα-φιλελευθερισμού τονίζουν ότι οι οικονομικές συνταγές και επιταγές τους είναι η επιτομή της λογικής και της αναγκαιότητας, ότι δεν έχει νόημα καμιά άλλη συζήτηση, ότι αυτοί κατέχουν και ενσαρκώνουν την πραγματικότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, «πολιτικό κέντρο» δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά μια μεταπολιτική κατάσταση η οποία απλώς διευκολύνει τη συσσώρευση κεφαλαίου, διατηρώντας τους ανθρώπους σε μια κατάσταση μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας.
Ήδη, στην αυγή του 21ου αιώνα, η ανθρωπότητα έχει εισέλθει σε μια εποχή μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας. Ο Αλεξάντερ Ντούγκιν (Alexander Dugin), θεωρητικός της γεωπολιτικής στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας, έχει συνοψίσει τα χαρακτηριστικά της μετα-ανθρωπότητας του μετα-μοντερνισμού ως εξής (βλ.: A. Dugin, The Fourth Political Ideology, Εκδ. Arktos Media Ltd., 2012):
1)Απο-πολιτικοποίηση: η πολιτική του μετα-ανθρώπου είναι ο πόλεμος ενάντια στην πολιτική. Η αποδόμηση της πολιτικής, πρώτα απ’ όλα, γίνεται με τη μετάβαση στην οικονομία (ο ‘οικονομικός άνθρωπος’ αντικαθιστά τον ‘πολιτικό άνθρωπο’) και αμέσως μετά με την κατάργηση της διάκρισης μεταξύ οικονομικού υποκειμένου-αντικειμένου, στο πλαίσιο ενός μετα-μοντέρνου δικτύου ελεύθερου παιχνιδιού, όπως εξήγησαν το 2000, στο βιβλίο τους με τίτλο Empire (Αυτοκρατορία), οι φιλόσοφοι Αντόνιο Νέγκρι (Antonio Negri) και Μάικλ Χαρντ (Michael Hardt). Επίσης, η απο-πολιτικοποίηση προωθείται μέσω της μόδας, των διασημοτήτων, της γοητείας, του γκλάμουρ και της σόου μπίζνες, που μας ‘διδάσκουν’ ότι η κοινωνική και πολιτική καταξίωση δεν εξαρτάται από την κλασική έννοια της εργασίας, αλλά από το να ενταχθεί και να διακριθεί κάποιος μέσα στο συνεχώς μεταβαλλόμενο δίκτυο γοητείας και σαγήνης. Έτσι, τα μετα-πολιτικά κόμματα θεωρούν πλέον επιβεβλημένο να γεμίσουν το κοινοβούλιο με βουλευτές που προέρχονται από τις σόου μπίζνες, από το μόντελινγκ, από τον εμπορευματοποιημένο επαγγελματικό αθλητισμό, καθώς και από τα τηλεπαράθυρα και τα κοσμικά γκαλά. Όλοι εκφράζουν αυτό που ο Γάλλος φιλόσοφος Ζιλ Ντελούζ (Gilles Deleuze) έχει αποκαλέσει «λείο χώρο» (l’ espace lisse) και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της εκφυλισμένης πλέον αστικής δημοκρατίας, η οποία είναι το άλλοθι του μετα-φιλελεύθερου μονόλογου.
2)Αυτονομισμός: Ο μετα-πολιτικός μετάνθρωπος κατ’ αρχάς αποδομεί τη διοίκηση και τη συλλογική ταυτότητα και κοινότητα και στη συνέχεια προχωρεί στην αποδόμηση και του ίδιου του δικού του εαυτού. Ο μετα-πολιτικός μετάνθρωπος δεν αναγνωρίζει τη διάκριση πάνω ή κάτω από αυτόν (ιεραρχία), ούτε μπορεί να συνειδητοποιήσει τον ‘εαυτό’ και τον ‘άλλο’, ούτε μπορεί να κατανοήσει ο,τιδήποτε βρίσκεται έξω από τον ατομικό μικρόκοσμό του. Η μόνη σχέση που έχει με την πολιτική υπαγορεύεται από επιθυμίες και όχι από λογική και αρχές. Μάλιστα, ο μετα-πολιτικός μετάνθρωπος είναι τόσο πνευματικά κατακερματισμένος ώστε η πολιτική συμπεριφορά του μπορεί να υπαγορεύεται από επιθυμίες, αλλά ο ίδιος μπορεί να μην έχει καν πλήρη επίγνωση του τι επιθυμεί και γιατί το επιθυμεί. Οι δημοσκοπήσεις της ελληνικής κοινής γνώμης που δείχνουν μαζική επιθυμία παραμονής στο ευρώ και στο ΝΑΤΟ και συγχρόνως μαζική επιθυμία κατάργησης των συνεπειών του ευρώ και του ΝΑΤΟ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου. Επίσης, οι επαναστάσεις του Twitter στον αραβικό κόσμο και οι πολιτικοί του iPad είναι εκδηλώσεις της πολιτικής μετα-ανθρωπολογίας και του φαινομένου του μετα-κράτους. Όπως έχει παρατηρήσει ο Αλεξάντερ Ντούγκιν «ένα κλασσικό παράδειγμα είναι ένας τοξικομανής ως ειδικός στη στρατηγική της πολιτικής».
3)Μικροσκοπισμός: Συσσωματώσεις πνευματικά κατακερματισμένων ατόμων δημιουργούν το μετα-κράτος, το οποίο είναι μια τραγική παρωδία του κράτους, ένα φάντασμα κράτους. Στο μετα-κράτος υπάρχουν μόνο εφήμεροι και προσωρινοί θεσμοί. Οι πολιτικές και οι νομικές αρχές υπόκεινται σε συνεχείς αλλαγές και εφήμερες σκοπιμότητες, οι δε κοινοβουλευτικές διαδικασίες είναι απλώς ένα μεταμοντέρνο παιχνίδι σαν αυτά που παίζονται στο Play Station. Όπως έχει επισημάνει ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, το μετα-κράτος «είναι σαν μια πειραματική δημοκρατία τοποθετημένη στον κυβερνοχώρο ή ένα βραζιλιάνικο καρναβάλι που αντικαθιστά τη ρουτίνα με μια ρουτίνα θεάματος. Στο μετα-κράτος το σοβαρό και το επιπόλαιο εναλλάσσονται». Κάθε μεγάλη αφήγηση, ιδεολογική, θρησκευτική, φιλοσοφική κ.ο.κ. περιθωριοποιείται.
4)Απανθρωπισμός: Στο πλαίσιο της πολιτικής μετα-ανθρωπολογίας, τονίζει ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, κυριαρχεί ο κανόνας της αντιστροφής. Τα πάντα αντιστρέφονται: η εργασία, η αργία, η γνώση, η άγνοια, το δημόσιο και το ιδιωτικό. Η παρακολούθηση τηλεοπτικών σόου γίνεται μέρος της εργασίας (συντηρεί τον πολιτισμό και τη βιομηχανία του θεάματος), η ενασχόληση με μικροσκοπικές και βλακώδεις λεπτομέρειες της ζωής κάποιου είναι η ουσία των ριάλιτι σόου και των lifestyle εκπομπών, η αντιστροφή ρόλων και εικόνων ανδρών και γυναικών και τα δικαιώματα των LGBT (Λεσβιών-Γκέι-Μπαϊσέξουαλ-Τρανστζέντερ) γίνονται μείζονα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα και καθήκοντα, οι πολιτικοί, αντί να είναι σεβάσμια και επιβλητικά πρόσωπα, επιλέγονται και προβάλλονται για τα νιάτα τους, τη γοητεία τους, το στυλ τους και πάνω απ’ όλα (αν και δεν ομολογείται εύκολα) για την απειρία τους (είναι δε ‘ιδανικοί’ αν κρύβουν σημαντικούς ‘σκελετούς στο ντουλάπι’, ώστε να υπόκεινται σε εκβιασμούς και να γίνονται υποχείρια). Επίσης, η σχέση θύματος-εγκληματία γίνεται ασαφής (το διακήρυξε στους Έλληνες απροκάλυπτα ο Θεόδωρος Πάγκαλος, λέγοντας «μαζί τα φάγαμε»). Αυτός είναι ο αντεστραμμένος μεταμοντέρνος κόσμος μας, ο οποίος λειτουργεί σαν μια βασική προσωπικότητα, σύμφωνα με την ορολογία του ψυχίατρου και ψυχαναλυτή Άμπραμ Κάρντινερ (Abram Kardiner).
5)Κατακερματισμός: Το υφολογικό και στρατηγικό οπλοστάσιο του κόμματος στην εποχή της μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας είναι η μόδα, οι δημόσιες σχέσεις και οι διαδραστικές τεχνολογίες πληροφοριών. Στη γαλλική το μοδάτο και μοντέρνο λέγεται ‘branche’, που σημαίνει κατά λέξη συνδεδεμένος. Αντίστοιχα, στα ελληνικά, το μοδάτο και μοντέρνο λέγεται ότι είναι ‘του συρμού’. Η μόδα και η τεχνολογία αλλάζουν γρήγορα και αυτός που είναι ‘συνδεδεμένος’ (branche), ή έχει ανέβει στον ‘συρμό’, αλλάζει μαζί τους. Δεν υπάρχουν για αυτούς παραδόσεις, αιωνιότητα, υπεριστορικές αξίες, ούτε καν χθες, σήμερα και αύριο, αλλά υπάρχει μόνο ένα ‘τώρα’. Γι’ αυτό, άλλωστε, ψηφίζονται νομοσχέδια χιλιάδων σελίδων και τεράστιων επιπτώσεων με διαδικασίες φραπέ, υπάρχει δε άρνηση για κάθε συζήτηση που αφορά σε θέματα αρχών, μεγάλων αφηγήσεων, παραδόσεων και τελικά υπαρξιακής στρατηγικής.
Αυτός ο πολιτικός χώρος που στην Ελλάδα χαρακτηριζόταν παραδοσιακά ως αυθεντική Δεξιά, ένας χώρος που θέτει και μάλιστα προτάσσει ζητήματα εθνικής συνοχής, πατριωτισμού, κοινωνικής ενότητας, υψηλών ιδεών και αξιών και παραδόσεων, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι η Νέα Δημοκρατία είναι πολιτικός εχθρός αυτών των αρχών και πεποιθήσεων, διότι η Νέα Δημοκρατία είναι ένας ελλαδικός βραχίονας των ευρωατλαντικών ελίτ (ΕΕ και ΝΑΤΟ) για να επιβληθεί και στην Ελλάδα το σύστημα μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας που προαναφέραμε. Οι δε αυτοπροβαλλόμενοι ως ακρεφνείς Δεξιοί στη Νέα Δημοκρατία είναι είτε προβοκάτορες του ευρωατλαντισμού, τύπου Μάκη Βορίδη (ας μη ξεχνάμε ότι ο κουμπάρος του Βορίδη, Ζαν Μαρί Λεπέν έπαιζε παραδοσιακά στη Γαλλία ένα παιχνίδι των ευρωατλαντιστών για την υπονόμευση, από τα δεξιά, της εθνοαστικής πολιτικής του Ντεγκώλ, ο οποίος Ντεγκώλ είχε και τάσεις αυτονόμησης από το Ουασινγκτόνιο κατεστημένο), είτε θεωρητικώς ασήμαντοι συνθηματολόγοι τύπου Αδώνιδος Γεωργιάδη. Κατά τα λοιπά, οι κύριες δυνάμεις της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή οι «Καραμανλικοί», οι «Σαμαρικοί», οι «Μητσοτακικοί» και βεβαίως η φράξια του Δ. Αβραμόπουλου, εκφράζουν σαφέστατα και αυτάρεσκα το σύστημα μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας που προαναφέραμε.
Αξίζει λοιπόν οι Δεξιοί/συντηρητικοί που είναι ακόμη εγκλωβισμένοι στη Νέα Δημοκρατία να θυμηθούν ή, αν δεν γνωρίζουν, να μάθουν τις βασικές αρχές της ιδεολογίας που υποτίθεται ότι εκφράζουν ή θα ήθελαν να εκφράσουν, έστω από διαίσθηση ή συναισθηματική ροπή. Οι ρίζες της ιδεολογίας του παραδοσιακού Δεξιού/συντηρητικού πολιτικού χώρου δεν βρίσκονται ούτε στην αγγλοσαξονική κεντροδεξιά, ούτε στους ναζί, ούτε στους φασίστες (άλλωστε, οι περισσότεροι ακροδεξιοί ναζιστικοί/φασιστικοί πολιτικοί χώροι είναι παρακρατικές οργανώσεις του ΝΑΤΟ και κρατικών μυστικών υπηρεσιών, έτσι ξεκίνησε και στην Ελλάδα η Χρυσή Αυγή). Οι ρίζες της ιδεολογίας του παραδοσιακού Δεξιού/συντηρητικού πολιτικού χώρου βρίσκονται στα ιδεολογικά κινήματα του «Πρωσικού σοσιαλισμού» και του «επαναστατικού συντηρητισμού».
Ο πολιτικός φιλόσοφος Άρθουρ Μ. φαν ντεν Μπρουκ (Arthur Moeller van den Bruck), παραδειγματικός εκπρόσωπος της σχολής του «πρωσικού σοσιαλισμού» (Prussian Socialism) και του επαναστατικού συντηρητισμού, επισημαίνει πολλές φορές στο βιβλίο του «Το Τρίτο Ράιχ» (Das dritte Reich, Αμβούργο, 1923), ότι «κάθε λαός έχει τον δικό του σοσιαλισμό», αλλά ιδεωδώς πρόκειται για έναν σοσιαλισμό ο οποίος «αρχίζει εκεί όπου τελειώνει ο Μαρξ». Ως Εβραίος, ο Μαρξ δεν είχε σε εκτίμηση τις πολύ ιδεατές αξίες και ειδικότερα τις εθνικές αξίες, ούτε τις παραδόσεις των διαφορετικών «πολιτιστικών περιοχών». Ο όρος «πολιτιστική περιοχή» έχει μελετηθεί εκτενώς και παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στο έργο του πολιτικού φιλοσόφου Όσβαλντ Σπένγκλερ (Oswald Spengler), ο οποίος επίσης ανήκε στη σχολή του πρωσικού σοσιαλισμού και είχε παρόμοιες απόψεις με εκείνες του φαν ντεν Μπρουκ (βλ. O. Spengler, Preussentum und Sozialismus, Μόναχο, 1920). Σε αντιδιαστολή προς τον σοσιαλισμό του Μαρξ, ο φαν ντεν Μπρουκ ισχυρίζεται ότι ένας αληθινός εθνικός σοσιαλισμός δεν είναι υλιστικός αλλά ιδεαλιστικός. Επίσης, ο σοσιαλισμός του φαν ντεν Μπρουκ έχει αποκαθαρθεί τόσο από κάθε στοιχείο αστικού φιλελευθερισμού, που είναι ένα προσωπείο της πλουτοκρατίας, όσο και από τη φιλελεύθερη δημοκρατία, που είναι ο θάνατος των εθνών. Στον σοσιαλισμό του φαν ντεν Μπρουκ, η ταξική σύγκρουση έχει αντικατασταθεί από την εθνική αλληλεγγύη και βασίζεται στη «βούληση ενός έθνους που γνωρίζει τι θέλει» υπό την καθοδήγηση μιας ισχυρής ηγεσίας η οποία μπορεί να εκφράσει τη βούληση του έθνους. Αξίζει ακόμη, για λόγους ιστορικής πληρότητας, να επισημάνουμε ότι, στη Γερμανία της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τη δεκαετία του 1930, εθνικιστές συγγραφείς, όπως ο Ερνστ Νίκις (Ernst Niekisch) και ο Ερνστ Γιούνγκερ (Ernst Jünger), ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν την εξάπλωση κομμουνιστικών ιδεών στον βαθμό και υπό τον όρο ότι ο κομμουνισμός θα συνδυαζόταν με τον εθνικισμό και θα εγκατέλειπε τον αρχικό προλεταριακό διεθνισμό του. Από αυτήν την τάση, στη Ρωσία, αναπτύχθηκε το λεγόμενο κίνημα του Εθνικομπολσεβικισμού, το οποίο συνδυάζει κομμουνιστικές αρχές με πατριωτικές αξίες και με την έννοια της πολιτιστικής παράδοσης. Μάλιστα, ο Γιόζεφ Στάλιν, ιδίως από το 1930 και μετά, προσπάθησε να κάνει μια πολιτική στροφή προς μια μορφή Εθνικομπολσεβικισμού και απομακρύνθηκε από την αυθεντική εκδοχή του Μαρξισμού-Λενινισμού. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Στάλιν συγκρούστηκε με τον Λέοντα Τρότσκι και, στη Δύση, πολλοί Τροτσκιστές συνεργάστηκαν με Δυτικές μυστικές υπηρεσίες εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ή μεταπήδησαν κατευθείαν στο στρατόπεδο του ΝΑΤΟ (εξ ου και πρόσωπα προερχόμενα από τον τροτσκιστικό πολιτικό χώρο, όπως λ.χ. ο Μπαρόζο, παίζουν ηγετικό ρόλο στην ΕΕ, πρόσωπα προερχόμενα από τον τροτσκιστικό χώρο έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις ΗΠΑ στη διαμόρφωση του ιδεολογικού λόμπι των νεοσυντηρητικών και βεβαίως, στην Ελλάδα, στο πολιτικό/εκδοτικό/δημοσιογραφικό/επιχειρηματικό κατεστημένο, υπάρχουν, συχνά σε κομβικές θέσεις, πρόσωπα προερχόμενα από την οργάνωση Ρήγας Φεραίος ή κάποιος τροτσκιστής, όπως λ.χ. ο νεοσυντηρητικός σήμερα Χρύσανθος Λαζαρίδης, σύμβουλος του πρωθουπουργού Αντώνη Σαμαρά, και όλοι αυτοί αποτελούν ένα ενιαίο σκιώδες δίκτυο εξουσίας).
Τα βιβλία του Ερνστ Νίκις είναι τα εξής: Entscheidung (1930), Hitler Ein deutsches Verhängnis (1932), Geheimes Reich (1937) και Das Reich der Niederen Dämonen (1957). Ο Νίκις απέρριψε τον Χίτλερ, διότι τον θεώρησε εξυπηρετητή καπιταλιστικών συμφερόντων και εκφραστή ενός στενόμυαλου εθνικισμού, και στράφηκε προς τον Στάλιν και τη βιομηχανική ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης προς αναζήτηση ενός εναλλακτικού μοντέλου ‘Φύρερ’. Τα κυριότερα βιβλία του Ερνστ Γιούνγκερ είναι τα εξής: Das abenteuerliche Herz (1929) και Der Arbeiter (1932), όπου προτείνει μια ενιαία, δυναμική κοινωνία στην οποία κυριαρχεί το πρότυπο του πολεμιστή-εργάτη-λογίου. Ουδέποτε υποστήριξε τον Χίτλερ και αρνήθηκε την έδρα στη γερμανική Βουλή (Reichstag) η οποία του προσφέρθηκε όταν το Ναζιστικό Κόμμα ανήλθε στην εξουσία το 1933. Επίσης, αντιλαμβανόμενος τον εκχυδαϊσμό της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας από τον Χίτλερ, ο Ερνστ Γιούνγκερ, στις 14 Ιουνίου 1934, έγραψε μια «επιστολή απόρριψης» προς τη Völkischer Beobachter, η οποία ήταν η επίσημη εφημερίδα των ναζί και δεν δέχθηκε να μιλήσει στο ραδιόφωνο του Γκέμπελς.
Παράλληλα προς τον πλήρη μετα-φιλελεύθερο μετασχηματισμό της Νέας Δημοκρατίας, το 2014, εμφανίστηκε και ένα ακόμη νέο κόμμα στην Ελλάδα, το «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη. Ενώ η Νέα Δημοκρατία περιέχει παραδοσιακά στοιχεία που ανθίστανται ακόμη στο καθεστώς της μετα-φιλελεύθερης μετα-ανθρωπότητας, που μόλις περιγράψαμε προηγουμένως, το Ποτάμι, από τη γέννησή του, δημιουργήθηκε για να αποτελεί έναν μεθοδικό μηχανισμό προώθησης του συστήματος της μετα-φιλελεύθερης μετα-ανθρωπότητας, ειδικά στον χώρο της κεντροαριστεράς/σοσιαλδημοκρατίας.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και του μετα-φιλελευθερισμού, η σοσιαλδημοκρατία καλείται και πάλι να παίξει έναν σημαντικό ρόλο υπέρ της ολίγαρχίας. Ο φιλελευθερισμός στο ανώτατο στάδιό του, δηλαδή στη φάση που πλέον έχει εξελιχθεί στον μετα-φιλελευθερισμό, έχει μια κεντροδεξιά συνιστώσα και μια κεντροαριστερή συνιστώσα, ώστε ο μετα-φιλελευθερισμός να επιβληθεί, στο μέτρο του δυνατού, σε ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού συστήματος. Η κυρίαρχη ιδεολογία της κεντροαριστερής συνιστώσας του μετα-φιλελεύθερου συνασπισμού είναι γνωστή ως «σοσιαλισμός του τρίτου δρόμου» ή απλά «Τρίτος Δρόμος».
Ο «σοσιαλισμός του τρίτου δρόμου» ή απλά «Τρίτος Δρόμος» είναι ένας προσανατολισμός της σοσιαλδημοκρατίας που επιχειρεί έναν δομικό συμβιβασμό με τον μετα-φιλελευθερισμό. Πρωτεργάτης αυτού του προσανατολισμού είναι ο Άγγλος κοινωνιολόγος Άντονι Γκίντενς (Antony Giddens), ο οποίος έχει τιμηθεί με τον τίτλο τού βαρόνου από τη βασίλισσα Ελισάβετ Β’ της Μεγάλης Βρετανίας. Αυτός ο προσανατολισμός ονομάστηκε τρίτος δρόμος διότι είναι κάτι μεταξύ της κλασικής σοσιαλδημοκρατίας και του αμερικανικού (γενικότερα αγγλοσαξονικού) (μετα)φιλελευθερισμού, όπως τον εξηγήσαμε προηγουμένως. Οι υποστηρικτές του τρίτου δρόμου προτείνουν μια σύνθεση μεταξύ των σοσιαλδημοκρατών και των φιλελεύθερων δημοκρατών, με θεμέλιο και επίκεντρο τις κοινές ιδεολογικές ρίζες τους στον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και την κοινή απέχθειά τους προς τον συντηρητισμό και τον αριστερό εξτρεμισμό. Αυτόν τον «Τρίτο Δρόμο» εκπροσωπεί το κόμμα Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, υποστηριζόμενο από γνωστούς κεντροαριστερούς διανοουμένους του «Τρίτου Δρόμου», σαν τον Νίκο Δήμου και τον Πέτρο Τατσόπουλο, μαζί με την πάλαι ποτέ «Δράση» του Στέφανου Μάνου.
Σύμφωνα με τον Γκίντενς, ο σκοπός των σοσιαλιστών του τρίτου δρόμου είναι η συνεργασία των σοσιαλδημοκρατών και των φιλελεύθερων για τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής κοινωνίας βασισμένης στην ιδεολογία των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», στη διατήρηση του ιδιοκτησιακού δικαιώματος και σε μια τροποποίηση της δυνατότητας οικονομικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης και του μηχανισμού ανακατανομής του πλούτου μέσα σε εκ των προτέρων προσδιορισμένα όρια. Με άλλα λόγια, στο οικονομικό πεδίο, οι σοσιαλιστές του τρίτου δρόμου δεν αμφισβητούν το status quo, αλλά επισημαίνουν στους φιλελεύθερους ότι πρέπει να υπάρχουν μεγαλύτερα, αν και σαφώς καθορισμένα, όρια οικονομικής παρέμβασης των κυβερνήσεων και ανακατανομής του εισοδήματος, προκειμένου να συντηρείται καλύτερα και με μεγαλύτερη ασφάλεια το ιδρυμένο σύστημα. Ως προς το φιλελεύθερο ιδεολόγημα των ‘ανθρωπίνων δικαιωμάτων’ και την αποδόμηση ή απαξίωση των παραδοσιακών συλλογικών ταυτοτήτων και της προνεωτερικής έννοιας του ‘ιερού’, οι σοσιαλιστές του τρίτου δρόμου ουσιαστικά προσυπογράφουν τον μετα-φιλελευθερισμό. Σε αντίθεση προς τους κλασικούς σοσιαλδημοκράτες του 19ου αιώνα και ιδίως προς τους ευρωκομμουνιστές, οι σοσιαλιστές του τρίτου δρόμου διάκεινται ευμενώς προς τις ΗΠΑ και συχνά προβαίνουν σε φιλοαμερικανικές δηλώσεις του ενός ή του άλλου είδους.
Στην Ελλάδα της δεκαετίας του 2010, υπό το καθεστώς της Τρόικας, είναι χαρακτηριστική η κυριαρχία της ρητορικής και γενικότερα της πολιτικής κουλτούρας της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας στον χώρο του ΠΑΣΟΚ, ιδίως υπό την ηγεσία του Ευάγγελου Βενιζέλου, καθώς και η αποδοχή της θεωρίας του Γκίντενς περί του σοσιαλισμού του τρίτου δρόμου από το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη και από σημαντικά στελέχη, πρώην και νυν, της ΔΗΜΑΡ. Έτσι, ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κεντροαριστεράς, τύπου Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ, μπορεί άνετα να αποτελεί κυβερνητικό εταίρο της μετα-φιλελεύθερης Νέας Δημοκρατίας, ώστε να εφαρμόζονται, με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, οι επιταγές της ατλαντικής ολιγαρχίας στην Ελλάδα και να περιθωριοποιείται ή να καταδιώκεται, ακόμη και βιαίως, ο αντίλογος.
Κατ’ αρχάς, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που ανοίγει τη σκέψη του μικροαστού, που φέρνει κάτι επιπλέον στον πολιτικό διάλογο, που δημιουργεί στις ευρωατλαντικές ελίτ λίγη ανησυχία, που κάπως ανακατεύει την πολιτική και οικονομική και επιχειρηματική τράπουλα, που φέρνει καινούργια πρόσωπα στο πολιτικό παίγνιο (σκεφθείτε ότι μια κυβέρνηση δεν είναι μόνο οι βουλευτές και οι υπουργοί της, αλλά δεκάδες χιλιάδες στελέχη που επανδρώνουν τη δημόσια διοίκηση, επιχειρήσεις υπό δημόσιο έλεγχο κ.λπ.). Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει τον ριζοσπαστισμό απέναντι στο «κέντρο», όπου «κέντρο» σήμερα σημαίνει ξεκάθαρα ευρωατλαντικός μονόλογος και μετα-πολιτική μετα-ανθρωπότητα (κι ας θυμηθούν οι Δεξιοί ότι τον όρο «ριζοσπαστισμός» τον έφερε η ιστορική Δεξιά στην επίσημη ονομασία της: ΕΡΕ, ήτοι Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις, πριν δημιουργηθεί η Νέα Δημοκρατία, δηλαδή το κόμμα του «μεσαίου χώρου», που σημαίνει το κόμμα του ευρωατλαντικού μονόλογου και της μετα-πολιτικής μετα-ανθρωπότητας).
Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ, έστω με τον δικό του τρόπο, εκφράζει την ευαισθησία απέναντι στην πολιτιστική ιδιαιτερότητα, στην κουλτούρα, δηλαδή στον πυρήνα του ανθρωπίνου όντος. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία λησμόνησε πλέον ακόμη και την παραδοσιακή αναφορά των Δεξιών πολιτικών στον τσάμικο και στον καλαματιανό, καθώς τώρα πλέον η Νεοδημοκρατική κεντροδεξιά λυκνίζεται στους ρυθμούς διαφόρων αμερικανικού τύπου σόου και...της Νόνης Δούνια.
Τέλος, σε ό,τι αφορά στο περιβόητο μεταναστευτικό ζήτημα, η Νέα Δημοκρατία, ως το κατεξοχήν κόμμα του ΝΑΤΟ, έχει την κύρια ευθύνη για τη δημιουργία του μεταναστευτικού προβλήματος στην Ελλάδα και για την αδυναμία της Ελλάδας να το επιλύσει, τουλάχιστον όσο είναι εναρμονισμένη με την πολιτική του ΝΑΤΟ και τη Συνθήκη Σένγκεν. Ας μη ξεχνάμε ότι οι επιθετικοί πόλεμοι του ΝΑΤΟ για να επιφέρει αλλαγή καθεστώτων στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στη Συρία και αλλού και ότι η πολιτική του ΝΑΤΟ και του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή και στην Κεντρική Ασία είναι κύριες πηγές του προβλήματος λαθρομετανάστευσης που υφίσταται η Ελλάδα. Ας μη ξεχνάμε ότι η πολιτική του ΝΑΤΟ στη δεκαετία του 1990 στα Βαλκάνια, με υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας τότε τον Αντώνη Σαμαρά, επέβαλε στην Ελλάδα να λειτουργήσει, χάριν του ΝΑΤΟ, ως χώρα υποδοχής Βαλκανίων λαθρομεταναστών (ιδίως από την Αλβανία και τη Βουλγαρία) και να βοηθήσει στην εφαρμογή της πολιτικής του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, μιας πολιτικής που προκάλεσε χάος (διάλυση Γιουγκοσλαβίας, αιματηροί πόλεμοι, δημιουργία Κοσόβου και FYROM, κ.λπ.). Συνεπώς, η Νέα Δημοκρατία, σε αντίθεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ, φέρει βαρύτατες ευθύνες όχι μόνο για το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης που υφίσταται η Ελλάδα, αλλά και για τις ίδιες τις γενεσιουργές αιτίες που μετατρέπουν δυστυχισμένους ανθρώπους σε λαθρομετανάστες.
Νικόλαος Λάος
Εταίρος της R‐Techno private intelligence company
Για όλους τους ανωτέρω λόγους, σήμερα τουλάχιστον, η αυθεντική Δεξιά μπορεί να επιβιώσει από τον πολιτικό και πολιτιστικό κατακλυσμό, καταφεύγοντας στην κιβωτό του ΣΥΡΙΖΑ.