Η ελληνική κυβέρνηση οδηγείται σε μια ιδιότυπη διαπραγμάτευση με την Τουρκία για το Αιγαίο και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις γενικότερα, αλλά στο τραπέζι είναι και το Κυπριακό, αν και επισήμως κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από την ατζέντα του Ανωτάτου Συμβουλίου που θα πραγματοποιηθεί στις 5-6 Δεκεμβρίου. Το τελευταίο προκαλεί και τα περισσότερα ερωτήματα και σκεπτικισμό τόσο σε κυβερνητικούς κύκλους όσο και σε διπλωματικούς κύκλους στο υπουργείο εξωτερικών. Λίγα 24ωρα πριν τις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις η συνάντηση Τσίπρα –Βενιζέλου (Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου) πραγματοποιήθηκε σε ένα κλίμα ιδιαίτερα χαμηλών τόνων που δεν αντιστοιχεί με την ένταση των προβλημάτων.
Ο κ. Τσίπρας εξέφρασε τις επιφυλάξεις του για το κλίμα στο οποίο θα γίνει το Ανώτατο Συμβούλιο Ελλάδας –Τουρκίας , αλλά η προμελετημένη δήλωση του κ. Βενιζέλου ότι κυβέρνηση και αντιπολίτευση πορεύονται σε κλίμα συναίνεσης, προκαλεί συσκότιση ως προς την κατανόηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στην κρίση που διαρκώς αυξάνει την έντασή της. Ο κ. Τσίπρας πάντως ετοιμάζεται να συναντηθεί με τον τούρκο πρωθυπουργό κατα την διάρκεια της επίσκεψης Νταβούτογλου στην Αθήνα. Η θέση ότι τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής δεν πρέπει να συζητιούνται δημόσια μας φέρνει στην μνήμη τα στεγανά που δημιούργησαν οι κυβερνήσεις του δικομματισμού επί δεκαετίες στο ΥΠΕΞ και το υπουργείο Εθνικής Άμυνας και οδήγησαν σε διαφθορά και την μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο. Η επίκληση της θέσης αυτής από τον ΣΥΡΙΖΑ προκαλεί ισχυρούς προβληματισμούς και βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με την ανάγκη διαφάνειας και στην εξωτερική πολιτική. Είναι διαφορετικό πράγμα να υπάρχει ένας κοινός εθνικός σχεδιασμός και να υπηρετηθεί,κάτι που εκ των πραγμάτων δεν υφίσταται. Ακόμη και αν δεχθεί κάποιος ότι εν μέρει υπάρχει συμφωνία στόχων, δεν είναι δυνατό να συμφωνεί κάποιος και με τους χερισμούς της κυβέρνησης, που σε μεγάλο βαθμό είναι απογοητευτικοί.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που ζητά την ενεργητική δράση και στήριξη του λαού για να αλλάξει την κατάσταση και τις σχέσεις με τους δανειστές και τα μνημόνια, ζητά ταυτόχρονα την περιχαράκωση της κυβέρνησής του (αν αυτό συμβεί όπως διαφαίνεται) στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Λαός δύο ταχυτήτων δεν μπορεί να υπάρξει.
Λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό κλίμα σε Αθήνα, Λευκωσία και Άγκυρα, η συνάντηση της Αθήνας θα εξελιχθεί σε κομβικό γεγονός που θα επηρεάσει καθοριστικά τις μετέπειτα εξελίξεις.
Οπως εξελίσσονται οι προετοιμασίες ενόψει της άφιξης των Τούρκων υπουργών με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου, στο ένα τραπέζι θα βρίσκονται τα θέματα χαμηλής πολιτικής και στο άλλο, οι πρωθυπουργοί Νταβούτογλου και Σαμαράς και οι ΥΠΕΞ Βενιζέλος και Τσαβούσογλου θα συζητούν την μεγάλη ατζέντα, την κατάσταση στην Κύπρο και προφανώς και τις διμερείς σχέσεις με επίκεντρο το Αιγαίο .
Πληροφορίες από διπλωματικές πηγές αναφέρουν ότι οι ΗΠΑ άσκησαν έντονες πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση προκειμένου, η Αθήνα και η Αγκυρα να συζητήσουν εφ όλης της ύλης. Στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών επικρατεί έντονος προβληματισμός για δύο βασικούς λόγους.
Ο ένας είναι ότι στο Κυπριακό υπάρχει ήδη απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου που έχει ανακοινώσει μάλιστα σειρά μέτρων που λαμβάνει η Κυπριακή Δημοκρατία με κυριότερο την άρνηση επανάληψης των διαπραγματεύσεων, αν το «Μπαρμπαρός» δεν αποχωρήσει από την ΑΟΖ. Επίσης , η Λευκωσία έχει καταστήσει σαφές ότι στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 18-19 Δεκεμβρίου θα παγώσει και άλλα κεφάλαια των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας –ΕΕ. Υπό αυτό το πρίσμα, στους διπλωματικούς κύκλους επικρατεί προβληματισμός σχετικά με τις δηλώσεις του Νταβούτογλου, ότι στην Αθήνα θα συζητήσει με τον κ. Σαμαρά την συνδιαχείριση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου της Κύπρου.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η Τουρκία συνεχίζει να απειλεί, συνεχίζει να αρνείται την συμμόρφωσή της με το διεθνές δίκαιο και κατά συνέπεια, αυτό που πρέπει να γίνει είναι η ελληνική κυβέρνηση να καταστήσει σαφές στην Άγκυρα ότι το Κυπριακό δεν είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν αποκαθίστανται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και ότι η συμπεριφορά της Άγκυρας στο Αιγαίο είναι επίσης αρνητικός παράγοντας . Η Άγκυρα προσπαθεί να απεμπλακεί από την κυπριακή ΑΟΖ αρκεί να αποσπάσει κάποιες υποσχέσεις που θα την αναδείξουν πρωταγωνίστρια των εξελίξεων στην Κύπρο. Κάτι τέτοιο όμως, είναι απαγορευτικό για την ελληνική κυβέρνηση.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι το διήμερο της επίσκεψης της τουρκικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα , το «Μπαρμπαρός» θα αποχωρήσει από την κυπριακή ΑΟΖ για να επιστρέψει στην συνέχεια. Πρόκειται για θέατρο του παραλόγου, καθώς , ανάλογα με τις εξελίξεις, η τουρκική κυβέρνηση προτίθεται να εκδώσει και νέα NAVTEX και να συνεχίσει την παρουσία του «Μπαρμπαρός» στην ΑΟΖ, κλιμακώνοντας την ένταση.
Κατά συνέπεια, είναι κρίσιμης σημασίας η στάση της Αθήνας στην Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στις 18-19 Δεκεμβρίου, με έμπειρους διπλωμάτες να τονίζουν την ανάγκη, η ελληνική κυβέρνηση , ακόμη και με την απειλή βέτο να περάσει σκληρές διατυπώσεις , αν η Τουρκία δεν αναδιπλωθεί, μονομερώς μάλιστα.
Οι δηλώσεις των Αλέξη Τσίπρα και Ευάγγελου Βενιζέλου έχουν ως εξής:
Η συνάντηση του κ. Τσίπρα με τον κ. Βενιζέλο, εκτός απο την ευρύτερη αναγκαιότητα, ήταν αναγκαία και για την συνάντηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με τον τούρκο πρωθυπουργό, που θα πραγματοποιηθεί τις επόμενες μέρες. Θα είναι η πρώτη φορά που ο κ. Τσίπρας θα συναντηθεί με την τουρκική ηγεσία σε υωηλό κυβερνητικό επίπεδο.
Μετά την συνάντηση τους οι Τσίπρας και Βνιζέλος προέβησαν σε δηλώσεις.
ΕΥ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ : Με τον Πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Τσίπρα, είχαμε μία πολύ ουσιαστική, ενδιαφέρουσα συζήτηση για τα εθνικά θέματα σε κλίμα εθνικής συνεννόησης, άλλωστε σε θέματα αυτά πρέπει να υπάρχει αρραγές εσωτερικό μέτωπο γιατί διανύουμε μία περίοδο πολλαπλών κρίσεων και η Ελλάδα πρέπει να είναι πάντα ένα σημείο σταθερότητας. Έχουμε τον κατάλογο των εθνικών θεμάτων ανοικτό, πρέπει να φροντίζουμε για την αποκλιμάκωση της έντασης και την προστασία των εθνικών συμφερόντων. Για να το πετύχουμε αυτό, μέσα από μία διαρκή διαπραγμάτευση, πρέπει να έχουμε όλες οι Ελληνίδες και όλοι οι ‘Έλληνες μία συναντίληψη γύρω από τα θέματα αυτά και πιστεύω ότι η συνάντησή μου με τον κ. Τσίπρα βοήθησε προς την κατεύθυνση αυτή.
ΤΣΙΠΡΑΣ: Είχα την ευκαιρία να ενημερωθώ από τον υπουργό Εξωτερικών για την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το κρίσιμο θέμα του Kυπριακού. Ξέρετε από θέσεις αρχής πάντοτε εκτιμούμε ότι τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής πρέπει να βρίσκονται έξω από το πλαίσιο της εσωτερικής αντιπαράθεσης.
Γνωρίζετε όλοι ότι υπάρχει μία εξαιρετικά αρνητική εξέλιξη, η παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας από την πλευρά της Τουρκίας με το ερευνητικό σκάφος Μπαρμπαρός το οποίο συνοδεύεται από πολεμικά πλοία του τουρκικού πολεμικού ναυτικού, εντός της Aποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου. Μία εξέλιξη η οποία πρέπει με κάθε τρόπο να καταστεί σαφές προς την τουρκική πλευρά ότι αποτελεί μείζονα πρόκληση και πρέπει να υπάρξει η απόσυρση του τουρκικού ερευνητικού σκάφους από την κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη, προκειμένου να οδηγηθούμε ξανά σε μία διαδικασία διαλόγου για την επίλυση του Κυπριακού.
Σε αυτό το πλαίσιο, είχα την ευκαιρία να ενημερωθώ για λεπτούς χειρισμούς. Όπως αντιλαμβάνεστε πολλοί από αυτούς δεν μπορούν και δημόσια να γίνονται γνωστοί. Είχα την ευκαιρία και εγώ να καταθέσω τις δικές μας παρατηρήσεις και σκέψεις, διότι αυτή την ώρα πρέπει να αξιοποιηθούν όλα τα μέσα προκειμένου η διεθνής κοινότητα να πιέσει την τουρκική πλευρά για να υπάρξει αποκλιμάκωση, να σταματήσει αυτή η προκλητική συμπεριφορά και βεβαίως να γίνει δυνατή η επανέναρξη των συνομιλιών για την επίλυση του Κυπριακού ζητήματος.
Επιπλέον είχα την ευκαιρία να καταθέσω τον προβληματισμό μου, όχι για την ουσία του εργαλείου διαλόγου. Όπως ξέρετε εμείς είμαστε υπέρ της προσέγγισης του διαλόγου, μόνο μέσα από τον διάλογο λύνονται οι διαφορές. Όχι λοιπόν για την ουσία του εργαλείου που είναι το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά τον προβληματισμό μου για τη χρονική συγκυρία στην οποία αυτό θα διεξαχθεί, δεδομένης δηλαδή της προκλητικής παραβίασης του διεθνούς δικαίου από την τουρκική πλευρά.
Έχω την αίσθηση –και κλείνω μ αυτό- ότι στα θέματα εξωτερικής πολιτικής χρειάζεται εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός, χρειάζεται ψυχραιμία και νηφαλιότητα. Και πιστεύω ότι μόνο έτσι θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε τις προκλήσεις, δημιουργικά και να έχουμε θετικά αποτελέσματα.