Ψευδαισθήσεις και ιδεολογικές εμμονές χαρακτηρίζουν την πολιτική της σημερινής κυβέρνησης, παρά το ότι προσπάθησε να εμφανιστεί σαν το επιτελείο των ρεαλιστών και τεχνοκρατών. Μπορεί οι ψευδαισθήσεις και οι πολιτικές εμμονές να κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή δεκαετίες, η σημερινή κυβέρνηση όμως δείχνει να είναι δέσμια των δικών της σε μια επικίνδυνη εποχή. Τα όσα εισπράττει ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης από την Μέρκελ και τον Τράμπ είναι αποτέλεσμα των ψευδαισθήσεων του ότι αφού βρίσκεται στην πλευρά των καλού κόσμου της δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας θα τον βοηθήσουν. Η πλήρης αποτυχία στην διαχείριση του προσφυγικού είναι αποτέλεσμα μιας ιδεολογικής εμμονής. Και το θέμα θα ήταν λιγότερο επικίνδυνο αν δεν είχαμε σήμερα την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας σε πλήρη εφαρμογή. Το επόμενο πεδίο που μένει να δούμε, είναι η οικονομία, όπου σύμφωνα με τον πρωθυπουργό περιμένουμε επενδύσεις 100 δις ευρώ τα επόμενα 8 χρόνια.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης βγήκε προβληματισμένος από τον Λευκό Οίκο απ αυτά που άκουσε. Δεν επέστρεψε από την Ουάσιγκτον με τους δικούς του όρους σε ότι αφορά και τα εσωτερικά και τα εθνικά θέματα. Αυτά που διαπίστωσε μάλλον δεν τα περίμενε, σε ότι αφορά την ένταση της αμερικανικής πολιτικής και σε ότι αφορά την ταχύτητα των κινήσεων όλων των άλλων παικτών στην ευρύτερη περιοχή. Και την ίδια περίεργη αντιμετώπιση είχε από την καγκελάριο Μέρκελ. Ο Κ. Μητσοτάκης, η ΝΔ και οι σύμμαχοι τους συμπεριφέρονται σαν να υπάρχει ακόμα ο Ψυχρός Πόλεμος, οι «καλοί» και οι «κακοί». Θεωρεί ότι θα έχει την στήριξη, την συνεργασία της Ουάσιγκτον και του Βερολίνου, επειδή είναι δεξιός, επειδή δεν είναι αριστερός, επειδή είναι υπέρ της ελευθερίας της σημερινής οικονομίας. Το λέει άλλωστε με κάθε ευκαιρία στο εξωτερικό.
Παρά την απογοήτευση του συνεχίζει την προσπάθεια του να εξευμενίσει τον Ντόναλντ Τράμπ. Στηρίζει τον Γκουαϊδό της Βενεζουέλας, στηρίζει την δολοφονία του Σολεϊμανί , στέλνει «Πάτριοτ» στην Σαουδική Αραβία και μια φρεγάτα στον Κόλπο, για να δείξει ότι είναι και αυτός μέρος των προθύμων. (Την ώρα μάλιστα που η χώρα απειλείται από την Τουρκία). Ελπίζει ότι ο Τράμπ θ αλλάξει συμπεριφορά αν στηρίζουμε τους φίλους του στην Σαουδική Αραβία; Είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η εμπλοκή της Ελλάδας στις πολύπλοκες διαφορές της Μέσης Ανατολής, την ώρα μάλιστα που δυσκολεύεται να διαχειριστεί το λιβυκό και την τουρκική επιθετικότητα.
Τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και ο κ. Δένδιας στηρίζονται σε δόγματα-αξιώματα τα οποία έχουν πεθάνει πριν από δεκαετίες. Θεωρούν ότι η Ελλάδα πρέπει είναι πιστή-υπάκουη σύμμαχος του ΝΑΤΟ, των Αμερικανών και των Ευρωπαίων, ωσάν να υπάρχουν απέναντι οι «κακοί» κομμουνιστές ή κάποιοι εχθροί της Δύσης. Συμπεριφέρονται ωσάν να μην αντιλαμβάνονται ότι όλοι συνεργάζονται με όλους κατά περίπτωση και όλοι αντιπαλεύουν όλους επίσης κατά περίπτωση. Λαμπρό παράδειγμα η σχέση Τράμπ, Πούτιν , Ερντογάν. Παράδειγμα η Ιταλία με την Γαλλία που έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα στη Λιβύη. Οι Αμερικανοί αν και έχουν διαφορές με την Τουρκία (λόγω Ρωσίας) επιτρέπουν στον Ερντογάν να δρα στην Συρία, στο Ιράκ, στην ανατολική Μεσόγειο και εσχάτως στην Λιβύη. Παράδειγμα η σχέση Πούτιν –Ερντογάν για να μην μιλήσουμε για την διπλωματία των αραβικών χωρών. Και δεν ξεχνάμε τις στενές σχέσεις Βερολίνου-Άγκυρας παρά τις διαφορές τους ή και τις σχέσεις Βερολίνου-Μόσχας.
Μέσα σ αυτό το περιβάλλον ο μεν κ. Δένδιας ξεκίνησε την θητεία του λέγοντας ότι «δεν είμαστε στην εποχή των κανονιοφόρων» (και τώρα περιμένει τον αμερικανικό και τον γαλλικό Στόλο) ενώ ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης διατράνωσε τη θέση του ότι είμαστε δεδομένοι και απολύτως πιστοί. Σε ποιόν , για ποιο θέμα και για ποιο λόγο;
Η Αθήνα βρέθηκε εκτός της συνάντησης της Μάλτας για το προσφυγικό όπως και εκτός της Διάσκεψης του Βερολίνου για τη Λιβύη.
Η αγαπημένη φράση της κυβέρνησης – δυστυχώς και όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων- είναι, «Η Ελλάδα είναι πυλώνας σταθερότητας στην περιοχή». Το λέει με μεγάλη χαρά και ο Αμερικανός πρέσβης Τζέφρι Πάιατ, αντιλαμβανόμενος ότι αρέσει πολύ στους Έλληνες πολιτικούς. Μόνο που είναι μια φράση για εσωτερική κατανάλωση.
Τι αντιλαμβάνεται ο Έλληνας πολίτης ακούγοντας την; Ότι εμείς είμαστε σταθερή χώρα και πάνω μας στηρίζεται η σταθερότητα στην περιοχή. Τι σημαίνει στην διεθνή σκηνή; Ότι όποιος είναι πυλώνας σταθερότητας μπορεί να επιβάλλει την ειρήνη, είναι αυτός που ρυθμίζει ισορροπίες. Σε όλα τα εγχειρίδια του ΝΑΤΟ, σε όλα τα κείμενα για την Ασφάλεια Σταθερότητα (stability) δεν σημαίνει μόνο ειρήνη, σημαίνει και πόλεμο, για να επιβάλλεις την ειρήνη. Σημαίνει ότι είσαι αυτός που μπορεί και θέλει να επιβάλλει την ισορροπία.
Είναι η Ελλάδα τέτοια χώρα; Σίγουρα θέλουμε και ειρήνη και ...σταθερότητα. Τι είμαστε όμως έτοιμοι να κάνουμε γι αυτό, και τι μπορούμε;
Θα μπορούσαν να λένε οι Έλληνες πολιτικοί, «Η Ελλάδα είναι η χώρα που θα εγγυηθεί την σταθερότητα» ή ότι «Η Ελλάδα είναι η χώρα που θα κάνει ότι χρειάζεται για την σταθερότητα». Θα ήταν πιο σεμνό και πιο ρεαλιστικό. Θα ακουγόταν καλύτερα. Γιατί τώρα απλώς κοιταζόμαστε στον καθρέφτη λέγοντας «Πόσο ωραίοι είμαστε;».
Η κυβέρνηση εμφανίζεται ανίκανη να διαχειριστεί το Μεταναστευτικό το οποίο έχει μετατρέψει σε εσωτερικό πρόβλημα. Αντί να διαπληκτίζεται με τους Ευρωπαίους και βεβαίως με τους Τούρκους, τσακώνεται ο Μηταράκης με τον περιφερειάρχη Β. Αιγαίου και τους Δημάρχους στα νησιά. Πρώτα ανέθεσαν το πρόβλημα στην εσωτερική ασφάλεια (Χρυσοχοΐδης) και τώρα προσπαθούν κρυφίως να μάθουν τι έκανε ο …Μουζάλας. Το πρόβλημα όμως δεν διογκώθηκε μόνο επειδή ήρθαν περισσότεροι μετανάστες και πρόσφυγες από τον Ιούλιο και μετά. Το πρόβλημα δημιουργήθηκε πρώτον γιατί η ΝΔ, διέλυσε τις δομές που βρήκε, θεωρώντας ότι το προεκλογικό παραμύθι (Ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει για όλα) είναι η αλήθεια και ότι η ΝΔ θα τα διευθετήσει όλα αμέσως. Η προεκλογική τους ρητορική ήταν η αρχή του προβλήματος.
Και δεύτερον γιατί μια παρέα γαλάζιων στελεχών, ακραίων απόψεων, έχει πάρει το πάνω χέρι, πρώτα στην Λέσβο και μετά σε άλλα νησιά, οδηγώντας την κατάσταση σε διοικητικό, οργανωτικό και πολιτικό αδιέξοδο.
Η κυβέρνηση στήριξε την προεκλογική της πολιτική στην υστερία κατά του μεταναστευτικού «αγοράζοντας» ακροδεξιά ρητορική προς άγρα ψήφων. Αυτό έχει γίνει και το μεγάλο πρόβλημα. Τώρα έχει δύο (2) τεράστια προβλήματα:
Το μεταναστευτικό που είναι από μόνο του εκρηκτικό πρόβλημα.
Και την άρνηση των τοπικών κοινωνιών σχεδόν σ όλη την Ελλάδα να συνεργαστούν. Για να αποσυμφορήσουν τα νησιά πρέπει να βρουν κέντρα υποδοχής στην ενδοχώρα. Όμως παντού τα γαλάζια στελέχη αρνούνται να συνεργαστούν. Γιατί παντού εξελέγησαν με την υστερία για το μεταναστευτικό.
Ολ αυτά έχουν οδηγήσει σε ένα επιχειρησιακό αδιέξοδο, το οποίο μεγαλώνει το πρόβλημα. Η ΝΔ θεωρεί πως το μεταναστευτικό είναι πρωτίστως (αν όχι αποκλειστικά) θέμα φύλαξης των συνόρων και μετά θέμα ασφάλειας. Μόνο που ούτε και αυτό μπορεί να το χειριστεί όπως νόμιζε ή και νομίζει ακόμα. Ο αρμόδιος επίτροπος Μαργαρίτης Σχοινάς, στέλεχος της ΝΔ και επί χρόνια στέλεχος της ΕΕ, στην πρόσφατη επίσκεψη του επεσήμανε όλες τις αντιφάσεις της κυβέρνησης. Είναι ο άνθρωπος που σχεδόν τους υποχρέωσε να ξαναστήσουν το υπουργείο Μετανάστευσης. Τους μίλησε και για την διαδικασία ενσωμάτωσης και για τις διαδικασίες που καλούνται να ακολουθήσουν ώστε να διαχειριστούν το τεράστιο αυτό ζήτημα.
Οι ιδεοληπτικές εμμονές της κυβέρνησης έχουν δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα και το χειρότερο είναι ότι συνεχίζουν να στηρίζονται σ αυτές.
Τις τελευταίες δεκαετίες ένα δόγμα κυριαρχεί (με ελάχιστες εξαιρέσεις) στην πολιτική: Τα δύσκολα προβλήματα άστα για αργότερα. Οι πολυδιαφημισμένες μεταρρυθμίσεις, δεν έγιναν ποτέ. Το ασφαλιστικό δεν άλλαξε εγκαίρως ώστε να μην καταρρεύσει. Ακόμα και τα Μνημόνια που υπέγραψαν, δεν τα εκτέλεσαν δεν τα ολοκλήρωσαν, ανατρέποντας τις δικές τους κυβερνήσεις, τον Νοέμβριο του 2011 και τον Απρίλιο του 2102. (Ο ΣΥΡΙΖΑ το Μνημόνιο δεν το άφησε για τον επόμενο).
Στα ελληνοτουρκικά –εθνικά, τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Ότι έχει κόστος το αφήνουν για αργότερα. Παράδειγμα το μακεδονικό.
Παράδειγμα τα ελληνοτουρκικά για τα οποία κυριάρχησε επίσης παρόμοια άποψη, ιδίως στον καραμανλικό χώρο. Η ψευδαίσθηση ότι ζούμε δίπλα στην Τουρκία με τις διαφορές μας, τίποτα δεν έγινε συγκλονιστικό ως τώρα , ούτε και τώρα θα γίνει.
Η αν κάτι γίνει, θα έρθει ...ο Στόλος ο αμερικάνικος!
Μόνο που οι εποχές αλλάζουν. Ο Ερντογάν όχι μόνο δεν φοβάται ότι θα έρθει ο Στόλος ο αμερικάνικος, αλλά το έχει κανονίσει για να μην έρθει. Όταν ξεκίνησε τις χοντρές παραβιάσεις στην Κύπρο, είχε ήδη συνεννοηθεί. Και όταν προχώρησε με την Λιβύη είχε επίσης συνεννοηθεί, είχε καλύψει τα νώτα του ότι κανείς δεν θα τον ενοχλήσει. Οι Ευρωπαίοι είναι επίσης σίγουρο ότι δεν θα τον ενοχλήσουν.
Είναι ψευδαίσθηση ότι τίποτα συγκλονιστικό δεν θα γίνει. Έχουν ήδη γίνει συγκλονιστικές μετατοπίσεις, αλλαγές στην ισορροπία. Οι πάντες κινούνται γρήγορα , διαπραγματεύονται με όλους (πρώην ή και νυν εχθρούς) διαχειρίζονται την νέα πραγματικότητα.
Εμείς μπορεί να συνεχίσουμε να ζούμε με τις ψευδαισθήσεις μας;
Από τον Ιούλιο και μετά η κυβέρνηση ζει και αναπνέει με τον αέρα (τον κοπανιστό) των δηλώσεων του Στέητ Ντιπάρτμεντ που υποτίθεται στηρίζουν τα ελληνικά και κυπριακά συμφέροντα.
Ζήσαμε τον περασμένο Οκτώβριο το θρίλερ με μια αποστροφή του Πομπέο σε ομιλία του στην Αθήνα, απ όπου όλοι συμπέραναν ότι οι ΗΠΑ εγγυώνται την ασφάλεια της χώρας.
Ζήσαμε το θρίλερ της δήθεν ανάληψης αμερικανικής πρωτοβουλίας για τα ελληνοτουρκικά που διαψεύστηκε μέσα σε 24 ώρες.
Ζούμε με τις πιο πρόσφατες δηλώσεις του Στέητ Ντιπάρτμεντ, από τις οποίες συμπεραίνουν ότι οι ΗΠΑ εγγυώνται την ασφάλεια της Ελλάδας και ότι απαγορεύουν στην Τουρκία να κλέβει τον πλούτο της Κύπρου.
Μόνο που όλες οι δηλώσεις λένε αυτονόητα πράγματα. Το σημαντικό δε είναι πως όλες καταλήγουν με της εξής παραίνεση: Οι δυο χώρες να τα βρουν μεταξύ τους. Το ίδιο δε λένε και για την Κύπρο χωρίς καν αναφορά στην επίλυση του Κυπριακού.
Στις 21 Ιανουαρίου Η Ουάσιγκτον χαρακτήρισε «προκλητικό» και «αντιπαραγωγικό» το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, αναγνωρίζοντας ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί αντίκεινται προς το διεθνές δίκαιο, το οποίο προβλέπει ότι τα νησιά έχουν ίδια δικαιώματα με τις ηπειρωτικές περιοχές όσον αφορά την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα.
Αυτή η αναγνώριση (τα νησιά έχουν ΑΟΖ) πανηγυρίστηκε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, ωσάν να είναι η αποτροπή της τουρκικής αυθαιρεσίες.
Έχει όμως και συνέχεια η ανακοίνωση: «Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα έχει επίσης αλληλεπικαλυπτόμενες θαλάσσιες διεκδικήσεις στη περιοχή που περιλαμβάνεται στο μνημόνιο κατανόησης Τουρκίας-Λιβύης για την οριοθέτηση. Ως πάγια πολιτική, ενθαρρύνουμε τα κράτη να επιλύουν τις διαφορές τους ειρηνικά, με βάση το διεθνές δίκαιο».
Την επομένη 22 Ιανουαρίου το Στέητ Ντιπάρτμεντ με αφορμή την παρουσία του ερευνητικού σκάφους Yavuz, στα νότια της Κύπρου, εξέφρασε την ανησυχία της αμερικανικής κυβέρνησης για τις «δραστηριότητες του γεωτρύπανου Yavuz, στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας (ROC)».
Σημειώνει: «Μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία μπορεί να διεκδικήσει θαλάσσια δικαιώματα από το έδαφος της Κύπρου».
Κάλεσε «τις τουρκικές αρχές να σταματήσουν άμεσα τις παράνομες δραστηριότητες και να απομακρύνουν το Yavuz από τα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Και καταλήγει: «Καλούμε όλα τα κράτη να επιλύσουν τις θαλάσσιες διαφορές τους ειρηνικά και σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο...Η ανάπτυξη των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να προωθεί τη συνεργασία, να εντείνει τον διάλογο μεταξύ των δύο κοινοτήτων και μεταξύ των περιφερειακών γειτόνων και να αποτελέσει τη βάση για βιώσιμη ενεργειακή ασφάλεια και οικονομική ευημερία. Συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε την ανάπτυξη μιας ισομερούς λύσης για την κατανομή των πλεονεκτημάτων των πόρων υδρογονανθράκων της Κύπρου μεταξύ των δύο κοινοτήτων».
(Χωρίς την πάγια αναφορά για την επίλυση του Κυπριακού).
Οι πανηγυρισμοί δυστυχώς είναι εσωτερικής κατανάλωσης. Δεν αντιπροσωπεύουν αυτό που πραγματικά λένε οι δηλώσεις. Άσε που ο...πυλώνας σταθερότητας δεν πρέπει να περιμένει από τους άλλους να τον προστατέψουν.
Η επίκληση στις επενδύσεις που έρχονται, θυμίζει εκείνο το πολύ παλιό «Κορίτσια ο Στόλος». Που σημαίνει οτι έρχεται δουλειά (και ας μην ήταν και τόσο καθώς πρέπει).
Ο πρωθυπουργός τίναξε την μπάγκα λέγοντας (Bloomberg) οτι περιμένει 100 δις ευρώ τα επόμενα 8 χρόνια. Κι αυτό γιατί η κυβέρνηση του νίκησε τον λαϊκισμό, είναι υπέρ των επενδύσεων και κάνει μεταρρυθμίσεις.
Η πορεία της χώρας δεν διδάσκει κάτι τέτοιο. Βεβαίως και αυτή η κυβέρνηση μπορεί να ελπίζει. Παραμένει όμως ερώτημα αν μόνο η μείωση των φόρων και η διαφορετική ρητορική, θα φέρουν τις επενδύσεις. Μια ερώτηση στους παράγοντες της αγοράς σήμερα, θα σας δώσει απαντήσεις.
Η εγκατάλειψη των ψευδαισθήσεων είναι εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας για να προχωρήσει η χώρα. Η συγκεκριμένη κυβέρνηση όμως πρέπει να εγκαταλείψει και τις ιδεολογικές εμμονές της, την πολιτική υστερία, το μίσος κατά των πολιτικών αντιπάλων, εγκαταλείποντας και τα ακροδεξιά αξιώματα που έχει υιοθετήσει.