Την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων δεν πρέπει να την αντιμετωπίζουμε μόνο ως προς τα εμφανή γεγονότα, καθώς υπάρχουν διεργασίες σε πολλά επίπεδα που επιδρούν στην πολιτική ηγετών και κρατών. Αυτό συμβαίνει με ιδιαίτερη μάλιστα ένταση και στην Τουρκία και αυτή την άκρως ενδιαφέρουσα, όσο και επικίνδυνη για την Ελλάδα πτυχή θα αναπτύξουμε.
Είναι κοινό μυστικό στα υπουργεία εξωτερικών πολλών χωρών Δύσης και Ανατολής, ότι ο Ερντογάν, κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2015 έχει δώσει γη και ύδωρ στους στρατιωτικούς, οι οποίοι πρωταγωνιστούν στα νέα δόγματα της Τουρκίας, αυτό της γαλάζιας πατρίδας, των επιθετικών κινήσεων στην Συρία , την πολιτική στην Λιβύη και φυσικά έναντι της Ελλάδας. Το υπουργείο Εξωτερικών έχει υποβαθμιστεί δραματικά και αυτό έχει επιπτώσεις και στην επικοινωνία Αθήνας -Άγκυρας.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας νοιώθει εξαιρετικά ανασφαλής ακόμη. Έχει συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες στο προεδρικό μέγαρο, αλλά και εκεί εμπιστεύεται λίγους. Έλληνες διπλωμάτες αφηγούνται με ένταση ότι παρά τις συνεχείς οχλήσεις τους προς Τούρκους συναδέλφους τους να ξεκινήσουν οι διερευνητικές συνομιλίες για το Αιγαίο εκείνοι δήλωναν απερίφραστα ότι δεν έχουν την παραμικρή ευχέρεια κινήσεων.
Μετά το πραξικόπημα ο Ερντογάν έκανε τον μέχρι τότε αρχηγό ΓΕΕΘΑ Ακάρ υπουργό Άμυνας προκειμένου να ελέγξει το στράτευμα από το φόβο μιας νέας στάσης. Ο Ακάρ ζήτησε να αποφυλακιστούν πολλοί αξιωματικοί, κυρίως κεμαλιστές όπως και έγινε. Σταδιακά όμως αύξησαν την επιρροή τους εις βάρος της διπλωματίας και ανέκτησαν σημαντικά το χαμένο έδαφος. Ο Τούρκος πρόεδρος και φοβόνταν αλλά και τους είχε ανάγκη λόγω του πολέμου στην Συρία.
Σε πολλές πρωτεύουσες της Ευρώπης, αλλά και σε συνομιλίες με Έλληνες , οι Τούρκοι διπλωμάτες ομολογούν ότι δεν έχουν καμία εξουσιοδότηση για κανένα ζήτημα και παραπέμπουν στο προεδρικό μέγαρο. Από το σημείο αυτό, αρχίζουν τα προβλήματα, γιατί η κατάσταση αυτή αντανακλά στην επικοινωνία με την Αθήνα που έχει γίνει πλέον αρκετά περιορισμένη.
Στο πλαίσιο αυτής της μεταφοράς εξουσίας από το τουρκικό υπουργείο εξωτερικών στο υπουργείο άμυνας θα πρέπει να εντάξουμε και την μεταφορά αρμοδιοτήτων ως προς τα ελληνοτουρκικά ΜΟΕ από τα υπουργεία εξωτερικών στα υπουργεία άμυνας, όπου και καθηλώθηκαν.
Η εικόνα αυτή δεν έχει περάσει απαρατήρητη ούτε από την Αθήνα, ούτε από το ΝΑΤΟ, ούτε και από τις διπλωματικές υπηρεσίες τρίτων χωρών. Συχνά Τούρκοι διπλωμάτες αφήνουν σαφώς να εννοηθεί ότι δεν έχουν εντολές να συζητήσουν ειδικά θέματα καθώς οι εντολές όταν φθάνουν, μεταφέρονται από το προεδρικό μέγαρο και όχι από το υπουργείο εξωτερικών.
Διπλωμάτες και ειδικοί αναλυτές στην Αθήνα εκτιμούν ότι η αλληλεξάρτηση μεταξύ Ερντογάν –στρατιωτικών επηρεάζει καθοριστικά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και είναι μια από τις αιτίες όξυνσης. Στον ίδιο προβληματισμό εντάσσονται και εκτιμήσεις ότι είναι πιθανό Τούρκοι στρατιωτικοί και σύμβουλοι , ως ένα βαθμό να τροφοδοτούν την έπαρση του Ερντογάν με πιθανή στόχευση να κάνουν ένα νέο πραξικόπημα μετά από ένα θερμό επεισόδιο με την Ελλάδα. Ο Ερντογάν, όπως λένε οι ίδιες πηγές πιθανότατα δεν θα επανεκλεγεί πρόεδρος καθώς εξασθενεί σημαντικά η επιρροή του στον λαό. Είναι επομένως πιθανό να αντιλαμβάνεται αυτή την πραγματικότητα και ίσως να διαπραγματεύεται μια ήρεμη έξοδο, φοβούμενος πάντα μια βίαιη εκδίκηση των κεμαλιστών ή των γκιουλενιστών.
Εννοείται ότι η τουρκική στρατηγική έναντι της Ελλάδας είναι ενιαία, ωστόσο η ραγδαία όξυνση των τελευταίων μηνών αποδίδεται στην στρατιωτικοποίηση της εξωτερικής πολιτικής και ουσιαστικά στην άρνηση να γίνουν συνομιλίες με την Ελλάδα χωρίς απειλές .
Στην Ελλάδα είναι πιο εκλεπτυσμένες οι διαφωνίες και πιο διαχειρίσιμα τα προβλήματα, αλλά υπάρχουν προβλήματα. Είναι επίσης κοινό μυστικό στην Αθήνα και στους γνωρίζοντας την εικόνα εντός της κυβέρνησης ότι ο υπουργός εξωτερικών Νίκος Δένδιας ενίοτε διαφωνεί με τοποθετήσεις και χειρισμούς του πρωθυπουργού, ενίοτε νοιώθει απομονωμένος από την δράση συμβούλων του Μητσοτάκη και άλλες φορές αισθάνεται ότι η απουσία στρατηγικής στα ελληνοτουρκικά θα στοιχίσει, αργά ή γρήγορα στη χώρα και στον ίδιο φυσικά όπου θα μετακυλιστούν οι ευθύνες για τα όποια λάθη ή αδυναμίες της κυβέρνησης.
Για παράδειγμα, υπηρεσιακοί παράγοντες του ΥΠΕΞ εκφράζουν έντονη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι σύμβουλος του πρωθυπουργού που συνόδευε τον κ. Μητσοτάκη κατά το πρόσφατο ταξίδι στις ΗΠΑ , έκανε κρυφές επαφές με στελέχη του Στέητ Ντηπάρτμεντ και του Λευκού Οίκου ή επιχειρήσεων εν αγνοία του υπουργείου εξωτερικών. Και φυσικά δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν οι διπλωμάτες τι συζήτησε , αν ανέλαβε κάποιες δεσμεύσεις ή αν συμφώνησε ή διαφώνησε σε κάποια ζητήματα. Γιατί όπως επισημαίνουν όλα αυτά δεν είναι προσωπική υπόθεση του καθενός και οι δεσμεύσεις δεν αφορούν τον ίδιο, αλλά τη χώρα.
Ένα ακόμη ζήτημα που ανέκυψε πρόσφατα και επίσης ενόχλησε ήταν μια δήλωση του πρωθυπουργού ότι δέχεται παραπομπή στη Χάγη μόνο για την Ανατολική Μεσόγειο , ουσιαστικά για την οριοθέτηση στην περιοχή του Καστελλόριζου. Η δήλωση αυτή ήταν λάθος γιατί δεν μπορεί η Ελλάδα να απομονώσει το Καστελλόριζο από το Αιγαίο και να οδηγηθεί σε μερική οριοθέτηση γιατί θα είναι καταστροφική για τα ελληνικά συμφέροντα .
Όλα αυτά συνιστούν ένα σοβαρό πρόβλημα διαχείρισης της ελληνοτουρκικής κρίσης σε μια περίοδο που λογικά όλα θα έπρεπε να δουλεύουν ρολόϊ. Η ελληνική κυβέρνηση έχει επενδύσει τα πάντα σε παρέμβαση των ΗΠΑ για να αποφευχθεί μια μεγάλη κρίση, αλλά ο Ερντογάν έχει αποδείξει ότι έχει τον δικό του τρόπο.
Προβληματίζει το που και πως λαμβάνονται οι αποφάσεις, στην Αθήνα, που χαράσσεται η εξωτερική πολιτική και η πολιτική ασφάλειας . Και αν επιβεβαιωθούν οι πληροφορίες ότι εντός του Φεβρουαρίου οι Τούρκοι θα κάνουν τις κινήσεις τους, τότε υπάρχει πρόβλημα. Και παρά τις συνεχείς δηλώσεις περί συναίνεσης και εθνικής ενότητας η πραγματικότητα είναι ότι αυτή δεν υφίσταται. Εθνική ενότητα χωρίς σαφή πολιτική, χωρίς σχέδιο και στρατηγική δεν υπάρχει. Ενότητα στο κενό δεν έχει εφευρεθεί ακόμη .
Και αυτό κάνει την κυβέρνηση, πρώτα τον πρωθυπουργό φυσικά, ευάλωτη. Γιατί η αδυναμία διαχείρισης της κρίσης θα εξελιχθεί σε κρίση σταθερότητας, κάτι που δύσκολα θα αντέξει ο κ. Μητσοτάκης