Τα όσα είπε ο Γιάννης Δραγασάκης στη Βουλή δεν αποτελούν κάποια αποκάλυψη για τον Έλληνα πολίτη. Είναι παγιωμένη η πεποίθηση στην ελληνική κοινωνία ότι κάπου ψηλότερα και κάπου βαθύτερα, τα πάντα ρυθμίζονται προς όφελος όσων έχουν σχέσεις με την εκάστοτε εξουσία. Αυτό που ενόχλησε τον κ. Σταμάτη είναι ότι:
1. Έγινε αναφορά στον πρωθυπουργό, από τον κ. Δραγασάκη: «Πώς δουλεύει σήμερα το σύστημα; Αρκεί ένας ισχυρός επιχειρηματίας, ένας μεγαλοεκδότης, καμιά φορά και μέτριος εκδότης, ένας εφοπλιστής, ένας φίλος του πρωθυπουργού, που μπορεί να πάρει ένα τηλέφωνο και να ακυρωθεί ένας νόμος, να ακυρωθεί ένα πρόστιμο».
2. Ειπώθηκε στην Βουλή άρα έχει εξαιρετικά επίσημο χαρακτήρα και μπορεί να έχει και συνέχεια, η διαπίστωση να γίνει καταγγελία.
Δυστυχώς τα πράγματα ήταν και είναι ακόμα χειρότερα από όπως τα είπε ο κ. Δραγασάκης.
Σ αυτή τη χώρα επί 4 δεκαετίες, το χρήμα μοιραζότανε κυρίως κάτω από το τραπέζι. Πρώτα αποφάσιζαν που, σε ποιους, θα πάει το χρήμα, και μετά αποφάσιζαν πως θα γίνει η μοιρασιά. Κτίζοντας σχολείο, δρόμο, μέσω κάποιας προμήθειας ή ιδιωτικοποίησης κλπ, κλπ. Πολιτικοί και μια συγκεκριμένη οικονομική ελίτ, κανόνιζαν την πορεία του χρήματος εκ των προτέρων. Το κακό ήταν αυτό που ήρθε σταδιακά επί ΠΑΣΟΚ. Ο τρόπος του μοιράσματος του πλούτου κάτω από το τραπέζι και με εκ των προτέρων συμφωνίες, χρησιμοποιήθηκε προς τα κάτω, για τους μικρότερους, για μικρές τοπικές εργολαβίες, για διορισμούς (σε περιπτώσεις έγιναν αποδεκτά ή ξέφυγαν και μη κανονικά προσόντα), για συναλλαγές με το κράτος ή με την τοπική αυτοδιοίκηση. Έτσι γιγαντώθηκε η διαφθορά, έγινε «νόμος» η ανομία. Και τώρα οι πρωταίτιοι έγιναν κατήγοροι, μιλούν για διάχυτη ανηθικότητα των μικρών, τους φταίει η κομμώτρια που δεν έκοβε αποδείξεις, για να δικαιολογήσουν (κρύψουν) την μεγάλη συναλλαγή των δις η οποία και μας οδήγησε στην χρεοκοπία.
Η Βουλή των Ελλήνων επί 4 δεκαετίες ψηφίζει εκατοντάδες τροπολογίες ακόμα και τα μεσάνυκτα. Υπουργοί και υφυπουργοί μετά από τον ανασχηματισμό τους, έφευγαν υπερήφανοι «για το πλούσιο νομοθετικό έργο που άφησαν πίσω τους». Μέτρησε κανείς πόσο στοίχιζε η κάθε τροπολογία; Έβλεπε κανείς ποιος ή ποιοι συγκεκριμένοι έβγαιναν αποκλειστικά ευνοημένοι από τις εκατοντάδες τροπολογίες; Οι τροπολογίες το μόνο που δεν έγραφαν ήταν το ονοματεπώνυμο του εκάστοτε ευνοημένου. Η κατάσταση αυτή είχε και μια άλλη παρενέργεια. Πολυνομία, αντιφατικότητα των νόμων, γραφειοκρατία, χάος, μέσα από το οποίο ευνοημένοι έβγαινε μόνο οι… διαπλεκόμενοι!
Όλο αυτό το ωραίο σύστημα διανομής του πλούτου, χαρακτηρίστηκε με ένα επίσης ωραίο τρόπο από κάποιον που γνωρίζει. Ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που πρώτος μίλησε για ΔΙΑΠΛΟΚΗ. Κανείς δεν τον κάλεσε τότε να πάει στον εισαγγελέα να βρει το δίκιο του.
Όσες φορές το θέμα με αφορμή κάποια επιμέρους περίπτωση έφτασε στον δημόσιο πολιτικό λόγο, η απάντηση ήταν σταθερή: Όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα. Ο Κώστας Σημίτης το είπε κατά κόρο.
Ποια είναι όμως τα στοιχεία για την διαπλοκή; Πόσοι μπορούν να ξέρουν ποιος μίλησε με ποιόν και τι ακριβώς συμφώνησαν για την άλφα ή βήτα δουλειά που θα τρέξει; Τα στοιχεία προκύπτουν συνήθως συμπερασματικά, εκ του αποτελέσματος. Το κακό όμως είχε γίνει. Η δουλειά κλείστηκε , το χρήμα μοιράστηκε, την λυπητερή πληρώνουν οι φορολογούμενοι πολίτες, οι ασφαλισμένοι, όσοι προσπαθούν να επενδύσουν στη βάση των εμφανών κανόνων. Και βεβαίως τα εκατομμύρια των εργαζομένων οι οποίοι δεν έχουν εμπλοκή δεν έχουν καν την δυνατότητα να εμπλακούν στην διανομή του πλούτου και των μεγάλων η μικρότερων ροών του χρήματος.
Σήμερα βεβαίως αυτοί που αντικειμενικά δεν έχουν την δυνατότητα εμπλοκής (διαπλοκής) και οι οποίοι είναι οι πολλοί, αυτοί και μόνον αυτοί κατηγορούνται για ανηθικότητα, ακόμα και με την απίστευτη δικαιολογία ότι ΨΗΦΙΖΑΝ.
Τι δεν κατάλαβαν λοιπόν απ αυτό που είπε ο Γ. Δραγασάκης;