Ο κ. Σημίτης έχει μετακινηθεί από τις αρχές για τις οποίες υποτίθεται εργάστηκε ως πρωθυπουργός, όπως ήταν η επίλυση των διαφορών με τα Σκόπια και την Τουρκία, και έχει διολισθήσει προς τη ρητορική της Ν.Δ., η οποία όμως τον χαρακτήριζε ενδοτικό και αρχιερέα της διαπλοκής
Μοιάζει παράδοξο, αλλά για τα ελληνικά πολιτικά ήθη δεν είναι. Οι πλέον αλαζονικοί πολιτικοί παράγοντες είναι εκείνοι που έχουν καταγράψει κακές επιδόσεις στον χειρισμό μεγάλων θεμάτων, είτε στην εξωτερική πολιτική είτε σε άλλα μείζονα ζητήματα, όπως η χρεοκοπία της χώρας, η διαφθορά, ο οικονομικός παρασιτισμός.
Πρώην πρωθυπουργοί, όπως ο Κώστας Καραμανλής και ο Αντώνης Σαμαράς, είναι οι πλέον χαρακτηριστικές όσο και προκλητικές περιπτώσεις. Ιδιαίτερη περίπτωση όμως είναι ο κ. Σημίτης, γιατί έχει μετακινηθεί από τις αρχές για τις οποίες υποτίθεται εργάστηκε ως πρωθυπουργός, όπως ήταν η επίλυση των διαφορών με τα Σκόπια και την Τουρκία, και έχει διολισθήσει προς τη ρητορική της Ν.Δ., η οποία όμως τον χαρακτήριζε ενδοτικό και αρχιερέα της διαπλοκής.
Ο κ. Σημίτης απέφυγε να δώσει λύσεις βάζοντας το κομματικό - πολιτικό κόστος πάνω από το εθνικό όφελος σε συγκεκριμένα γεγονότα, αλλά σήμερα εμφανίζεται στο πλευρό των άλλοτε επικριτών του. Άγνωστο προς το παρόν αν αυτή η στάση υποκρύπτει προσωπικά ανταλλάγματα.
Στα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής, για πρώτη φορά τίθεται ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης με την Τουρκία με ορίζοντα το 2004 και την πρόβλεψη ότι αν δεν βρεθεί λύση, οι διαφορές μπορούν να οδηγηθούν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Η τότε κυβέρνηση κινήθηκε χωρίς φυσικά να έχει προηγηθεί συνεννόηση με τα άλλα κόμματα. Επειδή είχα καλύψει ακόμη και στις λεπτομέρειές της όλη την προεργασία της συνόδου του Ελσίνκι και βρισκόμουν στη φινλανδική πρωτεύουσα, ο κ. Σημίτης διαπραγματευόταν ερήμην και του κόμματός του, του ΠΑΣΟΚ, τόσο αποφασισμένος ήταν. Στην τελευταία μάλιστα φάση της διαπραγμάτευσης, έδιωξε από την αίθουσα τον τότε ΥΠΕΞ Γιώργο Παπανδρέου και τους συμβούλους του και έμεινε με τον στενό του συνεργάτη Νίκο Θέμελη και τον εξαίρετο διπλωμάτη Αριστείδη Αγαθοκλή με τους οποίους συνεργάστηκε για τις τελικές διατυπώσεις.
Στην Αθήνα όμως το κλίμα ήταν εκρηκτικό, αντίστοιχο του κλίματος που υποδαύλισε η Ν.Δ. για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Με πρόφαση την αναφορά στα συμπεράσματα ότι οι δύο χώρες μπορούσαν να συζητήσουν συνοριακά ζητήματα και συναφή θέματα, ο Πέτρος Μολυβιάτης, που καθόριζε την εξωτερική πολιτική του τότε προέδρου της Ν.Δ. Κώστα Καραμανλή και επιδρά ακόμη και σήμερα καθώς είναι ο εμπνευστής του δόγματος της εθνικής ακινησίας, αντέδρασε στο κείμενο του Ελσίνκι και άφηνε σκληρούς υπαινιγμούς κατά του κ. Σημίτη. Οι ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις όμως άρχισαν και τελικά, λίγο πριν τις εκλογές του 2004 και ενώ οι αντιπροσωπείες της Ελλάδας και της Τουρκίας είχαν καταλήξει σχεδόν σε συμφωνία, ο κ. Σημίτης αρνήθηκε να την αποδεχθεί, εξαιτίας αντιδράσεων του λεγόμενου «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ» και του πολιτικού κόστους, και την παρέπεμψε στην επόμενη κυβέρνηση.
Αλλά επόμενος πρωθυπουργός ήταν ο κ. Καραμανλής. Ο οποίος αποφασίζει μόνος του να ακυρώσει το Ελσίνκι χωρίς να το αντικαταστήσει με ένα άλλο πλαίσιο, αρνούμενος έτσι και την προσφυγή στη Χάγη, που ήταν το μεγάλο όπλο και το οποίο φοβόνταν η Τουρκία. Το 2005 ο Καραμανλής ήταν διαπραγματευτικά απών και χωρίς κανένα αντάλλαγμα ψήφισε υπέρ της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας - Ε.Ε.
Η στιγμή αυτή ήταν κομβική για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Γιατί από την περίοδο εκείνη η Τουρκία αποθρασύνθηκε, κλιμάκωσε την αναθεωρητική της πολιτική, αλλά και την ένταση, και πρόσθεσε νέες διεκδικήσεις στο Αιγαίο.
Ας σημειωθεί επίσης ότι το 2001, μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις των κυβερνήσεων Σημίτη -Γκεοργκίεφσκι, η Ελλάδα και η τότε ΠΓΔΜ φτάνουν κοντά σε συμφωνία, που τελικά δεν επιτυγχάνεται, εξαιτίας του εμφυλίου που ξέσπασε στη Βόρεια Μακεδονία. Φυσικά ο κ. Σημίτης δεν επιδίωξε κοινή θέση των κομμάτων.
Επιτέλους ο κ. Σημίτης τοποθετείται επί της Συμφωνίας των Πρεσπών και την χαρακτηρίζει «μη ικανοποιητική». Κι αυτό, γιατί, όπως ισχυρίστηκε, η Συμφωνία έπρεπε να είναι καρπός μιας «κοινής προσπάθειας, που θα αναζητούσε ευρύτερα αποδεκτές λύσεις, για να αποφευχθούν νέες αντιπαλότητες».
Πρόκειται για ένα αξιοθρήνητο επιχείρημα από έναν πολιτικό που δεν επιδίωξε ποτέ αυτά που σήμερα επικαλείται ως ενδεδειγμένη πολιτική. Η σημερινή κυβέρνηση ανέλαβε το πολιτικό κόστος στο όνομα του εθνικού οφέλους, αλλά ο κ. Σημίτης επικαλείται το κομματικό πλαίσιο αντί του εθνικού. Το ίδιο κάνουν φυσικά και η Ν.Δ. και το ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Με τη στάση του, ο Κ. Σημίτης γίνεται εθελοντής σε μια εκστρατεία της Ν.Δ. κατά της κυβέρνησης, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις αυτής της μετάλλαξής του. Το ίδιο ισχύει και για το ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Η Ελλάδα έχει μπροστά της κρίσιμες για το μέλλον της διαπραγματεύσεις στην Ε.Ε., την ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την Τουρκία, τις ΗΠΑ για τη νέα συμφωνία στρατηγικής συνεργασίας, το ενεργειακό ζήτημα και φυσικά το Κυπριακό. Είναι ίσως μια ιστορική στιγμή από την άποψη ότι η διεθνής ρευστότητα προκαλεί αναταράξεις και απειλεί τη σταθερότητα και τις ισορροπίες. Η Ελλάδα πρέπει τώρα να διαπραγματευθεί με την Τουρκία και μάλιστα εφ' όλης της ύλης, στο πλαίσιο που έθεσαν πρόσφατα Τσίπρας και Ερντογάν.
Είναι εθνικά αναγκαίο να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο και η ΑΟΖ στην ανατολική Μεσόγειο και στο πλαίσιο αυτό να ενταχθεί και η συμφωνία για τα χωρικά ύδατα και τον εναέριο χώρο. Και μάλιστα να πιέσει η Ελλάδα την Τουρκία προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί έχει την ισχύ του διεθνούς δικαίου με το μέρος της.
Αν δεν γίνει αυτό τώρα, στο μέλλον οι συσχετισμοί θα είναι ιδιαίτερα αρνητικοί για τη χώρα μας. Η Τουρκία εξοπλίζεται πέραν των αναγκών της. Ο πληθυσμός της αυξάνεται ραγδαία και οι διάδοχοι του Ερντογάν θα είναι χειρότεροι.
Ας αναλογιστούμε τη χαμένη ευκαιρία μετά το Ελσίνκι. Αν είχε τηρηθεί ο οδικός χάρτης, η Ελλάδα θα απογειωνόταν πολιτικά και οικονομικά, θα αναβάθμιζε πραγματικά τον περιφερειακό ρόλο της και σε συνθήκες διαρκούς ειρήνης θα μπορούσε να αναπτυχθεί σε νέα βάση και να καταστεί ένα πραγματικό ισχυρό κράτος.
Σήμερα, μπορεί η Ελλάδα να υστερεί αριθμητικά και σε εξοπλισμούς, ωστόσο υπερτερεί σε διεθνείς συμμαχίες, που αποτελούν κρίσιμη παράμετρο, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αυτές οι συμμαχίες θα υπάρχουν και στο μέλλον. Είναι μια απόφαση που πρέπει άμεσα να ληφθεί, αν το πολιτικό σύστημα έχει τη βούληση να σχεδιάσει την Ελλάδα ενός ειρηνικού, δημοκρατικού και αναπτυξιακού μέλλοντος. Και αυτό το μέλλον περνά, σε ισχυρό βαθμό, από την επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο κ. Σημίτης (και πολλοί άλλοι) ας δηλώσει αν υπερασπίζεται την υπογραφή του στο Ελσίνκι ή την πολιτική Καραμανλή - Μολυβιάτη και ας το πει δημόσια. Αρκεί να έχει υπόψη του ότι, αν και εφόσον η Ν.Δ. χειριστεί τα μείζονα αυτά ζητήματα, δεν θα έχει μπροστά του τον πατριωτικό ορθολογισμό του ΣΥΡΙΖΑ αλλά τον παραληρηματικό εθνικισμό του Αντώνη Σαμαρά, του Άδωνι Γεωργιάδη και του Μάκη Βορίδη. Και τότε δεν θα φταίνε όλοι αυτοί, αλλά οι άλλοι, όπως ο κ. Σημίτης, που προσποιούνται ότι δεν καταλαβαίνουν.