Πιστή στο δόγμα του ωφελιμισμού και την μακραίωνη πολιτική της παράδοση , η Ιερά Σύνοδος, αποφάσισε ομόφωνα μάλιστα, να αγωνιστεί για την διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος μισθοδοσίας , δηλαδή το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων. Επίσης, αποφάσισε να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την διαπραγματευτική της θέση διευρύνοντας την ατζέντα διαλόγου συμπεριλαμβάνοντας τα ζητήματα των οργανικών θέσεων των κληρικών, την αποζημίωση για την απαλλοτριωθείσα εκκλησιαστική περιουσία πριν το 1939 και τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας μετά το 1952.
Πρόκειται για μια αμιγώς πολιτική απόφαση καθώς η ηγεσία της Εκκλησίας θεωρεί ότι στις εκλογές θα επικρατήσει η ΝΔ , η οποία έχει ήδη τοποθετηθεί κατά των αλλαγών που ήθελε η κυβέρνηση. Λογικά, θα ανέμενε κάποιος από την κυβέρνηση να κινηθεί μονομερώς και να επιβάλλει όσα διακήρυξε επί μήνες . Λαμβάνοντας όμως υπόψη την αδυναμία της να υπερασπιστεί τις πολιτικές και ιδεολογικές διακηρύξεις της, φαντάζει σχεδόν αδύνατο κάτι τέτοιο. Άλλωστε ο πρωθυπουργός κάθε άλλο παρά θέλει μέτωπο με την Εκκλησία . Το αντίθετο μάλιστα. Επί τέσσερα χρόνια, φλέρταρε με τον Αρχιεπίσκοπο και τα αιτήματά του.
Ο Ιερώνυμος ακολουθώντας παρελκυστική τακτική, δήθεν υπό την πίεση της σκληρής πτέρυγας της ιεραρχίας, κέρδιζε χρόνο, μέχρι την στιγμή , τώρα δηλαδή, που θεωρεί ότι μπορεί ανοιχτά και χωρίς κόστος να απορρίψει την συμφωνία που ο ίδιος έκανε με τον πρωθυπουργό. Όσοι αναφέρονταν στις καλές προσωπικές σχέσεις του Αλέξη Τσίπρα με την Ιερώνυμο, δεν κατάλαβαν ποτέ ή δεν ήθελαν να καταλάβουν ότι όλο αυτό το σκηνικό της δήθεν συνεννόησης, επιδρούσε αποκλειστικά υπέρ της Εκκλησίας. Μια αναδρομή στο ιστορικό των αποφάσεων που έχει λάβει η κυβέρνηση την τετραετία διακυβέρνησης της χώρας, αποδεικνύει ότι από αυτή την δήθεν προσωπική σχέση, η Εκκλησία ωφελήθηκε τα μέγιστα, ενώ η κυβέρνηση καθόλου. Ήταν ένα ακόμη μάθημα προς τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση για το πώς διαπραγματεύεται κάποιος και πως κερδίζει, χωρίς να δώσει το παραμικρό.