Ουδέποτε τα τελευταία χρόνια η Τουρκία παρέδωσε ή παρουσίασε στην Ελλάδα επίσημα με την υπογραφή της κυβέρνησής της ή ανεπίσημα οποιονδήποτε χάρτη , με τον οποίο να χαράσσει όρια της υφαλοκρηπίδας της ή της ΑΟΖ.
Πλήθος χαρτών που δημοσιεύεται στον τουρκικό τύπο και αναπαράγονται στα ελληνικά ΜΜΕ και χρονολογούνται από το 2011, όχι μόνο δεν αποτυπώνουν τις θέσεις της Τουρκίας στις επίσημες συνομιλίες με την Ελλάδα στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που ξεκίνησαν το 2001, αλλά ουδείς τους λαμβάνει υπόψη ακόμη και σε άτυπες επαφές μεταξύ διπλωματών. Ωστόσο, πίσω από τους χάρτες αυτούς κρύβεται η νεότερη στρατηγική κρίση που αντιμετωπίζει η Τουρκία με την πολιτική της στο Κυπριακό και την Ανατολική Μεσόγειο καθώς αποτελούν την σπασμωδική αντίδρασή της σε σειρά αρνητικών για την ίδια εξελίξεων.
Η ανακοίνωση της ελληνικής κυβέρνησης για την επέκταση των χωρικών υδάτων, η γεώτρηση της Εχχοn στο οικόπεδο 10, ο ψυχρός πόλεμος Άγκυρας-Καϊρου, η απελπισμένη απόπειρα προσέγγισης της Λιβύης η διπλωματική καθήλωση των σχέσεων με τη χώρα μας , οδηγούν την Άγκυρα σε μια επικίνδυνη ρητορική που βρίσκει απέναντί της την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, προς το παρόν τουλάχιστον.
Σε αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να προστεθεί και η αυξημένη παρουσία αμερικανικών πολεμικών πλοίων, ιπτάμενων ραντάρ που καλύπτον μεγάλη έκταση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, που προφανώς ανησυχεί την Άγκυρα. Επιπρόσθετα, η υπογραφή της συμφωνίας στρατηγικής συνεργασίας Ελλάδας –ΗΠΑ στις 13 Δεκεμβρίου που αποτελεί μια προχωρημένη στρατιωτική, διπλωματική και πολιτική σύμπραξη μεταξύ των δύο χωρών, επιδρούν αρνητικά στον ρόλο και την πολιτική της Τουρκίας στην περιοχή.
Την τελευταία περίοδο και καθώς βρίσκονται σε εξέλιξη πέντε γεωτρήσεις στην Κύπρο και δρομολογείται η κατασκευή του αγωγού East Med, ενώ και η Ελλάδα μπαίνει στον χορό των γεωτρήσεων σταδιακά, η Τουρκία εκδηλώνει όλο και πιο συχνά τα στρατηγικά της αδιέξοδα. Από τη μια , επίσημα με δηλώσεις τους Τούρκοι αξιωματούχοι υποδαυλίζουν την ένταση με την Ελλάδα , από την άλλη όμως αρνούνται την διαπραγμάτευση. Αντί για διάλογο, η Άγκυρα παρουσιάζει χάρτες που στερούνται επιστημονικής αξίας, σύμφωνα με καλά ενημερωμένες διπλωματικές πηγές. Οι χάρτες αυτοί που «εξαφανίζουν» την επήρεια ελληνικών νησιών, μικρών και μεγάλων, δεν παράγουν ούτε νομικά , ούτε διπλωματικά αποτελέσματα, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αλλά αποτελούν μια ιδιότυπη διπλωματία που προσπαθεί να προσελκύσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας, ότι η Τουρκία δεν μπορεί να μείνει έξω από διευθετήσεις στην περιοχή.
Πολλές φορές τα τελευταία χρόνια κατά τις συναντήσεις τους Τσίπρας και Ερντογάν ανακοινώνουν την επανέναρξη των συνομιλιών για το Αιγαίο, ουδέποτε όμως δόθηκε συνέχεια. Η Ελλάδα αρνείται πακέτο διαπραγματεύσεων δηλ. Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η Τουρκία, δεν είναι σαφές τι θέλει.
Η Άγκυρα είναι αυτή που αρνείται να συζητήσει, αλλά και η Αθήνα δεν φλέγεται από επιθυμία. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο να κυριαρχεί ένας εκρηκτικός πολιτικός λόγος, αλλά η διπλωματία να διέρχεται μια παρατεταμένη παγωμένη περίοδο.
Υπό αυτό το πρίσμα, η επίσκεψη Τσίπρα στην Κωνσταντινούπολη περί με τα μέσα Δεκεμβρίου ενδέχεται να είναι κομβική για τις εξελίξεις στις διμερείς σχέσεις. Αν οι δύο ηγέτες αποφασίσουν υπό την πίεση των γεγονότων να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και να υπάρξει συμφωνημένη οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, τότε η εικόνα των εξελίξεων θα αλλάξει ίσως θετικά . Αν η συνάντηση αποτύχει , τότε είναι σίγουρο ότι οι σχέσεις θα επιδεινωθούν, ίσως δραματικά .
Η Ελλάδα φοβάται ότι η Τουρκία ίσως επιχειρήσει να αλλάξει τα δεδομένα προκαλώντας ένα επεισόδιο κοντά στο Καστελλόριζο όπως στα Ίμια και υπό τα νέα δεδομένα ή τετελεσμένα να ζητήσει διαπραγματεύσεις . Είναι ένα σενάριο που θεωρείται παρακινδυνευμένο, ωστόσο η Ελλάδα φυλάει τα ρούχα της και τις βραχονησίδες, συνεπικουρούμενη από αμερικανικές δυνάμεις.
Η Τουρκία ίσως δεν έχει αντιληφθεί ότι, η στρατηγική αναβάθμιση της Ελλάδας στα σχέδια των ΗΠΑ και η συμμετοχή της χώρας σε συνεργασίες με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και βέβαια την Κύπρο, που παίρνουν τον χαρακτήρα άξονα σταδιακά, υποβαθμίζει τον δικό της ρόλο. Ωστόσο ο αποκλεισμός της Τουρκίας από την Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να είναι θετικός για την Ελλάδα και την περιοχή καθώς η Τουρκία λόγω του όγκου της μπορεί να προκαλέσει αποσταθεροποίηση και κυρίως να προκαλέσει κρίση με την Ελλάδα.
Η ευθύνη της Τουρκίας όμως είναι τεράστια. Αντί να συζητά απειλεί, αντί να ομαλοποιήσει τις σχέσεις με τις χώρες της περιοχής προκαλεί με συνέπεια να έχει απέναντί της έναν υπό διαμόρφωση συνασπισμό δυνάμεων που μπορεί να της δημιουργήσει προβλήματα. Αλλά οι εντάσεις και οι άξονες δεν είναι η λύση. Υπάρχει προφανώς η σκέψη να κληθεί και η Τουρκία στα σχήματα συνεργασίας με Κύπρο –Αίγυπτο-Ισραήλ, αλλά οι άλλες χώρες δεν είναι καθόλου θετικές.
Τα ψυχρά μέτωπα με Λιβύη –Ισραήλ
Δεν είναι μόνο η Ελλάδα με την οποία η Τουρκία έχει προβλήματα. Οι σχέσεις με το Ισραήλ όχι μόνο δεν έχουν αποκατασταθεί αλλά είναι το Τελ Αβίβ που πιέζει την Ελλάδα και την ΕΕ να προχωρήσει άμεσα η κατασκευή του East Med. Ψυχρός πόλεμος επικρατεί και μεταξύ Άγκυρας και Καϊρου, μετά την στήριξη της Άγκυρας προς τους Αδελφούς Μουσουλμάνους του Μόρσι με τους οποίους ήθελε να ελέγξει την Αίγυπτο.
Σύμφωνα με πληροφορίες κατά την επίσκεψη του Ακάρ στην Λιβύη , ο Τούρκος υπουργός συναντήθηκε με τον ισλαμιστή πολέμαρχο της Ανατολικής Λιβύης Χαλίφα Χάφταρ που δεν αναγνωρίζει καμία δυτική χώρα και του εμφάνισε τους γνωστούς χάρτες.
Η Δύση αναγνωρίζει τον επικεφαλής της κυβέρνησης εθνικής ενότητας Φάγεζ αλ-Σάρατζ, στον οποίο ασκεί σημαντική επιρροή η Αίγυπτος. Σημειώνεται ότι στην συνάντηση προ ημερών στο Παλέρμο της Ιταλίας ουσιαστικά η Τουρκία εκδιώχθηκε καθώς άλλες χώρες δεν ήθελαν να καθίσουν μαζί της στο ίδιο τραπέζι. Η δήλωση του Τούρκου αντιπροέδρου Φουάτ Οκτάι για αποχώρηση της τουρκικής αντιπροσωπείας ήταν θεατρική. Αυτό το κλίμα προβληματίζει έντονα την Τουρκία , η οποία αντί να διορθώσει την πολιτική της κλιμακώνει την τακτική της έντασης που αυξάνει την απομόνωσή της.
Είναι κατά συνέπεια θέμα χρόνου, ίσως λίγων εβδομάδων ή μηνών να υπάρξουν εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις , όσο και αν οι δύο χώρες δεν τις επιθυμούν.
Το θέμα είναι αν θα επικρατήσει η διπλωματία ή η στρατιωτική λογική.