Σε μια τελευταία προσπάθεια ανάκαμψης και συσπείρωσης του ΣΥΡΙΖΑ , η κυβέρνηση βάζει στο τραπέζι όλα τα θέματα που εν δυνάμει μπορούν να προκαλέσουν την μεγαλύτερη δυνατή πόλωση με τη ΝΔ και ταυτόχρονα να επανασυσπειρώσει το κόμμα.
Δεν είναι όμως εύκολο το εγχείρημα, αλλά ούτε ακατόρθωτο. Από το καλοκαίρι του 2015 μέχρι σήμερα ήταν η μνημονιακή πολιτική που προκάλεσε μεγάλο κύμα φυγής στελεχών , οπαδών και ψηφοφόρων. Το δεύτερο πρόβλημα ήταν η παράταση της διακυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ του Καμμένου μετά τον τερματισμό του μνημονίου τον Αύγουστο του 2018. Το τρίτο πρόβλημα ήταν και είναι, η δεξιά στροφή που αποτυπώθηκε με τον ανασχηματισμό και εξακολουθεί να αποτελεί σοβαρό πρόβλημα ιδεολογικοπολιτικού χαρακτήρα που ενδέχεται να αποδειχθεί και αξεπέραστο για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Στο σύνολό τους, τα τρία αυτά προβλήματα έχουν αφήσει την σφραγίδα τους στην πολιτική πορεία της κυβέρνησης και σίγουρα θα αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και ανάλυσης σε βάθος χρόνου. Προς το παρόν, ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να εξισορροπήσει την αρνητική εικόνα με θετικές πρωτοβουλίες στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά και την προσδοκία ότι η Δικαιοσύνη θα κάνει σωστά τη δουλειά της στην υπόθεση Νοβάρτις. Εξυπακούεται ότι η μη μείωση των συντάξεων θεωρείται από την κυβέρνηση κορυφαίας σημασίας θέμα.
Η κυβέρνηση θα επιδιώξει να προσδώσει τον χαρακτήρα ολικής αντιπαράθεσης με τη ΝΔ με επίκεντρο την συνταγματική αναθεώρηση. Το ίδιο μάλλον θα κάνει και η ΝΔ που δημιουργεί ένα εκρηκτικό επικοινωνιακό κλίμα εις βάρος των δημοσίων πανεπιστημίων για να γίνει ευκολοχώνευτη η θέση της για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Παρά το γεγονός ότι όλοι ήξεραν και όλοι περίμεναν την έναρξη των διαδικασιών για την συνταγματική αναθεώρηση, ως ένα βαθμό τουλάχιστον δείχνουν απροετοίμαστoι για έναν σοβαρό διάλογο. Ας ελπίσουμε ότι στην πορεία θα αλλάξει αυτή η εικόνα, αν και οι ενδείξεις προμηνύουν χειροτέρευση.
Ταυτόχρονα όμως , όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος οδικός χάρτης σχεδιασμένος από κάποιο πρωθυπουργικό ή κομματικό επιτελείο , αλλά είναι ισχυρή η αίσθηση ότι η κυβέρνηση εκδηλώνει τις κινήσεις της με βάση τα γεγονότα. Εδώ και καιρό η κυβέρνηση δεν παράγει πολιτική και προφανώς βρίσκεται σε αδυναμία να γίνει και πάλι η κινηματική δύναμη του 2015. Η συνταγματική αναθεώρηση συζητείται σχεδόν επί μία δεκαετία, είναι γνωστή εξαγγελία, κατά συνέπεια, προκαλεί μειωμένο, προς το παρόν κοινωνικό ενδιαφέρον.
Θα προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στην πορεία λόγω της πόλωσης, είναι όμως αμφίβολο, αν θα υπάρξει κοινός παρανομαστής με την αντιπολίτευση ή θα κλονιστεί από την αρχή η διαδικασία. Η ΝΔ είναι φανερό ότι δεν προσέρχεται με την καλή δυνατή διάθεση για διάλογο, αλλά έρχεται προετοιμασμένη για ρήξη με την κυβέρνηση τοποθετώντας σε δεύτερη μοίρα την αλλαγή του συντάγματος.
Όλα αυτά παρά το γεγονός ότι , οι προτάσεις κυβέρνησης –ΣΥΡΙΖΑ είναι σε μεγάλο βαθμό συμβιβαστικές με την ίδια την ιστορία της αριστεράς και δεν αποτελούν τομές όπως θέλει να τις εμφανίζει ο πρωθυπουργός.
Για παράδειγμα πλήθος πολιτών όλων των παρατάξεων και αριστεροί πολίτες δεν θέλουν απλά εξορθολογισμό, αλλά συνταγματικό διαζύγιο του κράτους με την εκκλησία. Οι ενδιάμεσες λύσεις περί «εξορθολογισμού» ικανοποιούν την εκκλησία που ήδη κρατά χαμηλούς τόνους, όχι όμως και τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ.
Ένα ακόμη παράδειγμα , είναι η συζητούμενη ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του προέδρου της δημοκρατίας, αφού φαίνεται ότι, ευτυχώς, εγκαταλείφθηκε η σκέψη εκλογής προέδρου από τον λαό. Είναι προβληματική η στάση του ΣΥΡΙΖΑ και στο θέμα αυτό, γιατί αυτό που θα περίμεναν οι προοδευτικοί πολίτες δεν είναι η δυαρχία στην κορυφή του πολιτικού συστήματος δηλαδή η ενίσχυση του προέδρου, δίπλα στις ήδη πολύ ισχυρές εξουσίες του πρωθυπουργού. Αυτό που θα προτιμούσαν οι πολίτες είναι η ενίσχυση του κοινοβουλίου, με την εκπόνηση ενός πραγματικά μελετημένου σχεδίου για την εμβάθυνση της δημοκρατίας μέσω της ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων της βουλής, του ισχυρότερου θεσμού της δημοκρατίας, και όχι η ενίσχυση των εξουσιών των προσώπων, του πρωθυπουργού ή του προέδρου. Πέραν αυτών, διάφορες προτάσεις για την θητεία των βουλευτών για αιρετό πρωθυπουργό κλπ είναι θέμα που ναι μεν είναι θετικά δεν έχουν όμως κανένα ειδικότερο κοινωνικό αντίκρισμα . Ως προς το ζήτημα της κατάργησης των διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών είναι ώριμες οι συνθήκες για απόλυτη αλλαγή.
Υπό αυτό το πρίσμα οι κατευθύνσεις των προτάσεων για την αναθεώρηση του συντάγματος, έχουν θετικά στοιχεία , αλλά δεν είναι ούτε ριζοσπαστικές, ούτε επιφέρουν κάποια καινοτομία, ούτε εμβαθύνουν τη δημοκρατία μας- πέραν των θετικών προτάσεων για τα δημοψηφίσματα. Η εμβάθυνση της δημοκρατίας ίσως θα πρέπει να αναδειχθεί σε κορυφαίο ζήτημα , την στιγμή μάλιστα που αυταρχικοί ηγέτες και νεοφασίστες επανακάμπτουν στην Ευρώπη και υπονομεύουν ανοιχτά τη Δημοκρατία.
Υπάρχει φυσικά χρόνος για την κυβέρνηση να βελτιώσει τις θέσεις της, όχι προς την κατεύθυνση συμβιβασμών με τη ΝΔ, αλλά προς την κατεύθυνση εμβάθυνσης της δημοκρατίας, με προσθήκες πάνω σε κρίσιμα ζητήματα βιοηθικής, προστασίας του περιβάλλοντος κλπ.
Για τη ΝΔ δεν τίθεται ζήτημα προβληματισμού, ούτε ποιότητας των θέσεων και των προτάσεών της. Αυτό που θέλει η ΝΔ είναι απλά να χρησιμοποιήσει την διαδικασία αναθεώρησης για να συμπληρώσει την επικοινωνιακή της επιθετικότητα έναντι της κυβέρνησης και να εμποδίσει με κάθε τρόπο την συζήτηση για τα ουσιώδη: δηλαδή για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την προστασία της από τον αγοραίο νεοφιλελευθερισμό, την ενίσχυση των συλλογικών και ατομικών δικαιωμάτων.
Είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει ένταση. Η ΝΔ είναι καθηλωμένη στα ποσοστά της, αλλά αυτό είναι δευτερεύον ζήτημα γιατί για τον Μητσοτάκη αρκεί να είναι πρώτο κόμμα , έστω και με μια ψήφο διαφορά. Το πάθος για εξουσία που διακατέχει τη ΝΔ την οδηγεί σε τεράστια λάθη που πρέπει να αξιοποιήσει ο ΣΥΡΙΖΑ , αν θέλει να επανασυσπειρώσει το κόμμα.
Αν ο Τσίπρας συνεχίσει να θεωρεί δεδομένους τους αριστερούς που εμφορούνται από κομματικό πατριωτισμό και θα επιστρέψουν υπέρ του στην κάλπη, προφανώς τότε έχει αποκοπεί εντελώς από την αριστερά. Αν διαθέτει ακόμη έστω και λίγα από τα στοιχεία που τον διαφοροποιούσαν από τους άλλους πολιτικούς μέχρι το 2015, είναι η στιγμή να κινηθεί ανάλογα.
Ας δει τι συνέβη στο ΠΑΣΟΚ, στο γερμανικό SPD, στο γαλλικό σοσιαλιστικό κόμμα και ας αντιληφθεί ότι οδεύει στο μονοπάτι της ήττας, αν δεν αλλάξει . Όσο είναι ακόμη καιρός…