Την ευρεία στήριξη των ευρωβουλευτών συνάντησε στις 14 Σεπτεμβρίου η Επίτροπος Ανταγωνισμού Vestager, κατά τη διάρκεια συζήτησης στην ολομέλεια την Τετάρτη το απόγευμα, αναφορικά με την ετυμηγορία της Επιτροπής, ότι η Ιρλανδία χορήγησε στην εταιρία Apple Inc. παράνομα φορολογικά πλεονεκτήματα, που της επέτρεψαν να πληρώνει εδώ και αρκετά χρόνια σημαντικά λιγότερο φόρο συγκριτικά με άλλες επιχειρήσεις.
Ορισμένοι βουλευτές επέκριναν την απόφαση της Apple και της Ιρλανδίας να ασκήσουν έφεση κατά της απόφασης για υποχρεωτική ανάκτηση από την Ιρλανδία του ποσού των 13 δισ. ευρώ από διαφυγόντες φόρους και τόκους. Η Επίτροπος Vestager υπογράμμισε ότι η Ιρλανδία και η Apple έχουν δικαίωμα να ασκήσουν έφεση, «αλλά έχουμε πάρει μια σαφή απόφαση και θα την υπερασπιστούμε στο δικαστήριο», συμπλήρωσε η ίδια.
Η Επίτροπος αναφέρθηκε στην ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια γύρω από τα στοιχεία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι δημόσιες, τόνισε η ίδια αναφερόμενη στην πρόσφατη πρόταση της Επιτροπής για την υποχρεωτική αναφορά διαφόρων στοιχείων (αριθμός εργαζομένων, κέρδη και φόροι που καταβάλλονται) για κάθε χώρα στην οποία δραστηριοποιούνται οι εταιρίες αυτές.
Ιστορικό
Η Επιτροπή υπολόγισε ότι η επιλεκτική μεταχείριση από τις ιρλανδικές φορολογικές αρχές επέτρεψαν στην Apple να φορολογηθεί με εταιρικό φορολογικό συντελεστή ύψους 1% επί των κερδών της στην ΕΕ το 2003, ένας συντελεστής που έπεσε στο 0,005% το 2014.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αυτό είναι παράνομο βάσει των ευρωπαϊκών κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, καθώς δίνει στην Apple ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων επιχειρήσεων που υπόκεινται στους ίδιους εθνικούς φορολογικούς κανονισμούς.
Η Επιτροπή αποφάσισε ότι η Ιρλανδία πρέπει τώρα να ανακτήσει τους μη καταβληθέντες φόρους από την Apple για την περίοδο 2003 - 2014. Το ποσό αυτό φθάνει τα 13 δισ. ευρώ, συν τους τόκους. Η Ιρλανδία αντιτίθεται στην απόφαση αυτή.
Η ειδική επιτροπή του Κοινοβουλίου σχετικά με τις φορολογικές αποφάσεις τύπου «tax ruling», η οποία συγκροτήθηκε σε συνέχεια του σκανδάλου «LuxLeaks» το Νοέμβριο του 2014, κατέθεσε ένα μακρύ κατάλογο συστάσεων προκειμένου να καταστεί πιο δίκαιη και διαφανής η εταιρική φορολόγηση στην Ευρώπη.