Πέθανε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ. Τον λόγο έχουν τώρα οι ιστορικοί
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ένας από τους πιο πολυσυζητημένους και αμφιλεγόμενους πολιτικούς του 20ου αιώνα πέθανε στις 30 Αυγούστου σε νοσοκομείο της Μόσχας σε ηλικία 91 ετών, μετά από μακρά ασθένεια, σύμφωνα με ανακοίνωση του νοσοκομείου. Ήταν ο τελευταίος, ο όγδοος ηγέτης της ΕΣΣΔ από το 1985 μέχρι το 1991 και ο άνθρωπος που υπέγραψε την διάλυσή της.
Ο Γκορμπατσόφ προσπάθησε να ανασυγκροτήσει την ΕΣΣΔ, αλλά απέτυχε. Τα πυρά επικεντρώθηκαν σε αυτόν αλλά η ΕΣΣΔ είχε αρχίσει να καταρρέει χρόνια πριν.
Υπήρξε προσωπικότητα που επηρέασε όσοι λίγοι την ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και ένας από τους πιο επιδραστικούς πολιτικούς του 20ου αιώνα. Το πρόγραμμα της περεστρόικα - γκλάσνοστ, απέτυχε και, έπειτα από μια σειρά κομβικών γεγονότων και μία απόπειρα πραξικοπήματος το 1991, επήλθε η οριστική διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, στα τέλη του ίδιου έτους.
Μια ζωή που άλλαξε τον κόσμο και τον 20ο αιώνα
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εφάρμοσε οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ήλπιζε ότι θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο και την παραγωγικότητα των εργαζομένων ως τμήμα του προγράμματος Περεστρόικα (αναδιάρθρωση).
Οργανωμένος από πολύ μικρή ηλικία στο ΚΚΣΕ ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ υπηρέτησε τη χώρα του από πολλές θέσεις, έως ότου βρεθεί, το 1974 στη Μόσχα και γίνει ο Πρώτος Γραμματέας του Ανώτατου Σοβιέτ, ενώ από το 1979 ήταν υποψήφιο μέλος του πολιτικού γραφείου του κόμματος.
Μετά από μια ταραγμένη περίοδο, από τον θάνατο του Λεονίντ Μπρέζνιεφ και τις σύντομες θητείες των Γιούρι Αντροποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, το πολιτικό γραφείο τον εξέλεξε ως Γενικό Γραμματέα και ντε φάκτο επικεφαλής της κυβέρνησης το 1985.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ επιχείρησε να εισάγει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην σοβιετική οικονομία, την εξωτερική πολιτική και κοινωνία, ιδιαίτερα μετά το ατύχημα του Τσερνόμπιλ που άφησε τη χώρα οικονομικά τραυματισμένη και βαρύτατα εκτεθειμένη στη διεθνή κοινή γνώμη.
Απέσυρε τη χώρα του από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και ξεκίνησε σειρά επαφών με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ρόναλντ Ρήγκαν, για τον περιορισμό της κούρσας πυρηνικών και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου.
Οι μεταρρυθμίσεις του στο πλαίσιο της περεστρόικα γκλάσνοστ επιχείρησαν να φέρουν περισσότερη ελευθερία του λόγου στη χώρα, εκδημοκρατισμό, διαφάνεια, αλλά και τομές για να βοηθήσουν την οικονομία της χώρας που έδειχνε σημάδια κατάρρευσης.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να επέμβει στρατιωτικά σε χώρες του ανατολικού μπλοκ που εγκατέλειψαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 την μαρξιστική – λενινιστική διακυβέρνηση, ενώ ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος με απόπειρα πραξικοπήματος το 1991. Μπορεί να επιβίωσε πολιτικά, ωστόσο, είχε σημάνει η αρχή του τέλους για την ΕΣΣΔ. Η θέση του ήταν αποδυναμωμένη στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ με τους εθνικισμούς να βρίσκονται σε άνοδο, άρχισαν να εγκαταλείπουν η μία μετά την άλλη την ΕΣΣΔ και στα τέλη του 1991 Ρωσία, Λευκορωσία και Ουκρανία αποφάσισαν να ιδρύσουν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών. Τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ο Γκορμπατσόφ παραιτήθηκε και την επόμενη ημέρα κηρύχθηκε κι επισήμως η διάλυση της ΕΣΣΔ.
Ο ίδιος συνέχισε να έχει πολιτική δράση στο νέο, αλλά γεμάτο τρομακτικά προβλήματα κράτος, ενώ τήρησε επικριτική στάση απέναντι στους Ρώσους προέδρους Μπάρις Γέλτσιν και Βλαντιμίρ Πούτιν. Η τελευταία βαρυσήμαντη παρέμβασή του ήρθε στις 26 Φεβρουαρίου, δύο ημέρες μετά την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όταν το ίδρυμα Γκορμπατσόφ εξέδωσε ανακοίνωση ζητώντας τον άμεσο τερματισμό των εχθροπραξιών και την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.
Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ θεωρείται κομβική προσωπικότητα για τα κοσμογονικά γεγονότα στα τέλη του 20ου αιώνα, έχει λάβει διακρίσεις και αναγνώριση από τη Δύση (και το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης του 1990), ωστόσο ο ρόλος του στη Ρωσία αντιμετωπίζεται με κριτική και σκεπτικισμό, καθώς κατηγορείται ότι με τις πράξεις του επιτάχυνε τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, αφήνοντας τη Ρωσία κατεστραμμένη και απομονωμένη σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολλοί Ρώσοι δεν συγχώρησαν ποτέ στον Γκορμπατσόφ την αναταραχή που προκάλεσαν οι μεταρρυθμίσεις του, θεωρώντας πως η επακόλουθη υποβάθμιση του βιοτικού τους επιπέδου ήταν ένα «πολύ υψηλό τίμημα» που κλήθηκαν να πληρώσουν για τον «εκδημοκρατισμό"