Τη μάχη για τη ζωή έχασε το απόγευμα της Παρασκευής, ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Δημήτρης Χριστόφιας, ύστερα από μακρά δοκιμασία της υγείας του λόγω αναπνευστικών προβλημάτων. Ο Δημήτρης Χριστόφιας είχε εκλεγεί στο ύπατο αξίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας την 24η Φεβρουαρίου 2008, ενώ ήταν ο πρώτος Πρόεδρος ο οποίος προερχόταν από τον αριστερό χώρο, φθάνοντας πλέον στην κορύφωση μιας μακράς διαδρομής που ξεκίνησε από τα 14 του χρόνια, όταν έγινε μέλος της Παγκύπριας Ενιαίας Οργάνωσης Μαθητών (ΠΕΟΜ) ή ακόμα και πιο νωρίς, όταν 10χρονο αγόρι, ακόμη, έψηνε καφέδες στο καφενείο του πατέρα του και γινόταν δέκτης πολιτικών συζητήσεων σε μια δύσκολη και ταραγμένη περίοδο για το αριστερό κίνημα.
Τότε, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το μέλλον του μικρού και αργότερα έφηβου Δημήτρη, ο οποίος είχε επιλεγεί ως ο καταλληλότερος για να προσφωνήσει, σε μια παγκοινοτική συγκέντρωση που έγινε στο χωριό του, τον τότε Γενικό Γραμματέα του ΑΚΕΛ, αείμνηστο Εζεκία Παπαϊωάννου. Ούτε μπορούσε να προβλέψει ότι θα ήταν εκείνος, ο οποίος θα τον διαδεχόταν μερικά χρόνια αργότερα στο ύπατο αξίωμα του αριστερού κινήματος και πολύ περισσότερο, ότι θα κατακτούσε το ύπατο αξίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο Δημήτρης Χριστόφιας γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1946 στο Κάτω Δίκωμο της επαρχίας Κερύνειας. Ήταν το μοναδικό αγόρι μεταξύ τεσσάρων μικρότερων κοριτσιών του Χριστοφή και της Άννας, οι οποίοι με τα λιγοστά που είχαν, μεγάλωσαν σε αξιοπρεπείς συνθήκες την πολυμελή οικογένειά τους. Για κάποια χρόνια, ήταν γραμμένος στα ληξιαρχικά βιβλία ως «Δημήτρης Δημητρίου», αλλά κάποια στιγμή αποφάσισε και το άλλαξε κάνοντας ένορκο δήλωση, αντικαθιστώντας το με το ονοματεπώνυμο που έγινε αργότερα γνωστός. Ο λόγος; Όπως εξήγησε ο ίδιος σε συνέντευξη που παραχώρησε στον «Φ» και την Αντιγόνη Δρουσιώτου, στις 10 Φεβρουαρίου 2008, οι συγχωριανοί του είχαν δώσει στον πατέρα του το παρατσούκλι «Χριστόφιας», εξαιτίας του έντονου τρόπου με τον οποίο συζητούσε. «Μου άρεσε και το καθιέρωσα». Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, με στερήσεις, αλλά τα θυμάται με αγάπη και νοσταλγία, γιατί ήταν εκείνα που ατσάλωσαν τη θέληση και την αγωνιστικότητά του.
Μπορεί, όμως, ο Δημήτρης Χριστόφιας να στερήθηκε πράγματα που άλλοι συνομήλικοί του ίσως να είχαν δεδομένα και να μπήκε στη βιοπάλη από πολύ μικρός, αλλά έζησε αξιοπρεπή παιδικά χρόνια, ακόμα και με γυμνά πόδια ή κομματιασμένα ρούχα.
Ο πατέρας του ήταν οικοδόμος και παράλληλα δούλευε το καφενείο στη συντεχνία της ΠΕΟ. Εκεί, ο μικρός Δημήτρης δέχθηκε τα πρώτα πολιτικά ερεθίσματα που ίσως να έκριναν και τη μετέπειτα πορεία του. Φτιάχνοντας καφέδες, ή σφουγγαρίζοντας και καθαρίζοντας μέχρι αργά το καφενείο, γινόταν κοινωνός των πολιτικών δρώμενων και συζητήσεων εκείνης της εποχής. Στα 12 του χρόνια, μοίραζε στο χωριό την εφημερίδα «Χαραυγή», αλλά φρόντιζε και να τη διαβάζει. Αργότερα, συνέχισε με την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, τα οποία έβρισκε σε αφθονία στη βιβλιοθήκη του Αθλητικού Μορφωτικού Συλλόγου Αχιλλέας Δικώμου.
Τα χρόνια περνούσαν και η ανάμειξή του με το πολιτικό γίγνεσθαι, γινόταν πιο ενεργός και έντονη, χωρίς να βάζει στο περιθώριο το σχολείο. Όπως, βέβαια, παραδέχεται ο ίδιος δεν ήταν άριστος μαθητής. Σε ηλικία 14 χρόνων έγινε μέλος της Παγκύπριας Ενιαίας Οργάνωσης Μαθητών (ΠΕΟΜ), το 1964 έγινε μέλος του ΑΚΕΛ, της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας (ΠΕΟ) και της Ενιαίας Δημοκρατικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΔΟΝ). Το 1969, στο 5ο Συνέδριο της ΕΔΟΝ, εξελέγη μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Οργάνωσης. Την ίδια χρονιά, φεύγει για τη Μόσχα για σπουδές στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Μόσχας και επέστρεψε ως διδάκτωρ ιστορικών επιστημών της Ακαδημίας Κοινωνικών Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης. Την ευκαιρία να σπουδάσει την οφείλει στον Εζεκία Παπαϊωάννου, καθώς ήταν ο άνθρωπος ο οποίος τον ξεχώρισε σ’ εκείνη την παγκοινοτική συγκέντρωση στο Κάτω Δίκωμο και του άνοιξε τους ορίζοντες για ένα καλύτερο μέλλον. Το 1974 ολοκλήρωσε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Κύπρο, οπόταν και προσελήφθη στην ΕΔΟΝ, της οποίας εξελέγη κεντρικός οργανωτικός γραμματέας. Το 1977 εξελέγη γενικός γραμματέας της οργάνωσης, θέση την οποία κατείχε μέχρι και το 1987. Το 1976 εξελέγη μέλος της Επαρχιακής Επιτροπής ΑΚΕΛ Λευκωσίας-Κερύνειας, το 1982 μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, το 1986 μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής και το 1987 μέλος της Γραμματείας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος. Μετά το θάνατο του Γενικού Γραμματέα του ΑΚΕΛ, Εζεκία Παπαϊωάννου, στις 10 Απριλίου 1988, το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος τον όρισε προσωρινό Γενικό Γραμματέα. Στις 22 Απριλίου 1988 η ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής τον εξέλεξε Γενικό Γραμματέα της, αξίωμα στο οποίο επανεξελέγη άλλες τέσσερις φορές, το 1990, το 1995, το 2000 και το 2005.
Ως Γενικός Γραμματέας του ΑΚΕΛ, είναι μέλος του Εθνικού Συμβουλίου. Από το 1991 εκλέγεται βουλευτής εκλογικής περιφέρειας Κερύνειας, ενώ το 2001 εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, αξίωμα στο οποίο επανεξελέγη τον Ιούνιο του 2006. Το 2004 αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Οικονομικών και Πολιτικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Ο τέως Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας παντρεύτηκε το 1972 (20 Αυγούστου) με την Έλση το γένος Χηράτου, από τη Λεμεσό. Η γνωριμία τους έγινε στη Μόσχα, στη διάρκεια των σπουδών τους. Ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος και τους οδήγησε στα σκαλιά της εκκλησίας του Δικώμου και στη γέννηση τριών παιδιών, της Μαριάννας, της Χριστίνας και του Χρίστου. «Μαζί της μοιράζομαι χαρές και λύπες για 30 χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα. Υπάρχει μια αλληλοστήριξη, συμπαράσταση και πρέπει να πω ότι της οφείλω περισσότερα από ό,τι μου οφείλει εκείνη», είχε πει σε συνέντευξή του στον «Φ». Το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 βρίσκει το ζευγάρι στο Δίκωμο. Μόλις είχαν αποκτήσει το πρώτο τους παιδί, το οποίο ήταν μόλις 40 ημερών. Έφυγαν από το Δίκωμο με το αυτοκίνητό τους για τη Λευκωσία, όπου ο Δημήτρης Χριστόφιας ήθελε να έρθει για να αντισταθεί κατά του πραξικοπήματος.