Σε κατάσταση πανικού βρίσκεται το Σίτι του Λονδίνου ενόψει των εκλογών που θα γίνουν το Μάρτιο στην Αγγλία. Ήδη άρχισαν οι επιχειρήσεις προπαγάνδας κατά των Εργατικών και του Κόρμπι που έχουν στραφεί ανοιχτά κατά της τραπεζοκρατίας. Η ίδια η Morgan Stanley προειδοποιεί για τα « δεινά» που περιμένουν τους τραπεζίτες . Οι προειδοποιήσεις συμπυκνώνονται στα εξής: «Ξεχάστε το Brexit. Μην ασχολείστε με την έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Αυτά είναι μικροπράγματα, μια μικρή «βόλτα στο πάρκο» όπως λένε οι Αγγλοι. Αυτό που φοβάται πραγματικά το Σίτι, αυτό που χαλάει τον ύπνο των χρηματιστών, αυτό που θα μπορούσε να προκαλέσει τη φυγή των πλουσίων, είναι μια απειλή που μοιάζει να έρχεται κατευθείαν από τη δεκαετία του 70: «ο φόβος των κόκκινων».
Η προοπτική της ανάληψης της εξουσίας από τον ηγέτη των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν, που θα έστρεφε τη Βρετανία προς τα αριστερά, λαμβάνεται πλέον πολύ σοβαρά υπόψη. Οι υποσχέσεις του να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες, να ξεκινήσει ένα πρόγραμμα εθνικοποιήσεων και να αυξήσει τους φόρους, τρομάζουν. Η επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, καθώς και φόρου 50% στα υψηλά εισοδήματα (άνω των 140.000 ευρώ τον χρόνο), φαίνεται ξαφνικά να είναι μια ρεαλιστική προοπτική.
Χαρακτηριστική είναι η φράση που είπε πρόσφατα ένας διαχειριστής της περιουσίας 20 πλουσίων της Βρετανίας: «Το Brexit δεν τους αρέσει, αλλά δεν αλλάζει πολλά πράγματα γιαυτούς. Αν, αντίθετα, νικήσει ο Κόρμπιν, θα ετοιμάσουν τις βαλίτσες τους».
Στις 29 Νοεμβρίου, οι αναλυτές της Morgan Stanley άκουσαν να χτυπά το δικό τους καμπανάκι. Η αμερικανική τράπεζα ετοίμαζε τις οικονομικές της προβλέψεις για τον επόμενο χρόνο. Όλα κυλούσαν ήρεμα, σε μια καταθλιπτική αίθουσα όπως πάντα, χωρίς παράθυρα, με ένα τεράστιο ξύλινο τραπέζι και μια γιγαντιαία οθόνη πλάσμα στον τοίχο. Οι δημοσιογράφοι έκαναν ερωτήσεις για το Brexit. Και τότε πήρε τον λόγο ο Γκρέιαμ Σέκερ, ειδικός για ευρωπαϊκά θέματα:
«Αυτό που με ανησυχεί πραγματικά δεν είναι το Brexit», είπε, «αλλά το ενδεχόμενο κυβερνητικής αλλαγής. Θα ήταν η σημαντικότερη πολιτική στροφή μετά τη δεκαετία του 70. Ειλικρινά, δεν νομίζω πως υπάρχει ούτε μια επιχείρηση για την οποία η εκλογή του Τζέρεμι Κόρμπιν θα ήταν θετική».
Από τότε που ανέλαβε την εξουσία η Μάργκαρετ Θάτσερ, το 1979, οι βρετανικές κυβερνήσεις ακολουθούν λίγο-πολύ μια κοινή οικονομική πολιτική. Η Εργατική δεκαετία των Τόνι Μπλερ και Γκόρντον Μπράουν (1997-2010) δεν αμφισβήτησε τις θεμελιώδεις επιλογές του Κράτους. Η παρέμβαση των αγορών - στα τρένα, στον ηλεκτρισμό, στην υγεία κρινόταν πάντα θετική. Το laisser-faireείχε αναδειχθεί σε θεμελιώδη αρχή. Η κρίση του 2008 δεν προκάλεσε μεγάλη αλλαγή, αφού έφερε στην εξουσία τον Ντέιβιντ Κάμερον και το πρόγραμμα λιτότητάς του.
Σε αυτό το πλαίσιο της «μονόδρομης σκέψης» (αν και πάντα υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα), η ανάληψη της ηγεσίας των Εργατικών από τον Τζέρεμι Κόρμπιν προκάλεσε αρχικά τη χλεύη. Ο παλιoμοδίτης αρχηγός, που δεν αισθανόταν καθόλου άνετα στα μέσα ενημέρωσης, δεν είχε καμιά τύχη, έλεγαν ομόφωνα οι παρατηρητές (ημών περιλαμβανομένων, πρέπει να παραδεχθούμε). Οι βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου έδειξαν ότι αυτή η ιδέα ήταν λανθασμένη. Οι Εργατικοί έλαβαν 42%, οι Τόρις 45,5%. Οι τελευταίοι κέρδισαν, αλλά χωρίς απόλυτη πλειοψηφία. Και ο πολιτικός με τα άσπρα γένια έφτασε στην πόρτα της εξουσίας.