Τις γνωστές δεσμεύσεις, ότι δηλαδή θα ενεργοποιηθεί ο κόφτης στις συντάξεις σε περίπτωση που διαπιστωθεί από τους δημοσιονομικούς στόχους, επαναλαμβάνει η επιστολή Τσακαλώτου που δόθηκε στη δημοσιότητα , προς τους δανειστές, κλείνοντας έτσι αναίμακτα την υπόθεση του έκτακτου επιδόματος στους συνταξιούχους. Κρίση, όπως είχε προβλεφθεί δεν υπήρξε. Ωστόσο το θέμα της δεύτερης αξιολόγησης παραμένει ανοιχτό και ο προβληματισμός αυξάνεται. Οι προβλέψεις για κλείσιμο της αξιολόγησης, από τέλος Γενάρη που προέβλεψε ο Επίτροπος Μοσκοβισί, μέχρι τέλος Μαρτίου που προβλέπουν οι σύμμαχοι του Σόιμπλε, αφήνουν πολλά περιθώρια ερμηνειών για τις πολιτικές εξελίξεις.
Η κυβέρνηση δεν πετυχαίνει τον στόχο της να είχε κλείσει η αξιολόγηση μέχρι τα Χριστούγεννα, αλλά πέραν αυτού . υπάρχει μια αμηχανία στο τρίγωνο, Αθήνα, ΔΝΤ και Βρυξέλλες που προκαλεί και σύγχυση ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους. Η Αθήνα δεν έχει καμία διάθεση να προκαλέσει εκλογές, εκτός και αν αυτές καταστούν αναπόφευκτες, αλλά τα περιθώρια ελιγμών σε αυτή την περίπτωση είναι μικρά. Είναι αμφίβολο αν η ΝΔ θέλει από την πλευρά της εκλογές γιατί όλα τα θέματα είναι ανοιχτά και η ικανότητά της να τα διαχειριστεί προκαλεί έντονο προβληματισμό.
Η επιστολή του Ευκλείδη Τσακαλώτου έχει ως εξής:
«Σε απάντηση της προκαταρκτικής αξιολόγησης των θεσμών για το επίδομα για τις συντάξεις και τον ΦΠΑ που ψηφίστηκαν από την ελληνική Βουλή και εφαρμόστηκαν από τις ελληνικές αρχές αλλά και τις απόψεις που εκφράστηκαν στην έκτακτη τηλεδιάσκεψη του Eurogroup στις 20 Δεκεμβρίου, θα ήθελα να καταστήσω σαφές τα ακόλουθα:
Σε ό,τι αφορά το μέτρο για τις συντάξεις, παρακαλώ να σημειωθεί ότι τόσο ο πρωθυπουργός όσο και εγώ ο ίδιος καταστήσαμε δημοσίως ξεκάθαρο, και θα συνεχίσουμε να το πράττουμε, ότι πρόκειται για ένα εφάπαξ ποσό που δεν θα έχει μόνιμη επίδραση στην πρόσφατη μεταρρύθμιση για τις συντάξεις. Σχετικά με την προσωρινή αναστολή της αύξησης του ΦΠΑ στα νησιά για συγκεκριμένα νησιά του Αιγαίου το μέτρο θα εφαρμοστεί μόνο για το 2017 και χρηματοδοτείται πλήρως από τον προϋπολογισμό του 2017.
Οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται πλήρως να ακολουθήσουν το δημοσιονομικό πλαίσιο που έχει συμφωνηθεί και που βασίζεται στους στόχους για πρωτογενές πλεόνασμα 0,5%, 1,75% και 3,5% για το 2016, 2017 και 2018 αντίστοιχα. Οι ελληνικές αρχές θα ενεργοποιήσουν τον «δημοσιονομικό κόφτη» που θεσμοτήθηκε στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης όπως προβλέπεται στο νόμο 4389/16, σε περίπτωση που τα αποτελέσματα που θα επικυρωθούν από την Eurostat αποδεικνύουν ότι δεν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι.
Ειδικότερα, σε περίπτωση που τα δημοσιονομικά μεγέθη για το 2016 δεν ανταποκρίνονται στον συμφωνηθέντα στόχο, κάτι που θεωρούμε εξαιρετικά απίθανο, οι ελληνικές αρχές δεσμεύονται να λάβουν αντισταθμιστικά μέτρα σε ότι αφορά τις δαπάνες για τις συντάξεις, ώστε να καλυφθεί η διαφορά ανάμεσα στο αποτέλεσμα και τον δημοσιονομικό στόχο για το 2016.
Επί της διαδικασίας, αναγνωρίζω ότι μέτρα με δημοσιονομικές συνέπειες πρέπει να συζητηθούν και να συμφωνηθούν με τους θεσμούς, σε συμμόρφωση με τις μνημονιακές μας υποχρεώσεις. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση διαρκούς υπεραπόδοσης, σε σύγκριση με τους στόχους που έχουν τεθεί από το πρόγραμμα, εφόσον επιβεβαιωθούν από τις ετήσιες αναφορές για τον προϋπολογισμό της Eurostat, οι ελληνικές αρχές θα συμφωνούν με τους θεσμούς, στο πλαίσιο των αξιολογήσεων, για την αξιοποίηση αυτού του οικονομικού περιθωρίου.
Αναγνωρίζουμε ότι όποιο διαθέσιμο πλεόνασμα μπορεί να αξιοποιηθεί σε στοχευμένα μέτρα για την ενίσχυση της κοινωνικής προστασίας (ειδικά για τα προγράμματα κοινωνικής αλληλεγγύης) και/ή για την ελάφρυνση των φορολογικών βαρών που έχουν επέλθει σε εφαρμογή των μνημονιακών υποχρεώσεων. Διαφορετικά, θα χρησιμοποιούμε το πλεόνασμα ώστε να δημιουργούμε αποθέματα ρευστών ή/και να περιορίζουμε τα ληξιπρόθεσμα.
Οι ελληνικές αρχές αναγνωρίζουν πλήρως ότι οι δηλώσεις του Eurogroup της 25ης Μαϊου και της 5ης Δεκεμβρίου έχουν ως προϋπόθεση τη συνεχή συμμόρφωση με τις μνημονιακές μας υποχρεώσεις.
Ελπίζω πως αυτές οι διευκρινίσεις καθησυχάζουν το Eurogroup σχετικά με την απόλυτη δέσμευσή μας να τηρήσουμε τις υποχρεώσεις μας όπως πηγάζουν από το Μνημόνιο, τόσο ως προς την ουσία όσο και ως προς τις διαδικασίες συνεργασίας με τους εταίρους μας».