Ένα πλήρη οδηγό για τις πολλές πτυχές του επίκαιρου και πολυσυζητημένου, λόγω Brexit, άρθρου 50 της Συνθήκης της ΕΕ επιχειρεί να παρουσιάσει στο Euractiv ο Andrew Duff, πρώην ευρωβουλευτής του ΗΒ και εξέχον μέλος της οικογένειας των ευρωπαίων Φιλελευθέρων και Δημοκρατών (ALDE) . Ο αρθρογράφος καταρχήν επισημαίνει ότι η ανάγκη θέσπισης ενός άρθρου που θα επέτρεπε την αποχώρηση οποιουσδήποτε κράτους μέλους εκδήλωνε μια τέτοια επιθυμία αναγνωρίστηκε, κατά τη σύναψη της Συνταγματικής Συνθήκης (2003) και αργότερα της Συνθήκης της Λισαβόνας (2007), τόσο από τους φεντεραλιστές όσο και από τους αντιπάλους τους, μια και με αυτόν τον τρόπο θα διασφαλιζόταν η μη απότομη αποπομπή του. Ο αποσπασματικός δε χαρακτήρας του, συνεχίζει ο συντάκτης, οφείλεται στο γεγονός ότι κανένας δεν περίμενε ποτέ ότι θα καταστεί πραγματικά αναγκαία η χρησιμοποίησή του, για αυτό και είναι υψίστης σημασίας να αποσαφηνιστούν οι βασικές αρχές του.
Πιο συγκεκριμένα, το άρθρο 50(1) αναφέρει ότι οποιοδήποτε κ-μ μπορεί να λάβει την απόφαση να αποχωρήσει από την Ένωση τηρώντας τις δικές του συνταγματικές επιταγές. Στην περίπτωση αυτή το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο μπορεί να κληθεί να πιστοποιήσει ότι η χώρα έπραξε σύμφωνα με τις συνταγματικές διατάξεις. Όσον αφορά λοιπόν τη Μεγάλη Βρετανία, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα εξετάσει την Πράξη Νομοθετικού Περιεχόμενου του 2015 σχετικά με το δημοψήφισμα (British EU Referendum Act2015), η οποία δεν προβλέπει όριο προσέλευσης ούτε ότι είναι απαραίτητη η έγκριση του βρετανικού Κοινοβουλίου και, από τη στιγμή που δεν υπήρξαν ούτε καταγγελίες για εκλογική νοθεία, θα αναγνωρίσει ότι ο Βρετανός Πρωθυπουργός έχει την εξουσία να ενεργοποιήσει το άρθρο 50 όταν και εφόσον το θεωρήσει σκόπιμο.
Το άρθρο 50(2) προβλέπει ότι ένα κ-μ που αποφασίζει να αποχωρήσει, θα πρέπει να γνωστοποιήσει την πρόθεσή του στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Ύστερα, θα λάβουν χώρα διαπραγματεύσεις προς την κατεύθυνση σύναψης μιας συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του εν λόγω κ-μ. σχετικά με τη διαδικασία αποχώρησης, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη και το πλαίσιο των μελλοντικών σχέσεων με την ΕΕ, ενώ η συμφωνία αυτή θα πρέπει να ολοκληρωθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με ειδική πλειοψηφία, αφού πρώτα έχει εξασφαλιστεί η συναίνεση του Ευρωκοινοβουλίου.
Η συμφωνία αποχώρησης καταρχήν θα πρέπει να διευθετήσει ένα μεγάλο αριθμό καθαρά τεχνικών ζητημάτων, όπως:
-Την παύση των εισφορών του ΗΒ στην ΕΕ και αντίστοιχα των εσόδων του από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων των επιδοτούμενων προγραμμάτων της ΕΕ.
-Τα κεκτημένα δικαιώματα των Βρετανών που κατοικούν σε άλλα Ευρωπαϊκά κράτη, καθώς και των υπηκόων άλλων κ-μ που διαμένουν στη Μεγάλη Βρετανία.
-Τη διαχείριση της αποχώρησης των Βρετανών δημοσίων υπαλλήλων που εργάζονται στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς.
-Την προετοιμασία για την αποχώρηση των Βρετανών μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, της Επιτροπής Περιφερειών, της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής κ.α.
-Τη μετεγκατάσταση Ευρωπαϊκών οργάνων που βρίσκονται στη Μεγάλη Βρετανία σε άλλα κράτη μέλη.
-Τη διακοπή της στρατιωτικής εμπλοκής του ΗΒ στις κοινές αποστολές ασφάλειας και άμυνας, καθώς και την απόσυρση της βρετανικής αστυνομίας από τη Europol και την παύση συμμετοχής στη FRONTEX.
-Τη θέσπιση νέας μορφής συνοριακών ελέγχων τουλάχιστον στα χερσαία σύνορα με τη Βόρειο Ιρλανδία και το Γιβραλτάρ.
Από την άλλη μεριά, υπογραμμίζει ο αρθρογράφος, το μελλοντικό πλαίσιο των σχέσεων με την ΕΕ μπορεί να αφορά τον καθορισμό των στόχων μιας εμπορικής σχέσης μεταξύ ΗΒ και ΕΕ, η οποία θα πρέπει, ωστόσο, να τεθεί υπό πλήρη διαπραγμάτευση όχι σύμφωνα με το άρθρο 50 αλλά με τα άρθρα 216 ή 217 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ, μία διαπραγμάτευση ξεχωριστή και μεταγενέστερη αυτής της αποχώρησης, η οποία από μόνη της θα είναι ούτως ή άλλως περίπλοκη και οδυνηρή. Η ΕΕ θα πρέπει να αναδιαμορφώσει τον προϋπολογισμό της και να προσαρμόσει τα ευρωπαϊκά όργανα στη νέα πραγματικότητα, ενώ το ΗΒ από τη μεριά του θα εμπλακεί για χρόνια σε μια διαδικασία επανεξέτασης όλων των νόμων που θεσπίστηκαν στο παρελθόν και εναρμόνιζαν την εθνική νομοθεσία με την ευρωπαϊκή.
Όσον αφορά το ποιος θα ηγηθεί της διαδικασίας από πλευράς της ΕΕ, ο συντάκτης κάνει σαφές ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα εξουσιοδοτήσει την Επιτροπή να προχωρήσει σε όλες τις λεπτομερείς εργασίες.
Το άρθρο 50(3) προβλέπει ότι οι Συνθήκες παύουν να εφαρμόζονται στο εν λόγω κ-μ από την ημερομηνία που τίθεται σε ισχύ η συμφωνία αποχώρησης ή δύο χρόνια μετά τη γνωστοποίηση της πρόθεσης εξόδου (όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2). Η επιβολή αυτής της χρονικής περιόδου αποβλέπει σε δύο κύριους στόχους. Αφενός εμποδίζει τη μακρόχρονη αναβλητικότητα από μεριάς της ΜΒ και αφετέρου της δίνει μία χρονική ανάσα και ενδεχομένως τη δυνατότητα να ανακαλέσει την απόφασή της να αποχωρήσει. Η χρονική αυτή περίοδος των δύο(2) ετών μπορεί να παραταθεί ύστερα από ομόφωνη απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου σε συμφωνία με το ενδιαφερόμενο κ-μ.
Το άρθρο 50(4) αναφέρει ότι το κ-μ που έχει εκδηλώσει επιθυμία αποχώρησης δεν έχει δικαίωμα να παρευρίσκεται και να συμμετέχει στις συζητήσεις και στις αποφάσεις του Συμβουλίου, ενώ το 50 (5) προβλέπει ότι ένα κράτος που έχει εγκαταλείψει την Ένωση και επιθυμεί την εκ νέου ενσωμάτωσή του σε αυτή θα πρέπει να ακολουθήσει τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 49 της Συνθήκης.
Ολοκληρώνοντας, ο αρθρογράφος σημειώνει ότι κύριος στόχος της ΕΕ είναι η διατήρηση της ακεραιότητας και της συνοχής των 27 και ότι ενδεχόμενη καθυστέρηση ενεργοποίησης του άρθρου 50 φέρει τον κίνδυνο μετάδοσης του Brexit και σε άλλα κ-μ, ιδίως στις χώρες Visegrad, υπενθυμίζοντας ότι το 2017 θα διεξαχθούν κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, πιθανόν και στην Ιταλία. Σχολιάζει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι ο Cameron κληροδότησε την καταστροφή του ΗΒ, ο διάδοχός του δεν θα πρέπει να ρισκάρει να κατηγορηθεί για την καταστροφή της ΕΕ επίσης.