Του Στράτου Βαλτινού
Αμφιλεγόμενα βίντεο κυκλοφορούν παντού. Οι υποψίες πολλές. Μόνο η κυβέρνηση τα επικαλείται. Επειδή δεν άρεσε στο Μαξίμου το πόρισμα του Συνήγορου του Πολίτη για την τραγωδία της Πύλου, που επιρρίπτει ευθύνες σε λιμενικούς, έχει εξαπολυθεί σφοδρή επίθεση κατά του θεσμού. Αδιαφορεί το καθεστώς, αν ο εν λόγω θεσμός προβλέπεται στο σύνταγμα της χώρας, με επίσημα καταγεγραμμένες αρμοδιότητες. Για την ακρίβεια η κυβέρνηση έχει δυσανεξία στην κριτική. Το τελευταίο δεκαήμερο η αντεπίθεση της κυβέρνησης είναι ολική, αλλά τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι πενιχρά και κόντρα στο κίνημα για Δικαιοσύνη. Απλά τώρα μπήκε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο κάδρο, μετά την παρέμβασή του και την κωλοτούμπα ότι μπορεί το μοιραίο τρένο να μετέφερε εύφλεκτα υλικά.
Πρόβλημα με την κριτική έχουν και διάφοροι λειτουργοί της Δικαιοσύνης για τους χειρισμούς τους στις υποθέσεις των Τεμπών και των υποκλοπών. Αλλά και εκεί , οι παρεμβάσεις, αντί να βελτιώνουν την εικόνα του Αρείου Πάγου, μάλλον την χειροτερεύουν. Ένα πρώτο συμπέρασμα από τις εξελίξεις του τελευταίου δεκαημέρου: κυβέρνηση και Δικαιοσύνη βρίσκονται σε δυσχερή θέση και αυτό μάλλον τους ωθεί σε νέα λάθη.
Μετά την ανακοίνωση της προέδρου του Αρείου Πάγου, Ιωάννας Κλάπα, που μίλησε για την διαδικασία ορισμού του εφέτη ανακριτή για την υπόθεση των Τεμπών, επικαλούμενη την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, η Μαρία Καρυστιανού την εξέθεσε ανεπανόρθωτα παραπέμποντας σε επιστολή του Μητσοτάκη προς τον Άρειο Πάγο με την οποία παρενέβαινε και ζητούσε αλλαγή ανακριτή. Μετά σιωπή από την Ι. Κλάπα. Αντέδρασε όμως επιθετικά η Ένωση Δικαστών Εισαγγελέων που πράγματι αναφέρεται καταδικαστικά στην παρέμβαση Μητσοτάκη. Αλλά η δουλειά έγινε. Η ανεξάρτητη Κλάπα και η επίσης ανεξάρτητη Αδειλίνη, δεν απαντούν , οπότε οι πάντες τώρα γνωρίζουν ότι ο ορισμός του εφέτη ανακριτή, ναι μεν ίσως επιβάλλονταν από τη σοβαρότητα της υπόθεσης, ταυτόχρονα όμως γνωρίζει το Πανελλήνιο ότι έγινε μετά από παρέμβαση Μητσοτάκη.
Δεύτερο ζήτημα: η Γεωργία Αδειλίνη έδωσε εντολή για την διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης για ανάρτηση στο Facebook της φωτογραφίας του εφέτη ανακριτή Σωτήρη Μπακαΐμη με την παρότρυνση για «διαδικτυακό τραμπουκισμό» . Για την ακρίβεια, ζητά ζητά τη διερεύνηση αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων σχετικά με την ανάρτηση και κάνει λόγο για υποδείξεις «στην κοινωνία ως ενδεδειγμένη οδό απονομής της Δικαιοσύνης αυτή της επιστροφής στην αυτοδικία, στον μεσαίωνα και στα λαϊκά δικαστήρια». Κανείς δεν αντιλέγει, κυρίως όταν διατυπώνονται απειλές. Όμως δεν έδειξε το ίδιο ενδιαφέρον , όταν προ ημερών η Καρυστιανού δήλωσε:
«Όσο πιο βαθιά μπαίνουμε σε αυτή τη βρώμικη ιστορία κινδυνεύει η ζωή μας. Μην ξεχνάμε ότι δύο άνθρωποι που ενεπλάκησαν στα ηχητικά και ήταν μάρτυρες-κλειδιά σκοτώθηκαν μυστηριωδώς. Κανένας δεν το έχει ερευνήσει αυτό». Σωστά. Οι ζωές των άλλων δεν έχουν αξία για την Γεωργία Αδειλίνη ή θεωρεί άνευ σημασίας τις δηλώσεις αυτές;
Είναι προφανές ότι παράλληλα με τον νομικό αγώνα των γονιών και των συγγενών των θυμάτων των Τεμπών, έχουμε και καταλυτικές πολιτικές διαστάσεις που έχουν καθηλώσει τον πρωθυπουργό. Είναι επίσης δεδομένο ότι η μεγάλη στήριξη που έχει η Καρυστιανού δεν οφείλεται μόνο στην συμπαράσταση όλης της κοινωνίας που αντί να μειώνεται με το χρόνο, αυξάνεται. Οφείλεται πλέον και στο γεγονός , ότι η ελληνική κοινωνία με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών, έχει γενικεύσει το αίτημά της ζητώντας δικαιοσύνη παντού. Ο λόγος λοιπόν που οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης προσπαθούν να αμβλύνουν την κριτική που τους ασκείται, οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι τους αμφισβητεί η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας και όχι μόνο οι γονείς των θυμάτων. Αυτό το κοινωνικό αίτημα είναι πιο ισχυρό από τη φωνή όλων των κομμάτων.
Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έχει ενδιαφέροντα στοιχεία και, παρά το γεγονός ότι επικαλείται το απόρρητο της δικογραφίας για να αποφύγει συγκεκριμένες αναφορές, είναι εμφανής η πίεση που νοιώθει από την κοινωνία και γι αυτό την παραθέτουμε ολόκληρη. Και φυσικά αδειάζει την ηγεσία του Αρείου Πάγου, ως προς την παρέμβαση Μητσοτάκη, αποδεχόμενη ότι ήταν απαράδεκτη, δικαιώνοντας την Καρυστιανού.
«Συνειδητά επιλέξαμε όλο το προηγούμενο διάστημα να μην εμπλακούμε στη δημόσια συζήτηση γύρω από τη δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης του δυστυχήματος των Τεμπών. Μέσα στον χείμαρρο πληροφοριών που διοχετεύονται καθημερινά από τα ΜΜΕ, στο ομιχλώδες τοπίο των αποκαλύψεων και των ντοκουμέντων, στην κοινωνική ένταση που συνοδεύει το τραγικότερο δυστύχημα των τελευταίων ετών και αποτελεί πλέον βασικό πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, με τη δικαστική έρευνα να βρίσκεται σε εξέλιξη, ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος η προσπάθειά μας για ενημέρωση να παρερμηνευτεί εύκολα και να μην τύχει θετικής ανταπόκρισης. Αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο αυτό, κρίνουμε ωστόσο αναγκαία μια τοποθέτηση, έστω στη μορφή της γενικότητάς της, αφού ούτε δικαιούμαστε να γνωρίζουμε στοιχεία της δικογραφίας, ούτε επιθυμούμε να επηρεάσουμε την πορεία της υπόθεσης.
Στο όνομα των αδικοχαμένων επιβατών της αμαξοστοιχίας, του ελληνικού λαού, που διψάει για την αποκάλυψη της αλήθειας, των δημοκρατικών θεσμών, που αμφισβητούνται έντονα από την κοινωνία ως προς την αποτελεσματικότητά τους, της Δικαιοσύνης, που υποστασιοποιείται με το κύρος των αποφάσεών της, αισθανόμαστε βαρύ το χρέος που πέφτει στους ώμους μας. Η απαίτηση για απονομή Δικαιοσύνης, που για εκατομμύρια πολίτες είναι αίτημα, για εμάς είναι καθήκον. Το ανθρώπινο ποτάμι που κατέκλυσε τους δρόμους όλων των ελληνικών πόλεων πριν λίγες ημέρες ζητώντας την αποκάλυψη της αλήθειας εκφράζει ενεργά ένα σταθερό κοινωνικό διακύβευμα να κάνουμε ελεύθερα και ανεξάρτητα το λειτούργημά μας χωρίς φόβο, και αυτό για τη Δικαιοσύνη είναι δύναμη.
Οι δικαστές και εισαγγελείς είμαστε οι πρώτοι που σε κάθε ευκαιρία αναδείξαμε τις διαχρονικές παθογένειες τις κρατικής οργάνωσης, τις ελλείψεις σε υποδομές και εκπαιδευμένο επιστημονικό δυναμικό που πρέπει να επικουρεί μόνιμα και αξιόπιστα τις δικαστικές αρχές. Επιδιώξαμε τη λειτουργία της δικαστικής αστυνομίας όχι για να δημιουργηθεί ένα επιπλέον ένστολο προσωπικό αστυνομικών καθηκόντων, όπως έγινε, αλλά για να στελεχωθεί με προσωπικό πραγματογνωμόνων διαφόρων επιστημονικών πεδίων, που θα προσεγγίζει τουλάχιστον τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε ταχύτητα, σε ευελιξία και σε επάρκεια. Με τις παθογένειες αυτές είμαστε καθημερινά αντιμέτωποι και αυτές καλούνται να αντιμετωπίσουν σε υπερθετικό βαθμό οι δικαστές που ερευνούν την υπόθεση, όπως και στη συνέχεια και αυτοί που θα κληθούν να τη δικάσουν.
Παράλληλα, έχουμε αποδείξει ότι πρώτοι εμείς επιδιώκουμε σταθερά τη θωράκιση της ανεξαρτησίας μας και την αποσύνδεση από οποιαδήποτε συσχέτιση με την εκτελεστική εξουσία, ζητώντας τόσο απαγόρευση κατάληψης δημοσίων θέσεων από δικαστικούς λειτουργούς που αφυπηρετούν από το Σώμα, όσο και την αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας με συνταγματική αναθεώρηση. Επανειλημμένα, δε, αποκρούσαμε κάθε είδους υποδείξεις προς τους δικαστικούς λειτουργούς, ανεξαρτήτως προέλευσης ή ισχύος, ενώ στο παρελθόν, αντιλαμβανόμενοι τη σημασία που θα έχει η περιφρούρηση της δικαστικής μας ανεξαρτησίας για την ουσία και τη εικόνα της Δικαιοσύνης, δεν διστάσαμε να εκφράσουμε δημόσια τη διαμαρτυρία μας για την με αριθμό πρωτ. 1204/06.03.2023 επιστολή του Πρωθυπουργού προς τον τότε Εισαγγελέα του ΑΠ, που περιλάμβανε δημόσιες υποδείξεις σχετικά με τη διερεύνηση του δυστυχήματος των Τεμπών, εκτιμώντας ότι συνιστούσε“ευθεία παραβίαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών και έμμεση υπονόμευση του κύρους της Δικαιοσύνης”.
Οι πολίτες μπορούν να είναι βέβαιοι λοιπόν ότι η Δικαιοσύνη θα ανταποκριθεί στο δίκαιο κοινωνικό αίτημα για αποκάλυψη της αλήθειας, όχι γιατί ζει σε έναν ουτοπικό κόσμο που δεν υπάρχουν ισχυρά συμφέροντα, όχι επειδή δεν υπάρχουν πολιτικές επιδιώξεις, όχι επειδή αυτή η υπόθεση δεν αντανακλά χρόνιες παθογένειες του πολιτικοοικονομικού μας συστήματος, αλλά ακριβώς γιατί θεσπίστηκε για να υπάρχει και να λειτουργεί πέρα από όλα αυτά».