Το πολιτικό σκηνικό είναι θολό, μπροστά στην αγωνία του πολιτικού προσωπικού για τις εξελίξεις που έρχονται και γενικώς στην χώρα , αλλά και ειδικά σε κάθε κόμμα. Κοινός παρονομαστής σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση, η αμφισβήτηση της πολιτικής που ακολουθούν οι ηγεσίες. Επιπλέον σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, η αμφισβήτηση των ίδιων των προέδρων, με αποτέλεσμα και τα δύο κόμματα να οδεύουν σε εκλογή νέων αρχηγών. Στην κυβερνητική παράταξη αμφισβητείται η ορθότητα της πολιτικής που ακολουθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ενώ διαφαίνεται συνεχώς η αδυναμία να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε λιγότερο από ένα χρόνο σε μια εσωτερική περιδίνηση, μετά την αμφισβήτηση της ηγεσίας του Στέφανου Κασσελάκη από την ΚΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ οδεύει και πάλι σε συνέδριο και εκλογή νέου αρχηγού, δυστυχώς σε κλίμα αντιπαράθεσης και μεγάλης εσωστρέφειας. Στο ΠΑΣΟΚ, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές, αμφισβητήθηκε ο Νίκος Ανδρουλάκης, η ικανότητα του να αυξήσει την δύναμη του κόμματος, να κερδίσει την δεύτερη θέση από τον ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής ότι στα δυο κόμματα της αντιπολίτευσης υπήρξε αμφισβήτηση των ηγεσιών, σχεδόν ταυτόχρονα, αμέσως μετά τις ευρωεκλογές. Μάλιστα ήταν κάτι που πολλοί προέβλεπαν και για τα δυο κόμματα.
Η αναταραχή στο πολιτικό σύστημα έχει δύο βασικές αιτίες. Η πρώτη και σημαντικότερη είναι η εμφανέστατη πλέον απογοήτευση μεγάλων κοινωνικών ομάδων, από την πραγματική τους κατάσταση την οποία εμφανώς δεν μπορεί να καλύψει η πολιτική Μητσοτάκη. Το αντίθετο, αρχίζει και γίνεται συνείδηση ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές δημιουργούν αντί να γιατρεύουν προβλήματα (οικονομία, υγεία, ακρίβεια κλπ).
Ταυτόχρονα όμως, η βασική αντιπολίτευση, πρώτα η αξιωματική, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και ακολούθως και το ΠΑΣΟΚ, δεν προσφέρουν ασφάλεια, δεν πείθουν ότι έχουν να προσφέρουν ή ότι μπορούν να προσφέρουν αποτελεσματικές λύσεις. Το «πακέτο» προκαλεί απογοήτευση, οδηγεί στην αποχή, όχι μόνο από την κάλπη, αλλά γενικότερα από την παρακολούθηση της πολιτικής. Η δεύτερη αιτία, είναι η ίδια η κατάσταση στο πολιτικό προσωπικό. Το οποίο φαντάζει λιγότερο ικανό να διαχειριστεί, τα μεγάλα θέματα. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στα κόμματα, στα κομματικά στελέχη, στους εν ενεργεία πολιτικούς , στους θεσμούς μειώνεται τάχιστα. Και είναι και αυτός ένας από τους λόγους που άρχισε η κρίση στα ίδια τα κόμματα -παρατάξεις.
Το αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη, περί του ισχυρού κυβερνήτη και της ισχυρής κυβέρνησης, όχι μόνο άρεσε, αλλά δημιούργησε και μεγάλες προσδοκίες. Το αφήγημα, υποτιμήθηκε από την αντιπολίτευση, διότι δεν έγινε κατανοητή η ανάγκη του πληθυσμού για ασφάλεια από κάθε άποψη. Υποτιμήθηκε η έννοια, η σημασία της σε καιρούς μεγάλων αλλαγών και ρευστότητας σε ευρωπαϊκό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
Είναι όμως σήμερα ο ίδιος ο Μητσοτάκης, που δεν μπορεί να καλύψει την αδυναμία του να αντιμετωπίσει την δύσκολη πραγματικότητα υπερ των πολλών. Δεν μπορεί πλέον να κρύψει την μεροληπτική του στάση υπερ των λίγων. Δεν μπορεί επίσης να κρύψει το αποτέλεσμα της πολιτικής του σε ότι αφορά το κοινωνικό κράτος, το οποίο διέλυσε.
Η κατάσταση αυτή, δημιουργεί ταυτόχρονα ανασφάλεια σε ότι αφορά τις ίδιες τις διαθέσεις του κ. Μητσοτάκη για το μέλλον.
Έτσι εμφανίζονται πλέον παράγοντες που δεν θέλουν να αφήσουν στον Κ. Μητσοτάκη να ορίσει και το δικό τους πολιτικό μέλλον, ούτε και το μέλλον της ΝΔ. Οι από κοινού εμφανίσεις των Καραμανλή και Σαμαρά, αποδεικνύουν ότι αμφισβητείται πλέον ολόκληρο το αφήγημα Μητσοτάκη, πρωτίστως η διάθεση του να καθορίσει την πορεία της συντηρητικής παράταξης και μετά την αποχώρηση του από το μέγαρο Μαξίμου. Η εμφάνιση των 11 βουλευτών της ΝΔ, για ένα καίριο κοινωνικό-οικονομικό θέμα, είναι μία ακόμα ισχυρή ένδειξη των παρα πάνω. Η αμφισβήτηση Μητσοτάκη δεν παραπέμπει αυτομάτως σε κυβερνητική κρίση, δείχνει όμως το αβέβαιο βήμα.
To οποίο επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Μητσοτάκης με την διαγραφή του Σαλμά από την ΝΔ και την Κοινοβουλευτική της Ομάδα.
Η σχεδόν ταυτόχρονη αμφισβήτηση των δυο επικεφαλής ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, όσο και αν έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, αντιπροσωπεύει την βασική αδυναμία και των δύο κομμάτων. η πρόταση τους, το βασικό αφήγημα δεν πείθει δεν είναι ελκυστικό, και αυτό παρα την αγριότητα της κυβερνητικής πολιτικής. Η οποία πέρα από το οικονομικό της σκέλος, περιλαμβάνει και την καταπάτηση βασικών δικαιωμάτων και θεσμών. Κραυγαλέα παραδείγματα τα Τέμπη και οι Υποκλοπές. Και όμως ο ΣΥΡΙΖΑ πρώτα και το ΠΑΣΟΚ ως τρίτο κόμμα, δεν πετυχαίνουν άνοδο της επιρροής τους.
Η απάντηση που δόθηκε είναι η ανικανότητα (για διαφορετικούς λόγους) των Κασσελάκη και Ανδρουλάκη. Η εξήγηση αυτή όμως δεν μπορεί να κρύψει την βασική αδυναμία σε ότι αφορά το πολιτικό αφήγημα. Και είναι αυτός ο βασικός λόγος, που η βάση των δυο κόμματων (μέλη, ψηφοφόροι) δεν αποδέχεται την αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα στις δημοσκοπήσεις να προηγούνται και πάλι οι Κασσελάκης και Ανδρουλάκης. Επιπλέον η εσωκομματική ένταση διευρύνεται γιατί υπάρχουν και στα δυο κόμματα και άλλα σχέδια. Πρώτα αυτό που αφορά την δημιουργία της μεγάλης κεντροαριστεράς, αλλά επίσης και της κεντροδεξιάς. Και αυτό το δεύτερο αγγίζει τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ένα σημαντικό κόμματι της ΝΔ.
Θα ήταν λάθος να κοιτάει κανείς τις ιδεολογικές εντάσεις μόνο στον ΣΥΡΙΖΑ ή στο ΠΑΣΟΚ. Η ιδεολογική παράμετρος είναι ισχυρότερη αυτή την ώρα στην ΝΔ και ας μη φαίνεται ή μάλλον ας μη προβάλλεται από τα ΜΜΕ. Η δεξιά πτέρυγα επιμένει στην πιστή εφαρμογή των αξιών της παράταξης, λοξοκοιτώντας και πιο δεξιά, δηλαδή σε ατζέντες της ακροδεξιάς (ασφάλεια, κράτος δικαίου, τρόπος ζωής, μετανάστες κα).
Το νομοσχέδιο για την συμβίωση των ομόφυλων ζευγαριών ανέδειξε ακριβώς αυτή την παράμετρο. Είναι ο Α. Σαμαράς που παρουσιάζει ολοκληρωμένη ατζέντα σκληρής δεξιάς αντίληψης. Τόσο ο Σαμαράς όσο και Καραμανλής διαφωνούν από την άκρως νεοφιλελεύθερη πολιτική του Κ. Μητσοτάκη η οποία κυριαρχεί σε Ευρώπη και Αμερική. Στον ΣΥΡΙΖΑ η αντιπαράθεση δυστυχώς κυριαρχεί η προσωπική διάσταση της αντιπαράθεσης, κάτι όμως που καλύπτει την όποια ουσιαστική διαφωνία ή προβληματισμό. Όπως και στο ΠΑΣΟΚ επίσης η συζήτηση περιστρέφεται κυρίως γύρω από την ικανότητα ή μη του Ν. Ανδρουλάκη. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι έπρεπε να επανεμφανιστεί η κα Διαμαντοπούλου για να θέσει θέματα ουσιαστικών διαφωνιών, προτάσσοντας η ίδια το ζήτημα της κυβερνησιμότητας.
Το θέμα του προσανατολισμού, είτε κρύβεται στην περίπτωση του κ. Μητσοτάκη, είτε δεν εμφανίζεται λόγω ουσιαστικής αδυναμίας (ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) είναι κυρίαρχο, με αρνητικό έως αυτή τη στιγμή τρόπο. Και είναι όλοι αυτοί οι λόγοι, που το πολιτικό σύστημα είναι στον αέρα, σε κατάσταση δηλαδή ενός μετέωρου βήματος. Χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει το αν θα γίνει, πότε και από ποιόν!