Του Σωτήρη Σιδέρη
Πελαγωμένη η κυβέρνηση Μητσοτάκη με πρώτο τον ίδιο τον πρωθυπουργό, αντί να μελετήσουν τρόπους εξομάλυνσης του κλίματος με τα Σκόπια, διαβούλευσης και αποτελεσματικών παρεμβάσεων της Αθήνας και των συμμάχων της, επιδίδονται σε γραφικότητες με αποδέκτες του ψηφοφόρους. Και πάντα, κατά τον Μητσοτάκη, στο ίδιο μοτίβο: αν δεν συμμορφωθούν τα Σκόπια, η πόρτα της ΕΕ θα είναι κλειστή. Αν δεν συμμορφωθούν τα Τίρανα για την υπόθεση Μπελέρη, η πόρτα θα είναι επίσης κλειστή. Το ίδιο ισχύει και με τη μη συμμόρφωση της Τουρκίας. Και όταν έρχεται η κρίσιμη στιγμή, τίποτα δεν ισχύει, έχει αποδειχθεί στην πράξη. Σε ποια ΕΕ θα γίνουν όλα αυτά ενώ συζητείται η κατάργηση του βέτο με την Αθήνα να σιωπά;
Η απουσία ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, το δόγμα της παραλυσίας που εμπεριέχει και την άποψη πως ότι δεν κάνει η Ελλάδα θα το κάνουν οι σύμμαχοί της ,κλείνει τον κύκλο της. Η δήλωση Μιτσόσκι ότι αν η Αθήνα έχει πρόβλημα με τη Συμφωνία ας πάει στη Χάγη, δείχνει μια διάθεση εξαγωγής των εσωτερικών πιέσεων και προδιαθέτει για περιπέτειες. Η δε απειλή Γεωργιάδη ότι αν τα Σκόπια συνεχίσουν ο Μητσοτάκης θα καταγγείλει τη Συμφωνία δίνει την εικόνα θιάσου . Μια νέα κατάσταση έχει δημιουργηθεί και δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη από την κυβέρνηση. Αυτό είναι το πρόβλημά της.
Η ταχύτατη όξυνση των σχέσεων με την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία επιδρούν ήδη στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας και σύντομα και στα ευρωπαικά όργανα , αν δεν υπάρξει διόρθωση. Με την Τουρκία θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι είναι ζήτημα εβδομάδων ή μηνών να αποδυναμωθεί το μορατόριουμ και ενώ , παρά τους λεονταρισμούς , μάλλον προεκλογικούς, η κυβέρνηση θα παγώσει τη δημιουργία θαλάσσιου πάρκου στο Αιγαίο. Η παραπομπή όλων των θεμάτων σε μια ΕΕ που δεν έχει πλέον την συνοχή του παρελθόντος, ούτε τη δύναμη διαβούλευσης των περασμένων δεκαετιών, δείχνει αδυναμία διαχείρισης κρίσιμων ζητημάτων, όπως οι σχέσεις με τις γειτονικές χώρες. Επειδή σε όλα τα προβλήματα με τα Τίρανα, την Άγκυρα και τα Σκόπια, η Αθήνα κραδαίνει το βέτο, να θυμίσουμε ότι ενώ η σχετική συζήτηση οργιάζει τα δύο τελευταία χρόνια και είναι βέβαιο ότι μετεκλογικά θα είναι κυρίαρχο ζήτημα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη σιωπά. Η Γερμανία με τους συμμάχους της δεν το θέλουν πλέον , το Παρίσι το διαπραγματεύεται, εννιά χώρες κυρίως της ανατολικής Ευρώπης έχουν υπογράψει κοινό έγγραφο κατά της κατάργησης του βέτο, αλλά ο Μητσοτάκης σιωπά.
Αν λοιπόν η κυβέρνηση θέλει να κινηθεί αποφασιστικά έστω και για μια φορά , να διαπραγματευθεί άμεσα και με τους Ευρωπαίους και με τις γειτονικές χώρες ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας, τήρησης των συμφωνιών, επίλυσης των προβλημάτων και συμφωνίες για το μέλλον, αν δεν θέλει να μείνει εκτός παιχνιδιού. Η ΕΕ οδεύει προς κατάργηση του βέτο και αν η Ελλάδα θέλει να έχει οφέλη, πρέπει άμεσα και με σχέδιο να ζητήσει σκληρά ανταλλάγματα για να συναινέσει. Το ίδιο αφορά και άλλα μεγάλα ζητήματα όπως την ευρωπαική άμυνα , το κοινό ταμείο για εξοπλισμούς, τη διεύρυνση της ΕΕ, το μέλλον ασφάλειας της Κύπρου με κοινή στρατηγική με τη Λευκωσία κλπ.
Με βαθμό πειστικότητας, κάτω από τη βάση, τα δύο κόμματα που καταψήφισαν την Συμφωνία των Πρεσπών, η ΝΔ και το VMRO, άρχισαν έναν κλεφτοπόλεμο εντυπώσεων που πιθανότατα έχει ημερομηνία λήξης. Για τον Έλληνα πρωθυπουργό τις ευρωεκλογές και για τη νέα κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας τις επόμενες εβδομάδες. Μετά από αυτή την περίοδο, τόσο η Αθήνα, όσο και τα Σκόπια θα πρέπει να αποφασίσουν τι θα κάνουν με τη Συμφωνία. Το ειδικό περιφερειακό βάρος της Συμφωνίας λογικά θα επιβάλλει την εναρμόνιση των δύο κυβερνήσεων με το περιεχόμενό της. Τόσο η ΕΕ , όσο οι ΗΠΑ δεν υπάρχει περίπτωση να αποδεχθούν τα παιχνίδια του Μητσοτάκη και το Μιτσκόσκι. Υπό αυτό το πρίσμα η δήλωση του Έλληνα πρωθυπουργού ότι «εάν η άλλη πλευρά δεν συμμορφωθεί, ο δρόμος για την Ευρώπη θα μείνει κλειστός» αφορά την προεκλογική του εκστρατεία και μόνο. Να θυμίσουμε ότι η γραφικότητα εδραιώνεται στις ψευδοαπειλές του πρωθυπουργού. Τα ίδια με την Αλβανία, λόγω Μπελέρη, τα ίδια με την Τουρκία, αλλά η πραγματικότητα τον εκθέτει.
Στη Βόρεια Μακεδονία είναι προφανές ότι η νέα κυβέρνηση θα επικεντρωθεί στα μείζονα προβλήματά της . Αν δεν έχει την στήριξη της ΕΕ και των ΗΠΑ θα καθηλωθεί, τα προβλήματα φτώχειας, διαφθοράς, καχεξίας των θεσμών κλπ θα οξυνθούν. Αν δεν συμμορφωθεί με την Συμφωνία των Πρεσπών, δεν θα έχει στήριξη , οπότε θα είναι θέμα χρόνου να απειληθεί η σταθερότητα. Αν όμως το δίδυμο Μίτσκοσκι -Σιλιάνοφσκα έχει αποφασίσει ότι δεν την ενδιαφέρει τι θα πουν η ΕΕ και οι ΗΠΑ και θέλει για παράδειγμα να προσεγγίσει την Ρωσία, η αντίδραση της Δύσης θα είναι χειρότερη. Αλλά οι συνέπειες θα είναι σκληρές και για τα βαλκάνια και για την Ελλάδα που θα έχει τον παλιό πονοκέφαλο σε σύγχρονο πλαίσιο δύσκολα διαχειρίσιμο. Οπότε είναι προφανές ότι μετά τις ευρωεκλογές ο Μητσοτάκης θα προσπαθήσει να πείσει την ΕΕ να γίνουν ταυτόχρονες κινήσεις, δηλαδή να ψηφιστούν τα μνημόνια συνεργασίας και την ίδια στιγμή να εφαρμόσουν τις προβλέψεις της συμφωνίας και τα Σκόπια. Άρα η χώρα έχει ανάγκη από ενεργητική πολιτική , πρώτα σε διμερές πλαίσιο και μετά σε αυτό της ΕΕ.
Το μόνο που δεν χρειάζεται η Ελλάδα είναι να ανοίγει νέα , αντί να κλείνει τα παλιά μέτωπα. Είναι υπαρκτή η απειλή. Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Τουρκία, Κύπρος, εμπλοκή σε πολέμους και εσωτερικά προβλήματα που οξύνονται με ταχύτητα. Μια ρεαλιστική ματιά χρειάζεται η χώρα και κυρίως να γίνει πιο ισχυρό το πρέσιγκ στον βασικό υπεύθυνο. Τον Κυριάκο Μητσοτάκη. .