Ειδικού συνεργάτη
Το Κυπριακό αρχίζει και “σιγοβράζει” μετά την απαίτηση Ερντογάν για αναγνώριση του ψευδοκράτους, ενώ στην Αθήνα, αν και δεν το παραδέχονται δημόσια γνωρίζουν ότι σταδιακά θα ανέβουν οι διπλωματικοί τόνοι. Καταρχάς, να σημειωθεί ότι την θετική ατμόσφαιρα στη συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Τουρκίας, επισκίασαν οι αποκλίνουσες δηλώσεις των δύο για το Κυπριακό. Ο Τούρκος Πρόεδρος δήλωσε ότι «οι προτάσεις ομοσπονδίας δεν είναι ρεαλιστικές και δεν θα λειτουργήσουν» και επιμένει σε «δίκαιη και μόνιμη λύση δύο κρατών στην Κύπρο», ενώ ο Έλληνας Π/Θ απάντησε ότι «οποιαδήποτε συζήτηση για λύση δύο κρατών είναι απλά μη αποδεκτή». Πολιτική, διπλωματία και ενεργειακή διπλωματία εξελίσσονται ταχύτατα. Μια προσέγγιση στις συνθήκες που δημιουργούνται στο μείζον αυτό πρόβλημα είναι και επίκαιρη και αναγκαία…
Το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον στις εργασίες του ΟΗΕ κίνησε η παραμονή στην αίθουσα του Κυπρίου Προέδρου, σε αντιδιαστολή με προηγούμενη πρακτική του Προέδρου Αναστασιάδη (αποχώρηση από την αίθουσα), κατά την αναφορά του Τούρκου Προέδρου στη ΓΣ του ΟΗΕ σε μόνιμη λύση δύο κρατών. Η ερμηνεία που δόθηκε της συγκεκριμένης επιλογής ήταν η έκφραση διαλλακτικότητας, προκειμένου να επιδειχθεί στη διεθνή κοινότητα η πρόθεση της για επανέναρξη διαλόγου για το Κυπριακό υπό τις καλές υπηρεσίες των ΗΕ.
H συζήτηση σε βάθος των προϋποθέσεων για διάλογο και κυρίως η προοπτική πραγματικής συνύπαρξης με βάση την ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο νησί, αποτελεί sine qua non συνθήκη. Η προσφυγή στις ανανεωμένες συνομιλίες αποσκοπεί στην αποτροπή επιδείνωσης του Κυπριακού με ορατό τον κίνδυνο της διχοτόμησης.
Υπό αυτό το πρίσμα η βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων συμβάλλει στην έναρξη νέας ειρηνευτικής διαδικασίας με δέσμευση των δύο "μητέρων πατρίδων". Όμως, από αυτή την προσέγγιση απουσιάζει ο σημαντικός ρόλος του Ηνωμένου Βασιλείου ως εγγυήτριας δύναμης, ιδιαίτερα μετά το Brexit.
Το Brexit απετέλεσε καταλύτη στην ισχυροποίηση των πολιτικών και οικονομικών δεσμών Τουρκίας- ΗΒ, όπως επιβεβαιώνεται από την συμφωνία ελευθέρων συναλλαγών ΗΒ- Τουρκίας. Η συμφωνία μάλιστα, προβλέπει την επέκταση του πεδίου εφαρμογής της συμφωνίας ώστε να συμπεριλάβουν τις υπηρεσίες, τις επενδύσεις και τη γεωργία εντός των επόμενων δύο ετών.
Η Τουρκία επιδιώκει μέσω της συμφωνίας να ισχυροποιήσει την γεωστρατηγική συμμαχία της με το ΗΒ στην Ανατολική Μεσόγειο. Η Βρετανία θεωρεί την Τουρκία κρίσιμο σύμμαχο στην ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα μετά τον ηγετικό ρόλο της στον πόλεμο της Ουκρανίας, επιδιώκοντας να ανακτήσει την άσκηση επιρροής στις ναυτιλιακές λωρίδες μέσω της διώρυγας του Σουέζ. Το ΗΒ ασκεί καθοριστική παρασκηνιακή επιρροή στις εξελίξεις, με βάση την πάγια εξωτερική πολιτική της.
Η Τουρκία αλλάζοντας την στρατηγική επιλογή της ενιαίας αντιμετώπισης των σχέσεων με Ελλάδα και Κύπρο, επιδιώκει την αποσύνδεση των ελληνοτουρκικών από το Κυπριακό, διατηρώντας στο τραπέζι τόσο την απειλή πολέμου σε περίπτωση επέκτασης των χωρικών υδάτων όσο και την «λύση» των δύο κρατών στην Κύπρο.
Οι εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και στο Κυπριακό περνούν μέσα από την μελλοντική σχέση ΕΕ- Τουρκίας. Η Τουρκία παραμένει σημαντικός γεωοικονομικός εταίρος της ΕΕ, όμως στην παρούσα συγκυρία η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων, περνάει από την Αθήνα και την Λευκωσία. Η διατήρηση του μοχλού πίεσης στις ευρωτουρκικές σχέσεις εξαρτάται άμεσα από τη διατήρηση του βέτο στα θέματα διεύρυνσης και εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ.
Στην ΕΕ ο γαλλο-γερμανικός άξονας προκρίνει την άρση του βέτο στην ΕΕ σε όλα τα θέματα επικαλούμενος την αποτελεσματικότερη λειτουργία της ΕΕ. Παρότι η πρόταση έχει πλεονεκτήματα, όπως συχνά αναφέρεται στην περίπτωση κυρώσεων της ΕΕ κατά της Τουρκίας, ταυτόχρονα έχει το μειονέκτημα της υιοθέτησης επισφαλών αποφάσεων για τα εθνικά συμφέροντα της χώρας μας. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις διασφάλισης ύψιστου εθνικού συμφέροντος για άσκηση βέτο δύναται να ερμηνευθούν σε κάθε μία περίπτωση από το Συμβούλιο της ΕΕ, ενσωματώνοντας τελικά πολιτικά κριτήρια.
Το πρόβλημα για τα εθνικά συμφέροντα είναι ότι ορισμένες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιδιώκουν την αποσύνδεση των ευρωτουρκικών σχέσεων από το Κυπριακό, τόσο όσον αφορά την αναβαθμισμένη τελωνειακή ένωση όσο και την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ. Η προσέγγιση αυτή, όπως είναι κατανοητό, αδυνατίζει σημαντικά τη διαπραγματευτική θέση της Κύπρου.
Επιπρόσθετα, υπό το βάρος του Ουκρανικού και της ανόδου των τιμών στην ενέργεια, κερδίζει έδαφος η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω διεθνούς διάσκεψης, για παράδειγμα στο πλαίσιο του East Mediterranean Gas Forum (EMGF), με ad hoc ρύθμισης μεριδίων φυσικού αερίου στις χώρες Ανατολικής Μεσογείου. Η συγκεκριμένη ad hoc ρύθμιση μπορεί να συμφωνηθεί ότι δεν αποτελεί προηγούμενο για τον καθορισμό ΑΟΖ, παραπέμποντας τυχόν διμερείς διαφορές σε διεθνές δικαστήριο.
Σε αυτό το τοπίο οι κυβερνητικές προθέσεις είναι ασαφείς και παρότι δημόσια αποκλείεται ο ευρύτερος διάλογος με βάση την ατζέντα της Τουρκίας, η εγκατάλειψη της διαδικασίας των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης δημιουργεί προϋποθέσεις ο διάλογος να εκκινήσει από μηδενική βάση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, υπό την πίεση του διεθνούς παράγοντα.
Οι ελληνο-τουρκικές σχέσεις, βέβαια, είναι θετικό να βελτιωθούν με εποικοδομητικό διάλογο και την εκμετάλλευση εργαλείων ήπιας διπλωματίας σε κρίσιμα διεθνή θέματα, όπως η συνεργασία για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης, της μετανάστευσης στην Ανατολική Μεσόγειο και της οικονομικής διπλωματίας, αλλά αυτός πρέπει να είναι ισότιμος. Διάλογος όπου το ένα μέρος θέτει αιτήματα και το άλλο κανένα δείχνει ετεροβαρής.
Σε όλη την μεταπολιτευτική ιστορία των σχέσεων των δύο χωρών η Ελλάδα έχει επιδείξει αυτοσυγκράτηση και καλή θέληση στην ειρηνική επίλυση της διαφοράς της υφαλοκρηπίδας, θα περίμενε κανείς από την Τουρκία μία συμβολική κίνηση, όπως την άρση της απειλής πολέμου σε επέκταση των χωρικών υδάτων, ως προϋπόθεση έναρξης διαλόγου από μηδενική βάση.
Πρέπει να επισημανθεί ότι ο ελληνοτουρκικός διάλογος, ακόμα και αν αποσυνδεθεί τεχνικά από το Κυπριακό, θα υπονομεύεται πολιτικά, όσο ο διεθνής παράγοντας, η ΕΕ και η τρίτη εγγυήτρια δύναμη αποδέχεται de facto την κατάσταση στην Κύπρο.