του Πέτρου Γιαννίδη
Η εξωτερική πολιτική της χώρας μας καθορίζεται σήμερα από διεκπεραιωτική πρακτική διεθνών στρατηγικών επιλογών, με την κυβέρνηση να ικανοποιείται με την προσωρινή έμπρακτη αναστολή εκδήλωση απειλών έναντι της χώρας, ενώ ταυτόχρονα η Άγκυρα με αναφορές αξιωματούχων της αναφέρεται σε διαμοιρασμό της ευρύτερης περιοχής και του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Με απλά λόγια, παρά το θετικό κλίμα των δύο χωρών, το οποίο σίγουρα είναι θετική εξέλιξη, δεν υπάρχουν οι ενδείξεις αλλαγής των τουρκικών θέσεων σε ζητήματα που άπτονται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας. Η κυβέρνηση , με τον λανθασμένο χειρισμό επικοινωνιακά να αποδεχθεί η συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν να διεξαχθεί στο «Σπίτι της Τουρκίας» στη Νέα Υόρκη και όχι σε ουδέτερο έδαφος όπως τα Ηνωμένα Έθνη, αποδεχόμενη το σήμα της τουρκικής διπλωματίας στη διεθνή κοινότητα ως του ισχυρού παράγοντα στην περιοχή.
Παρά ταύτα είναι αναγκαίο η χώρα μας, με επαρκή προετοιμασία να συμμετέχει στο διάλογο, ενώ τα μέχρι σήμερα σήματα της κυβέρνησης υποδηλώνουν την πρόθεση της χώρας για μεγάλα βήματα προκειμένου να ικανοποιηθούν διεθνείς παράγοντες.
Το καλοκαίρι του 2020 με αφορμή την συστηματική αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας από την Τουρκία, η κυβέρνηση πρόταξε το επιχείρημα της διεθνούς απομόνωσης της Τουρκίας και απέφυγε να προχωρήσει σε αποφασιστικές κινήσεις στο πεδίο.
Από τότε έως σήμερα, η Τουρκία προχώρησε στην εφαρμογή του τουρκο-λιβυκού συμφώνου, παρενέβη διπλωματικά και στρατιωτικά στη Λιβύη, στο Ιράκ, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στο ουκρανικό διαβουλεύεται με τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ισραήλ, το Πακιστάν και τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, ενώ διαμεσολάβησε στην προσέγγιση Σαουδικής Αραβίας με το Ιράν.
Η Τουρκία δεν επιτυγχάνει το μέγιστο αποτέλεσμα ως προς τους στόχους της, αλλά εμπεδώνει τον ρόλο της ως περιφερειακής δύναμης στην Ευρασία και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία μέσω της παρέμβασης της στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ ενίσχυσε τον ρόλο της στους ενεργειακούς διαδρόμους της Ευρασίας, επεκτείνοντας την επήρεια της στην ευρύτερη περιοχή από την οποία αποσύρονται οι ΗΠΑ. Η Τουρκία ενίσχυσε την παρουσία της στα Βαλκάνια μέσω Αλβανίας, της στρατιωτικής συμφωνίας με Βόρεια Μακεδονία και της ενδυνάμωσης των σχέσεων με Βουλγαρία.
Στην Άγκυρα αναγνωρίζοντας τις σημαντικές ευκαιρίες της μετά-σοβιετικής εποχής με την ανεξαρτητοποίηση των τουρκόφωνων χωρών της Κεντρικής Ασίας, προώθησαν τον Οργανισμό Τουρκικών Κρατών και την θεωρία του ενός έθνους σε έξι κράτη.
Οι ΗΠΑ στηρίζουν τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας στη Κεντρική Ασία και ειδικότερα στο Καζακστάν, αποσκοπώντας στην άμβλυνση της κινεζικής επιρροής και του ρόλου του Οργανισμού Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας. Η Κίνα γνωρίζει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να αξιοποιήσουν την ομαλή μεταφορά ενέργειας στην Κίνα, μέσω της περιοχής των τουρκόφωνων Οϊγούρων στο Καζακστάν.
Η νέα εποχή στο Καζακστάν και την Κεντρική Ασία εμπεριέχει ευκαιρίες για την Τουρκία. Οι ευκαιρίες για την Τουρκία απορρέουν από την εσωτερική πολιτική των κρατών της Κεντρικής Ασίας και την περιφερειακή γεωπολιτική.
Το Καζακστάν και άλλες χώρες της Κεντρικής Ασίας, μετά την εγκατάλειψη της περιοχής από τις ΗΠΑ με την απόσυρση των δυνάμεών τους από το Αφγανιστάν, επιδιώκουν να συνεργαστούν με την Άγκυρα ως δυνητικό αντιστάθμισμα.
Καθώς όμως, η Τουρκία αναδύεται σε περιφερειακό παράγοντα στην Κεντρική Ασία, με έμφαση στο Καζακστάν, αξιοποιεί τον ρόλο της για την αναθέρμανση των σχέσεων της με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ και όχι μόνο για την ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος της.
Με αφορμή την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης το 2020 και την διολίσθηση της λίρας διατυπώθηκαν θεωρίες κατάρρευσης της τουρκικής οικονομίας, εκτιμώντας ότι η Τουρκία θα υποχρεωθεί σε αναδίπλωση του διεθνούς ρόλου της λόγω οικονομικής κρίσης. Από το καλοκαίρι του 2020 έως σήμερα, η Τουρκία απέφυγε την προσφυγή στο ΔΝΤ, ενώ στηρίχθηκε ατύπως από τα διεθνή οικονομικά κέντρα και από χώρες της Μέσης Ανατολής. Βέβαια οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η τουρκική οικονομία παραμένουν μεγάλές, όμως μετά την επανεκλογή του Τούρκου Προέδρου και τις επιλογές του στο οικονομικό επιτελείο και στην κεντρική τράπεζα, διαφαίνεται πορεία εξομάλυνσης των προβλημάτων.
Στον αντίποδα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, η χώρα μας δεν διαθέτει συνεκτική εξωτερική πολιτική. Η εξωτερική πολιτική μας ουσιαστικά ακολουθεί τις παραινέσεις του διεθνούς παράγοντα, χωρίς ουσιαστικά ανταλλάγματα, περιοριζόμενη σε αναφορές στο διεθνές δίκαιο.
Μικροκομματικοί υπολογισμοί στη Συμφωνία των Πρεσπών μειώνουν την αξιοπιστία της χώρας στα Βαλκάνια, ενώ η γραφειοκρατική διπλωματική πρακτική αντιμετώπισης των διεθνών προκλήσεων, περιορίζουν το ειδικό βάρος της χώρας. Ακόμα και η υλοποίηση της ανθρωπιστικής δράσης στη Λιβύη έγινε πρόχειρα με απλές διαβεβαιώσεις, με αποτέλεσμα την τραγική απώλεια ανθρώπινων ζωών.
Η Ελλάδα οφείλει στην ιστορία της να ανακτήσει τον ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και της Βαλκανικής, εκμεταλλευόμενη τα γεωπολιτικά της πλεονεκτήματα.
Η κυβέρνηση με σειρά προηγούμενων επιλογών της στο όνομα της πράσινης μετάβασης, προσέρχεται στον διάλογο με την Τουρκία, ουσιαστικά αποδεχόμενη τον περιορισμό του ρόλου της χώρας στον ενεργειακό σχεδιασμό στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Η επιλογή αυτή θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό τις «απαιτούμενες υποχωρήσεις» της ελληνικής πλευράς, όπως η κυβέρνηση προετοιμάζει την κοινή γνώμη.
Αντίθετα από την έως τώρα πρακτική της κυβέρνησης, απαιτείται σταθερή και αποφασιστική στάση στην προάσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, διαμηνύοντας στο διεθνή παράγοντα την πρόθεση μας επίτευξης βιώσιμης λύσης και υπενθυμίζοντας τα θετικά βήματα της χώρας επί σειρά ετών στη διατήρηση της ειρήνης στη νοτιο-ανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.