Του Σωτήρη Σιδέρη
Η ολοκληρωτική παράδοση του υπουργείου Εξωτερικών στην υφυπουργό Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, η προσωπική τακτική του υπουργού Γιώργου Γεραπετρίτη που εν γνώσει του αποτελεί διακοσμητικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής, σε συνδυασμό με τις επερχόμενες εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό και τις ευρωτουρκικές σχέσεις , έχουν αποκαρδιώσει όσους μελετούν και γνωρίζουν τις διεθνείς σχέσεις της χώρας και τα ενδότερα του υπουργείου. Όσοι θεωρούν ότι ο Μητσοτάκης έχει επιβάλλει κοινή γραμμή στην εξωτερική πολιτική κάνουν λάθος.
Ήδη , σύμφωνα με πληροφορίες, ο Γεραπετρίτης έχει πει σε συνομιλητές του ότι διαφωνεί με την προσέγγιση του πρωθυπουργού περί υποχωρήσεων στα ελληνοτουρκικά. Κάτι που σίγουρα δεν έχει πει στον πρωθυπουργό.
Η Παπαδοπούλου, φοβούμενη ότι ακόμη και ο απόλυτος έλεγχος του υπουργείου δεν θα την διασώσει σε περίπτωση κρίσης με την Τουρκία από την οργή των πρώην συναδέλφων της, ισχυρίζεται τώρα ότι πολύ δύσκολα θα υπάρξει πρόοδος. Με λίγα λόγια το σκηνικό εντός του ΥΠΕΞ προδίδει μια κατάσταση χαμηλού ηθικού , οργανωτικής αταξίας, χωρίς πυξίδα και μια απόπειρα πολιτικής χειραγώγησης των εξελίξεων. Αλλά η μοίρα τους είναι κοινή, όλοι μαζί υπηρετούν ένα τυφλό , κατά κοινή ομολογία, σχέδιο..
Παράλληλα, επικρατεί απόλυτο χάος ως προς την προετοιμασία. Κανείς δεν ξέρει ποιο θα είναι το σχήμα των ελληνοτουρκικών συνομιλιών, τι θα γίνει με τους συμμετέχοντες στις διερευνητικές και ποιοι θα διαχειρίζονται την ευρωπαική πολιτική της χώρας, όπως και τις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Προς το παρόν, το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι οι ελληνοτουρκικές συνομιλίες θα γίνουν σε πολιτικό επίπεδο με ουσιαστικό πρωταγωνιστή την υφυπουργό με τον πρωθυπουργό να έχει τον τελικό λόγο. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου αντέγραψε εν πολλοίς την λειτουργία του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών που έχει υφυπουργό για τις πολιτικές υποθέσεις, εξαφανίζοντας τους γραμματείς και τους πολιτικούς διευθυντές από το προσκήνιο και αυτό το σχήμα το αποδέχθηκε ο πρωθυπουργός. Αλλά έστω κι έτσι ας δεχθούμε ότι δεν είναι αυτό το βασικό πρόβλημα.
Η βασική δυσλειτουργία έγκειται στο γεγονός ότι κύριο μέλημα και του πρωθυπουργού και της υφυπουργού είναι να στεγανοποιήσουν τις συνομιλίες , να περιορίσουν στο ελάχιστο την εμπλοκή ειδικών και διπλωματών στις συνομιλίες, να περιβληθούν με πρόσωπα της απόλυτης εμπιστοσύνης τους, ώστε και τις όποιες δικές τους ευθύνες να λειάνουν αλλά , αν υπάρξει αρνητική εξέλιξη , να δικαιολογηθούν στην κοινή γνώμη , καθώς ήδη καλλιεργήθηκαν προσδοκίες για θετικές εξελίξεις. Η σπασμωδικότητα, οργανωτική, πολιτική και διπλωματική είναι το βασικό γνώρισμα όλων των έως τώρα κινήσεων. Η Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου βαδίζει ήδη σε αναμμένα κάρβουνα…
Βασικός πολιτικός στόχος του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να δημιουργήσει το προφίλ του πολιτικού που επιδιώκει την λύση, ακόμη και με υποχωρήσεις, οπότε σε περίπτωση αποτυχίας να μην έχει να απολογηθεί εντός και εκτός Ελλάδας, θα πει ότι προσπάθησε. Αυτός ο τακτικισμός όμως έχει στοιχίσει πολλά στη χώρα, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις ιδιαίτερα, γιατί μετά από κάθε προσπάθεια το κλίμα επιδεινώνεται και η Τουρκία γίνεται όλο και πιο επιθετική, όλο και πιο αναθεωρητική. Άρα μια αποτυχία θα έχει συνέπειες και τα επικοινωνιακά τρικ δεν θα είναι αρκετά για να δικαιολογηθούν. Σημειωτέον ότι, ο σημερινός πρωθυπουργός έρχεται τελευταίος στη σειρά , γιατί λίγο πολύ το ίδιο ήθελαν όλοι οι πρωθυπουργοί της της ΝΔ, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με την αποτυχημένη μονομερή προσφυγή στη Χάγη το 1975, ο Κώστας Καραμανλής με το βατερλό μετά το Ελσίνκι και ο Σαμαράς με την θολή και εκτός τόπου και χρόνου πολιτική, διανθισμένη με πατριδοκάπηλη ακινησία.
Η μεγάλη διαφορά του Μητσοτάκη με όλους τους άλλους πρωθυπουργούς είναι κανένας δεν προανήγγειλε υποχωρήσεις και κανένας άλλος δεν “εκτόπισε” το κόμμα του, την κυβέρνηση, τους διπλωμάτες και τους ειδικούς για να διαχειριστεί ερήμην όλων το μείζον ζήτημα των ελληνοτουρκικών.
Στο πολιτικό επίπεδο ο Μητσοτάκης με την δεύτερη εκλογική νίκη κατάφερε μια διπλή νίκη, ίσως πρόσκαιρη, αλλά αυτό θα αποδειχθεί στην συνέχεια. Η πρώτη νίκη είναι η καταλυτική αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης . Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν συνιστά απειλή, αλλά τα στελέχη του και οι υποψήφιοι πρόεδροι δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξωτερική πολιτική. Προτιμούν να λιώνουν εντός των μηχανισμών, να κάνουν δηλώσεις και ανακοινώσεις επί παντός επιστητού , αλλά πλην ελαχίστων σοβαρών ανθρώπων, θεωρούν ότι η εξωτερική πολιτική είναι υπόθεση των άλλων. Αν δεν αντιληφθούν τι διακυβεύεται , ο ΣΥΡΙΖΑ θα χάσει και άλλο έδαφος , γιατί οι κρίσιμες ευρωεκλογές θα έχουν μια πλήρη και δυναμική ατζέντα εξωτερικής και ευρωπαικής πολιτικής. …
Η δεύτερη νίκη του Μητσοτάκη αφορά και τη ΝΔ. Την οποία έχει κυριολεκτικά αλώσει. Έχει ταπεινώσει τους Καραμανλικούς, έχει διαλύσει κάθε αντίσταση, ο Σαμαράς είναι ένας γραφικός παλαιοκομματικός που φωνάζει πότε πότε , αλλά με κάποια ρουσφέτια εξαφανίζεται, ενώ συνολικά ως κόμμα έχει αφήσει τα πάντα στο Μέγαρο Μαξίμου. Προφανώς όμως όπως αποδείχθηκε και από τις αντιδράσεις όταν έκανε την δήλωση περί υποχωρήσεων, όλα αυτά εκμηδενίζονται και χάνονται σε περίπτωση έντασης, ή λανθασμένων κινήσεων και κακών προθέσεων. Δεν είναι όλα επικοινωνία .
Έχει όμως άλλα , σοβαρά προβλήματα ο πρωθυπουργός:
πρώτο με το παραμικρό να ξεσηκώνεται κουρνιαχτός μη ελέγξιμος, όπως με τις δηλώσεις για τις υποχωρήσεις. Αν κυλήσουν όλα ομαλά στον ΣΥΡΙΖΑ και ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με το νέο αρχηγό δώσει ειδικό βάρος στα θέματα αυτά, το κλίμα για τον πρωθυπουργό θα αλλάξει εις βάρος του. Ταυτόχρονα, η ΝΔ θα διαβρώνεται από ακροδεξιές θέσεις και εθνικιστικές ιαχές που θα ακούγονται από τα δεξιά του, όταν τα ζητήματα αυτά πάρουν υψηλή θέση στην πολιτική σκηνή.
Ένα ακόμη κρίσιμο στοιχείο, ενόψει των Ευρωεκλογών είναι ότι ο Μητσοτάκης , ο Γεραπετρίτης και η Παπαδοπούλου, αφήνουν να εννοηθεί σε Έλληνες και Ευρωπαίους συνομιλητές τους, ότι δεν προτίθενται να θέσουν όρους στην Τουρκία για την αναβαθμισμένη Τελωνειακή Ένωση. Δηλαδή, δεν δείχνουν διάθεση να διαπραγματευθούν παραχωρώντας πολλά και ισχυρά χαρτιά στην Τουρκία που διαπραγματεύεται ακόμη και το οξυγόνο των συνομιλητών του Ερντογάν. Να σημειωθεί ότι μέχρι στιγμής, η κυβέρνηση δεν δείχνει ιδιαίτερη βούληση να επηρεάσει την έκθεση που θα συντάξει ο Μπορέλ και θα παρουσιάσει στην Επιτροπή τον Οκτώβριο. Οπότε θέλοντας και μη ο Μητσοτάκης θα βρεθεί σε πολλαπλά επίπεδα πιέσεων είναι αυτή την στιγμή, δείχνει και είναι κυρίαρχος.