Είχαμε πάρει την ευθύνη, όταν ψηφιζόταν η «τρίτη και φαρμακερή» κυβερνητική τροπολογία για την απαγόρευση του «κόμματος Κασιδιάρη», να διατυπώσουμε την πρόβλεψη, πως η κυβέρνηση θα έκανε «μια τρύπα στο νερό» και θα μας έμεναν στο τέλος, τα «βαριά τραύματα» στο σώμα της αντιπροσωπευτικής μας δημοκρατίας. Ως το πρώτο, οι εξελίξεις στο αμιγώς πολιτικό πεδίο, προαναγγέλλουν ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο. Ως προς το δεύτερο, είχαμε την καταλυτική παρέμβαση του πρώην προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας Σωτήρη Ρίζου, στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, με επιχειρηματολογία που αποδομεί πλήρως, ως προς όλα τα σημεία, την κυβερνητική παρέμβαση, αλλά και τους συλλογισμούς όσων επιμένουν να στηρίζουν την ορθότητα της. Γι` αυτό και αξίζει τον κόπο, καθώς διακυβεύονται πολύ περισσότερα απ` όσα νομίζουν μερικοί, να δούμε ένα προς ένα τα επιχειρήματα.
Εν αρχή, ο ανώτατος δικαστικός αναφέρεται στο πολυσυζητημένο παράδειγμα της Γερμανίας. Οπου πράγματι, υπό την καταλυτική εμπειρία της ναζιστικής εμπειρίας, προβλέφθηκε η δυνατότητα απαγόρευσης πολιτικών κομμάτων, μέσω του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που συστάθηκε προς τούτο.
Η ρύθμιση όμως που προβλέφθηκε στο άρθρο 21 του Συντάγματος του 1949, πρόβλεπε ότι η απαγόρευση θα ίσχυε για κόμματα που όχι μόνο σκόπευαν στην κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, αλλά είχαν και τη δύναμη να την επιβάλλουν.
Στο πλαίσιο αυτής της αυστηρής ρύθμισης, η σχετική διάταξη ενεργοποιήθηκε μόλις δύο φορές, το 1952 και το 1956, με μάλλον αμφίβολα αποτελέσματα, ενώ πρόσφατα απορρίφθηκε σχετική προσφυγή, με το επιχείρημα ότι το συγκεκριμένο κόμμα, ναι μεν αποσκοπούσε στην κατάλυση της δημοκρατίας, αλλά δεν είχε τη δύναμη να την επιβάλλει.
Ως προς τα καθ` ημάς, ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας αναφέρεται στις σχετικές συζητήσεις, στη Βουλή, κατά την επεξεργασία του Συντάγματος του 1975, παραθέτοντας μάλιστα περικοπή από αγόρευση του Ηλία Ηλιού, όπου επισημαινόταν το, τότε, πρόσφατο ιστορικό προηγούμενο, όπου οι απαγορευτικές διατάξεις για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, επεκτάθηκαν εις βάρος του Κέντρου, αλλά και της Δεξιάς.
Εν προκειμένω, ο κίνδυνος επέκτασης λειτουργεί μάλλον αντίστροφα.
Το «πάρθιο βέλος» του όμως ο διακεκριμένος ανώτατος δικαστικός το επιφυλάσσει για το τέλος, όταν παραθέτει απόφαση, με ισχύ νομολογιακού δεδικασμένου, ακριβώς του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου, που εκδόθηκε το 2014, όταν κλήθηκε να αποφανθεί για το ενδεχόμενο απαγόρευσης της «Χρυσής Αυγής» στις ευρωεκλογές εκείνης της χρονιάς, με βάση τις ποινικές διώξεις που είχαν ήδη ασκηθεί.
Απορρίπτοντας τη σχετική προσφυγή, οι δικαστές επεσήμαιναν μεταξύ άλλων πως «μόνο η άσκηση ποινικών διώξεων για εγκληματικές πράξεις, χωρίς αμετάκλητη ποινική καταδίκη και συνακόλουθη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν συνεπάγεται άρση της εκλογιμότητας του εμπλεκομένου προσώπου και δεν θίγει τη νομική θέση και τη θεσμική δράση του πολιτικού κόμματος»!
Αφού δε υπενθυμίζει πως οι συγκεκριμένες Συνταγματικές διατάξεις δεν άλλαξαν σε καμία από τις πολλές αναθεωρήσεις που έγιναν, καταλήγει στο εύλογο συμπέρασμα ότι «το σύστημα (όπως εύγλωττα το ονομάζει) που κατεβλήθη προσπάθεια να δομηθεί εντός του εκλογικού νόμου, είναι αντίθετο προς τη συνταγματική τάξη».
Γι` αυτό και «η τυχόν δικαστική του νομιμοποίηση θα δημιουργήσει μια διαρκή ρευστότητα στη λειτουργία της δημοκρατικής αρχής»…