Μέχρι τώρα η τελευταία γραμμή άμυνας ήταν το απόρρητο. Καταστροφή αρχείων χωρίς έλεγχο και λογοδοσία, υποκλοπές χωρίς όριο και χωρίς αιτιολόγηση με την ομιχλώδη επίκληση της εθνικής ασφάλειας, ύποπτες κουμπαριές και υπεροψία στο ζενίθ. Μετά , εισαγγελείς και κυβερνητικοί όλο έπαρση να απειλούν ότι μπορούν να παρακολουθούν και την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τώρα, ενώ απειλείται με κατάρρευση , η κυβέρνηση αποφασίζει να φέρει νομοσχέδιο για να βάλει υποτίθεται τάξη σε αυτό το παρακρατικό όργιο. Το οποίο, μεταξύ άλλων προβλέπει ότι ένας πολίτης θα μπορεί ζητήσει ενημέρωση από την ΑΔΑΕ, αλλά μόνο τρία χρόνια μετά θα μπορεί να μάθει, αν μάθει! Κάτι που όπως ήδη επισημάνθηκε είναι αντίθετο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αλλά δεν είναι το μόνο πρόβλημα. Όλη η φιλοσοφία αποπνέει καθεστωτική νοοτροπία, αποσκοπεί στην προστασία του συστήματος Μητσοτάκη, υποβαθμίζει την λειτουργία του κοινοβουλίου ακόμη περισσότερο και μετατρέπει τις μυστικές υπηρεσίες σε υπερδομή. Πρόκειται για έκτρωμα διεθνών διαστάσεων, αλλά έχει και συνέχεια…
Αν ένας πολίτης λοιπόν αποφασίζει να μάθει τι συμβαίνει με το τηλέφωνό του και τον υπολογιστή του και επιδιώξει ενημέρωση και προστασία φυσικά τότε μάλλον αρχίζει η περιπέτειά του. Γιατί το εν λόγο νομοσχέδιο προβλέπει ότι η τελική απόφαση θα λαμβάνεται από μια τριμελή επιτροπή, την οποία θα συγκροτούν ο επικεφαλής της ΕΥΠ, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ και ο αρμόδιος εισαγγελέας. Όμως, η όποια απόφασή τους θα λαμβάνεται χωρίς χρήση πρακτικών και χωρίς να φαίνεται η μειοψηφούσα άποψη, αν υπάρχει Αλλά η μη τήρηση πρακτικών σημαίνει επίσης ότι αν θέλει κάποιος να πάρει τα έγγραφα της απόφασης και να επιδιώξει δικαίωση από το δικαστήριο δεν θα μπορεί, αφού δεν θα υπάρχουν πρακτικά, άρα ούτε σκεπτικό. Ούτε στη χούντα …
Με το νομοσχέδιο αυτό, ουσιαστικά η κυβέρνηση υψώνει τείχη αυτοπροστασίας, ώστε να μην γίνει καμία έρευνα και να μην μάθει κανείς τι συνέβη στα έγκατα του κράτους -παρακράτους. Η αντιπολίτευση σφυροκόπησε την κυβέρνηση, αλλά αποτέλεσμα δεν υπάρχει, παρά μόνο η δέσμευση ότι μια άλλη κυβέρνηση μπορεί να καταργήσει αυτόν τον νόμο, όταν ψηφιστεί και να προστατευθούν τα δικαιώματα των πολιτών
Απ' την πλευρά της η κυβέρνηση παρουσιάζει το νομοσχέδιο με τη μορφή 25 ερωτήσεων – απαντήσεων με τις πιο ενδιαφέρουσες να αναφέρουν τα εξής:
Έως σήμερα δεν υφίσταται ειδική διαδικασία για πολιτικά πρόσωπα και ακολουθείται η συνήθης διαδικασία. Αποδείχθηκε ότι θα πρέπει να υπάρχουν ειδικές ασφαλιστικές δικλείδες. Τίθεται με το νομοσχέδιο ένα τριπλό φίλτρο εγγυήσεων: α) τη διαδικασία επισπεύδει μόνο η ΕΥΠ, β) θα πρέπει να δώσει άδεια ο Πρόεδρος της Βουλής πριν την διπλή εισαγγελική κρίση και γ) το αίτημα για την άρση οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας.
Έως το 2021, ήταν δυνατόν να ενημερώνεται κατά τη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου, μόνο εφόσον δεν υφίστατο διακύβευση του σκοπού για τον οποίο διατάχθηκε η άρση. Έκτοτε δεν ήταν δυνατή η ενημέρωση όταν επρόκειτο για λόγους εθνικής ασφάλειας (ήταν όμως δυνατή για άρσεις προς διακρίβωση εγκλημάτων). Το ζήτημα αυτό είναι εξαιρετικά σύνθετο διότι πρέπει να συναιρεί δικαιώματα αλλά και την αποτελεσματικότητα της υπηρεσίας όταν πρόκειται για υψηλού επιπέδου κινδύνους.
Έως σήμερα, προβλέπεται η καταστροφή των αρχείων χωρίς όμως συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια και συγκεκριμένες διαδικασίες. Πλέον η σχετική διαδικασία τυποποιείται. Για μεν το περιεχόμενο της παρακολούθησης, προβλέπεται καταρχήν αυτόματη διαγραφή μετά την πάροδο 6 μηνών από την παύση της άρσης. Για δε τον φάκελο με το υλικό τεκμηρίωσης για την άρση, προβλέπεται η καταστροφή του καταρχήν μετά την πάροδο 10 ετών από τη λήξη της άρσης. Προβλέπεται επιπλέον δυνατότητα πλήρους ψηφιοποίησης του αρχείου για εύκολη αναζήτηση και μείζονα ασφάλεια.
Έως σήμερα ο κατάλογος ήταν εξαιρετικά ευρύς και περιλάμβανε κακουργήματα και πλημμελήματα του ποινικού κώδικα και ειδικών ποινικών νόμων. Ο κατάλογος αυτός εξορθολογίζεται ώστε να περιλάβει καταρχήν όλα τα κακουργήματα και από τα πλημμελήματα μόνο όσα φέρουν ιδιαίτερη απαξία (πχ κατά ανηλίκων, εμπρησμοί, εγκληματική συμμορία) αφαιρώντας τους περισσότερους ειδικούς νόμους. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να διαταχθεί η άρση για απλή κλοπή ή απάτη.
Το δημόσιο θα μπορεί να προμηθεύεται κατασκοπευτικά λογισμικά υπό προϋποθέσεις που θα καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα των συναρμόδιων υπουργών, που θα έχει τύχει της προβλεπόμενης επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Έως σήμερα ο διοικητής και οι υποδιοικητές μπορεί να προέρχονται από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Με το προτεινόμενο νομοσχέδιο, Διοικητής ορίζεται πρόσωπο προερχόμενο από το διπλωματικό σώμα ή απόστρατος ανώτατος αξιωματικός. Υποδιοικητές μπορεί να είναι κάποιοι από τους ανωτέρω, καθώς και υπάλληλοι και λειτουργοί του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Επιπλέον, ο αριθμός των υποδιοικητών περιορίζεται από 3 που είναι σήμερα σε 2.
Προστίθενται 3 νέα δομές. α) Η Ακαδημία Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας με αποστολή την εκπαίδευση, επιμόρφωση και εξειδίκευση του προσωπικού της ΕΥΠ για την αποτελεσματικότερη εκτέλεση των καθηκόντων του. β) Η Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία είναι αρμόδια μεταξύ άλλων για τον εσωτερικό έλεγχο της ΕΥΠ. γ) Το Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας, με αρμοδιότητα για την προβολή του έργου της υπηρεσίας και για την ενημέρωση της κοινωνίας για τις δράσεις της και για τυχόν κινδύνους για την εθνική ασφάλεια.