Του Σωτήρη Σιδέρη
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη βουλή, παραπατώντας μεταξύ αστάθειας και σταθερότητας και σχεδόν τρομοκρατημένος, προέβαλε το πρωτοφανές επιχείρημα ότι το αίτημα για εκλογές, ο πυρήνας δηλαδή της δημοκρατικής λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού , οδηγεί τη χώρα στην αποσταθεροποίηση. Ταύτισε την σταθερότητα της χώρας με την πρωθυπουργία του. Η ένταση των λέξεων που εκτόξευε υπέκρυπτε την παράκληση ότι πρέπει να μείνει πρωθυπουργός και ότι μια υπηρεσιακή κυβέρνηση θα αποσταθεροποιήσει τη χώρα. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η ήττα Μητσοτάκη στις εκλογές θα σηματοδοτήσει την ακριβώς αντίθετη πορεία. Την επιστροφή στην ομαλότητα. Η απάντηση του Τσίπρα ήταν η ενδεδειγμένη. Υπερασπίστηκε πολιτικά και θεσμικά μια άλλη πολιτική, καθώς βλέπει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ανακτά πλήρως το ηθικό πλεονέκτημα. Το πρώτο συμπέρασμα έρχεται αβίαστα. Ο πρωθυπουργός βρίσκεται σε κατάσταση ομηρείας. Οι Σαμαράς και Καραμανλής δεν πήγαν καν στη βουλή. . Η εμφάνισή του στην προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση ήταν ένα κράμα αλαζονείας, πανικού, αυταρχισμού και ανεπάρκειας, διανθισμένο με τις γνωστές κινδυνολογικές εξάρσεις πατριωτικής κενολογίας στο όνομα της εθνικής ασφάλειας.
Η επίκληση του κινδύνου αστάθειας της χώρας ήταν πάντα η αγαπημένη έξοδος κινδύνου για τους πρωθυπουργούς που έβλεπαν το τέλος τους να έρχεται. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ίσως ο πιο αδύναμος κρίκος σε αυτή την αλυσίδα προσπαθεί να διασωθεί με τον ίδιο τρόπο. Ιδού ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα, από την ομιλία του στη βουλή, που καταδεικνύει το πολιτικό αδιέξοδο του πρωθυπουργού, διανθισμένο με ισχυρές δόσεις πατριωτικής αερολογίας:
“Ζητάτε εκλογές σε αυτό το περιβάλλον αστάθειας, χωρίς να αναλογίζεστε τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πατρίδα. Δεν βλέπετε τι γίνεται στην Ιταλία; Τι θα σήμαινε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση εν μέσω αυτής της κρίσης; Θέλετε κ. Τσίπρα να οδηγήσετε την χώρα στην αστάθεια; Εγώ θα αναλάβω το κόστος να οδηγήσω τη χώρα σε ένα σταθερό λιμάνι. Δεν θα φυγομαχήσω, δεν θα εκχωρήσω την ευθύνη που μου ανέθεσε ο λαός. Θα περάσουμε μαζί αυτόν τον δύσκολο χειμώνα. Και στο τέλος της τετραετίας θα αναμετρηθούμε”.
Αερολογία πρώτη: ο πρωθυπουργός ισχυρίζεται ότι ήδη η χώρα κινείται σε περιβάλλον αστάθειας, άσχετο με τις υποκλοπές. Αν ήθελε να μην είναι κενολόγος θα έθετε ο ίδιος το ζήτημα τι σημαίνει για την πατρίδα να παρακολουθεί το τηλέφωνο αρχηγού κόμματος και πόσο συμβάλει στην αστάθεια. Αλλά αντί να σχεδιάσει μια πολιτική σταθερότητας οξύνει τις ανισότητες στην κοινωνία, υπερασπιζόμενος τα καρτέλ και παρακολουθεί πολιτικούς και δημοσιογράφους.
Αερολογία δεύτερη: τις υποκλοπές δεν τις αποκάλυψε ο Τσίπρας, ούτε φυσικά τις έκανε. Είναι έργο Μητσοτάκη που αποκαλύφθηκαν από έναν δημοσιογράφο και έναν αρχηγό κόμματος. Το αίτημα για παραίτηση και εκλογές είναι ο πυρήνας της λειτουργίας της αντιπολίτευσης. Αλλά αυτόν τον δημοκρατικό ρόλο τον αρνείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης κινδυνολογώντας. Υπηρεσιακές κυβερνήσεις είχε η Ελλάδα σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, απλά ο Μητσοτάκης ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα χωρίς τον ίδιο έχει πρόβλημα, ενώ το πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο ίδιος.
Αερολογία τρίτη: η ελληνική πολιτική σκηνή δεν έχει καμία σχέση με την Ιταλία που αλλάζει συνεχώς κυβερνήσεις , εδώ και δεκαετίες. Όμως η Ιταλία παρά τα κυβερνητικά προβλήματα , έχει ένα κράτος που εργάζεται σταθερά, παράγει και είναι στους G-7. Η Ελλάδα είναι άφαντη.
Αερολογία τέταρτη: “δεν θα φυγομαχήσω, δεν θα εκχωρήσω την ευθύνη που μου ανέθεσε ο λαός”. Μα ήδη το έχει κάνει. Και φυγομαχεί και τον κατήγγειλε όλη η αντιπολίτευση και διαπρεπείς νομικοί και εκχώρησε την ευθύνη στον ανεψιό του, στον Γεραπετρίτη και σε άλλους. Όλη η Ελλάδα το βλέπει.
Όσο για τη φράση του ότι “θα αναμετρηθούμε στο τέλος της τετραετίας” δεν χρειάζονταν. Θέλει δεν θέλει η αναμέτρηση θα γίνει , το ζήτημα ήταν και είναι αυτή η αναμέτρηση να γίνει αναλαμβάνοντας τις ευθύνες του, όπως του ζητά σύσσωμη η αντιπολίτευση.
Είναι πλέον φανερό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αποσταθεροποιημένος και νομίζει ότι κινδυνολογώντας και κάνοντας λόγο για αποσταθεροποίηση της χώρας θα φρενάρει την πορεία προς το τέλος. Αυτή την έπαρση την είχαν και άλλοι πρωθυπουργοί και δεν τους θυμάται κανείς. Η αγωνία του πρωθυπουργού για το τέλος που θα έχει είναι αυτό που τον κλονίζει, τον αποσυντονίζει, τον αποσταθεροποιεί, τον γονατίζει. Ότι και ο ίδιος όπως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν πρωθυπουργοί μιας χρήσεως. Μιας θητείας. Της ίδιας αντίληψης για τους δημόσιους πόρους, για τις σχέσεις με την διαπλοκή, τον ιδιωτικό τομέα, την λεηλασία του κράτους. Και με τον ίδιο τρόπο πέφτουν. Εν μέσω κατακραυγής.
Το ηθικό τους μειονέκτημα θα μείνει στην ιστορία της χώρας. Ευτυχώς η Ελλάδα , ελπίζουμε και αυτή τη φορά, να βρει τη δύναμη να ξεπεράσει και αυτή την περιπέτεια. Η επόμενη ημέρα θα είναι ημέρα σταθερότητας, ομαλότητας και επιστροφής στην ελπίδα.