Ξέφρενο πάρτι απευθείας αναθέσεων που φθάνει σε ιλιγγιώδη ποσά , έστησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη και μάλιστα μόνο σε 18 μήνες, δηλαδή από τον Ιανουάριο του 2020 μέχρι τον Ιούνιο του 2021. Όσο και κόμματα, λίγα ΜΜΕ και συνδικαλιστικοί φορείς, κατήγγειλαν ή διαμαρτύρονταν, η κυβέρνηση δεν πτοήθηκε. Δικαίως λοιπόν κατηγορείται για εργολαβικά συμφέροντα. Το θέμα είναι η νομιμότητα αυτών των αναθέσεων και πότε θα γίνει ο έλεγχο. Ο ΣΥΡΙΖΑ με νέα παρέμβασή του κατήγγειλε για μια ακόμη φορά την κυβερνητική τακτική. Αναμένεται απάντηση, που ίσως δεν έρθει ποτέ .
Σύμφωνα λοιπόν με νέα στοιχεία προκαλούν την κοινή γνώμη τα ποσά δαπάνησε το Δημόσιο μέσω συμβάσεων που συνήψε για την αγορά υπηρεσιών, προμηθειών, την κατασκευή έργων και την εκπόνηση μελετών μέσω απ’ ευθείας αναθέσεων. Το ποσό φθάνει το 1,88 δισ. ευρώ και αφορά τη διάρκεια του 18μήνου Ιανουαρίου 2020 - Ιουνίου 2021.
Τα στοιχεία του Κεντρικού Ηλεκτρονικού Μητρώου Δημοσίων Συμβάσεων (ΚΗΜΔΗΣ) φανερώνουν πως από τον Ιανουάριο του 2020 έως τον Ιούνιο του 2021 επικυρώθηκαν -από τις περίπου 3.500 αναθέτουσες αρχές που λειτουργούν στη χώρα και έχουν το δικαίωμα να πραγματοποιούν δημόσιες συμβάσεις- συνολικά 305.656 δημόσιες συμβάσεις, συνολικού προϋπολογισμού 13,55 δισ. ευρώ.
Ανά κατηγορία συμβάσεων, οι περισσότερες ως προς τον αριθμό αφορούν τις προμήθειες, ωστόσο ως προς το ύψος τα «σκήπτρα» κρατά η κατηγορία «έργα». Ο αριθμός που αφορά απευθείας αναθέσεις αντιστοιχεί σε ποσοστό 65% του συνόλου των συμβάσεων όμως, το ποσό που διατέθηκε για τη συγκεκριμένη μέθοδο ανάθεσης περιορίζεται στο περίπου 16% των 13,5 δισ. ευρώ.
Όπως επισημαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ , «το παράδειγμα των απευθείας αναθέσεων της ΓΓ Αντεγκληματικής Πολιτικής κυρίας Νικολάου φαίνεται ότι έχουν ακολουθήσει πολλά στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Το τεράστιο ποσοστό των απευθείας αναθέσεων παραπέμπει σε ξέφρενο πάρτι γαλάζιων παιδιών που ενώ κατηγορούν το δημόσιο ως αντικρατιστές, την ίδια ώρα τρώνε με χρυσά κουτάλια.
Κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά η κυβέρνηση αρνείται τη διαγραφή ιδιωτικού χρέους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ελάφρυνσης των νοικοκυριών από το αυξημένο κόστος της ενέργειας, καθώς και ουσιαστική ενίσχυση του ΕΣΥ».