Η εφαρμογή, από 5/8, της νέας ρήτρας που θα βασίζεται στην χονδρεμπορική τιμή ρεύματος (ρήτρα αναπροσαρμογής χρεώσεων προμήθειας) στα τιμολόγια της ΔΕΗ, θα μεταφέρει νέες μεγάλες αυξήσεις στους καταναλωτές (οικιακούς, επιχειρήσεις, αγρότες). Η συνεχιζόμενη αρνητική πρωτιά της ακριβότερης χονδρικής τιμής στην Ευρώπη και οι κίνδυνοι επάρκειας που αναδείχθηκαν τις μέρες του ακραίου καύσωνα, όπου παρουσιάστηκε και η μεγαλύτερη ζήτηση, αποδεικνύουν το πολύ μεγάλο έλλειμμα που υπάρχει στον ενεργειακό σχεδιασμό της χώρας, αλλά και τις αντιλαϊκές και αντιπεριβαλλοντικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη τα τελευταία 2 χρόνια. Πηγές της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε συνδυασμό με εκτιμήσεις αναλυτών της αγοράς ενέργειας επισημαίνουν:
Ενεργειακή στρατηγική : Δύο χρόνια μετά την επικοινωνιακή εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης από τον κ.Μητσοτάκη, η χώρα δεν έχει ακόμη στη διάθεσή της τα κατάλληλα εργαλεία που θα καταστήσουν την απεξάρτηση από το λιγνίτη εφικτή, με όρους που θα διασφαλίζουν την επάρκεια του συστήματος, την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας αλλά και την πρόσβαση σε καθαρή και προσιτή ενέργεια για όλους τους πολίτες με καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας. Δεν επιτυγχάνεται δηλαδή κανένα από τα κριτήρια που ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχε θέσει ως βασικές αρχές σχεδιασμού.
Μακροχρόνια εξάρτηση της ηλεκτροπαραγωγής από το Φυσικό Αέριο: Με επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη που κρύφτηκαν πίσω από την εξαγγελία της ταχείας απολιγνιτοποίησης, ο ενεργειακός σχεδιασμός της χώρας, το ισχύον Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, αλλά και η Μακροχρόνια Στρατηγική για το 2050, διατηρούν και μάλιστα ενισχύουν το ρόλο του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή. Αποτέλεσμα αυτής της επιλογής είναι να μην οδηγούμαστε προς την κλιματική ουδετερότητα και να υπάρχει άμεση ανάγκη αναθεώρησης και των δύο αυτών στρατηγικών κειμένων, λόγω και του αναθεωρημένου ευρωπαϊκού στόχου μείωσης εκπομπών για το 2030.
Αντί η κυβέρνηση να στοχεύει στη σταδιακή απόσυρση των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής που χρησιμοποιούν ορυκτά καύσιμα με αντικατάστασή τους με ΑΠΕ, η χώρα μας δεσμεύεται σε νέες, πολλές και ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου, επίσης ορυκτού καυσίμου, του οποίου επίσης η τιμή έχει εκτοξευθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα, συνεισφέροντας στη μεγάλη αύξηση του κόστους ηλεκτρισμού.
Το έλλειμμα σχεδιασμού αποδείχθηκε με την ενεργοποίηση της Μεγαλόπολη 3 για να ανταπεξέλθει το σύστημα στο έλλειμμα ενέργειας, ενώ ο πρώην Υπουργός ΠΕΝ είχε σπεύσει να ανακοινώσει με επικοινωνιακές μεγαλοστομίες, σε συνέντευξη τύπου, τον Σεπτέμβριο του 2020, την απόσυρση της Μεγαλόπολης 3 από το 2021 αντί για το 2022, παρότι από την πλευρά του Διαχειριστή (ΑΔΜΗΕ) είχαν κατατεθεί ενστάσεις για την επίσπευση αυτή, που επιβεβαιώθηκαν αυτή τη βδομάδα.
Μετάβαση στις ΑΠΕ: Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει καθυστερήσει χαρακτηριστικά, εδώ και δύο χρόνια, στην εκπόνηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ προκήρυξε το Φεβρουάριο του 2019, στη δημιουργία του κατάλληλου πλαισίου για την αποθήκευση ενέργειας από ΑΠΕ και στη δημιουργία πλαισίου για τις θαλάσσιες ΑΠΕ. Οι καθυστερήσεις αυτές δεν καθυστερούν μόνο τα έργα ΑΠΕ και τη μεγαλύτερη χρήση ενέργειας από ΑΠΕ, αλλά καθιστούν μονόδρομο τη χρήση περισσότερου φυσικού αερίου και εισαγωγών για τη διασφάλιση της επάρκειας του συστήματος.
Αντίθετα η επίσπευση – στα χαρτιά – της αδειοδότησης των ΑΠΕ έχει οδηγήσει στην υπερθέρμανση του κλάδου, σε πληθώρα αιτήσεων από «επενδυτές» που «είδαν φως και μπήκαν».
Ιδιωτικοποίηση και απώλεια ενεργειακών φορέων: Παράλληλα εξελίσσεται το σχέδιο της ΝΔ για την ιδιωτικοποίηση κρίσιμων εργαλείων της ενεργειακής μετάβασης, και ιδίως των δικτύων. Ενώ η χώρα είναι εκτός μνημονίων, έχουμε την εκπεφρασμένη βούληση για την πώληση περαιτέρω ποσοστού του ΑΔΜΗΕ (Ν.4685, άρθρο 115), την πώληση μεριδίου του ΔΕΔΔΗΕ (δίκτυα διανομής, σε φάση προσφορών), την πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών (δίκτυο φυσικού αερίου, κατάθεση τελικών προσφορών). Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η ΝΔ επικαλείται υποκριτικά την ανάγκη επενδύσεων και την παροχή τεχνογνωσίας, ενώ η ίδια δίνει επιπλέον προίκα στους αγοραστές χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, από το ΕΣΠΑ, καθώς και εγγυημένα έσοδα, και αφήνει σκοπίμως τους φορείς υποστελεχωμένους από τεχνικό και επιστημονικό προσωπικό. Την ίδια ώρα παρατηρούμε πολλαπλασιασμό διευθυντών και των αμοιβών τους και χρυσά bonus για τα γαλάζια παιδιά, που προφανώς επιβαρύνουν τους τελικούς καταναλωτές.
Αγορά ενέργειας : Στην αγορά ενέργειας, η κατάσταση είναι πλέον εκτός ελέγχου. Ενώ εδώ και ενάμιση χρόνο περίπου, και πριν από την έναρξη λειτουργίας του Target Model, ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και φορείς της αγοράς (μη καθετοποιημένοι προμηθευτές, βιομηχανία) καταγγέλλουν αισχροκέρδεια και χειραγώγηση τιμών, μόλις τώρα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ξεκινά τη διερεύνηση της κατάστασης. Η εφαρμογή του Target Model χωρίς τα κατάλληλα εργαλεία παρακολούθησης και εποπτείας της αγοράς και η χειραγώγηση τιμών που ακολούθησε, οδήγησαν σε μεγάλη αύξηση της χονδρικής τιμής ηλεκτρικής ενέργειας ήδη από το Νοέμβριο του 2020, η οποία συνεχίστηκε σταθερά, μέχρι και τον Ιούνιο. Ήδη η Ελλάδα έχει την υψηλότερη τιμή χονδρικής ενέργειας στην Ευρώπη*.
Ο Υπουργός ΠΕΝ, κ. Σκρέκας, σε συνεντεύξεις του αυτή την εβδομάδα παραδέχεται κυνικά την εκτόξευση των τιμών, δεύτερη φορά μέσα στα δύο χρόνια της ΝΔ, και επικαλείται και πάλι την «ατομική ευθύνη» των καταναλωτών, να βρουν ένα κατάλληλο εμπορικό πακέτο προκειμένου να έχουν μικρότερη χρέωση. Αποκρύπτει όμως ότι η Πολιτεία έχει την ευθύνη και τα θεσμικά εργαλεία που μπορούν να επιτρέψουν τη μείωση του κόστους ενέργειας που επωμίζονται νοικοκυριά και επιχειρήσεις, και ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει μέτρα που ήδη παίρνουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ευθύνη εκτίναξης των τιμών ανήκει αποκλειστικά στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και στη διοίκηση της ΔΕΗ.