Του Σωτήρη Σιδέρη
Όλο και περισσότερα ερωτηματικά αναδύονται καθώς αναμένεται η έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών Ελλάδας –Τουρκίας . Οι τακτικισμοί δίνουν και παίρνουν και κανείς δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει τις παραμέτρους αυτής της σκόπιμης καθυστέρησης που αποδίδεται μεν στην Άγκυρα, αλλά δεν φαίνεται να καίγεται και η Αθήνα για την έναρξή τους. Έχοντας ουσιαστικά εξασφαλίσει την ατιμωρησία από την ΕΕ και εκμεταλλευόμενος την διεθνή ρευστότητα και ανοχή των υπερδυνάμεων του πλανήτη, των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας, ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συνεχίζει αχαλίνωτος τον αποσταθεροποιητικό ρόλο σε μια τεράστια περιοχή από την Ανατολική Μεσόγειο μέχρι τον Καύκασο.
Συμπεριφέρεται σχεδόν περιφρονητικά προς την ΕΕ λίγες ημέρες μετά την σύνοδο κορυφής ανοίγοντας τοο παραλιακό μέτωπο των Βαρωσίων, κίνηση που θα έχει και συνέχεια σίγουρα. Έχοντας να αντιμετωπίσει ισχυρές πιέσεις στο εσωτερικό της Τουρκίας, ο Ερντογάν οξύνει τα πνεύματα με εμφανή πρόθεση και να εδραιωθεί ο περιφερειακός ρόλος της χώρας του, αλλά και ταυτόχρονα να συσπειρώσει τις δυνάμεις του . Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η αντιπολίτευση ακόμη αδυνατεί να δημιουργήσει ένα μέτωπο εναντίον και ενώ η οικονομική κρίση και ο αυταρχισμός ενισχύονται.
Αποτελεί σίγουρα διεθνή πρωτοτυπία να ανακοινώνεται η έναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, αλλά όχι η ημερομηνία διεξαγωγής τους. Αυτή η εκκρεμότητα φαίνεται ότι είναι χρήσιμη στον Ερντογάν που επιδιώκει να διαμορφώσει τους δικούς του όρους για το περιεχόμενό τους. Σε κάθε όμως περίπτωση η πολιτική της Τουρκίας προς την Ελλάδα δεν θα αλλάξει. Μπορεί να μειωθεί η στρατιωτική πίεση, αλλά θα αυξηθεί η διπλωματική για διευθετήσεις που την συμφέρουν. Η Άγκυρα πέτυχε να γίνει θετική αναφορά στην αναβάθμιση της Τελωνειακής Ένωσης, προκαλεί και πάλι στην Κύπρο, έχοντας απονευρώσει πλήρως την σχέση Αθήνας –Λευκωσίας, εμπλέκεται ενεργά στην διαμάχη Αρμενίας –Αζερμπαιτζάν και όταν κρίνει σκόπιμο θα ξεκινήσουν οι διερευνητικές. Η Ελλάδα οφείλει να πιέσει, αν θέλει λύση και να αξιοποιήσει τον χρόνο μέχρι τον Δεκέμβριο. Η Τουρκία σίγουρα προετοιμάζεται για μια μεγάλη διαπραγμάτευση, ιστορικών διαστάσεων, την δεύτερη μετά την συνθήκη της Λωζάννης πριν από εκατό χρόνια. Και δείχνει να είναι έτοιμη γι αυτό. Η Ελλάδα όχι.
Ο συνδυασμός διπλωματικής και στρατιωτικής κινητικότητας της Τουρκίας και κυρίως η ανοχή την έχουν οδηγήσει σε αναβάθμιση του περιφερειακού της ρόλου, όχι όμως και στην εδραίωσή του. Υπάρχει όμως και μια σοβαρή εσωτερική πτυχή που θα προσπαθήσουμε να συνδυάσουμε για να καταδειχθεί το διπλό μέτωπο που έχει δημιουργήσει δηλαδή το διεθνές και το εσωτερικό, όπου το έλλειμμα δημοκρατίας, οι διώξεις, το νέο παρακράτος και η οικονομική κρίση, απειλούν τα μεγάλα σχέδια του Τούρκου προέδρου.
Η κατάσταση αυτή επιφέρει επιπτώσεις στην συμπεριφορά του . Πολλές φορές οι αντιδράσεις του και οι δηλώσεις του είναι συναισθηματικού τύπου, ένα κράμα παθολογικού εθνικισμού και τυχοδιωκτισμού . Άλλοτε απειλεί με πολέμους, άλλοτε προσποιείται ότι η χώρα του υποφέρει από ξένους εχθρούς που θέλουν να την περικυκλώσουν, να την διαμελίσουν και επικαλείται συνεχώς τη συμφωνία των Σεβρών. Οι σκληρές ισλαμικές του πεποιθήσεις και ο ανεξάντλητος εθνικισμός του, διοχετεύονται , άλλοτε έντεχνα άλλοτε με ωμή προπαγάνδα στον τουρκικό λαό, αποτελεί δηλαδή ένα ισχυρό παραισθησιογόνο με στόχο τον έλεγχο της κοινωνίας και την υποταγή της στα σχέδιά του. Το σχέδιό του είναι η μεγάλη Τουρκία.
Σε ομιλία του την Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020, ο Ερντογάν ξεπέρασε τον εαυτό του. Αποκάλεσε «Κράτη – εγκληματίες» την Κύπρο, το Ισραήλ, αλλά και τη Συρία, ενώ σημείωσε πως «όσοι μιλούσαν εναντίον μας τώρα κάθονται να συνομιλήσουν μαζί μας».
Είναι παρανοϊκό να αποκαλεί ο Ερντογάν κράτη εγκληματίες την Κύπρο και την Συρία, ας εξαιρέσουμε το Ισραήλ που όντως έχει επί δεκαετίες μια πολύ σκληρή και βίαιη πολιτική κατά των Παλαιστινίων. Η Κύπρος έχει υποστεί εισβολή, άνθρωποι αγνοούνται ακόμη, η Τουρκία έχει καταδικαστεί , το ψευδοκράτος δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από κανέναν διεθνή οργανισμό και από καμία χώρα και βιώνει ακόμη τις συνέπειες της κατοχής. Η Συρία μια διαλυμένη χώρα, υφίσταται τις σκληρές συνέπειες ενός εμφύλιου σπαραγμού και πλήθος ξένων επεμβάσεων. Ο βρόμικος ρόλος της Τουρκίας στην Συρία είναι γνωστός. Κατά συνέπεια, η αναφορά αυτή του Ερντογάν, συνιστά προσβολή για τον πολιτισμένο κόσμο και για κάθε δημοκράτη πολίτη .
Προς το παρόν τουλάχιστον δεν διαφαίνεται καμία διεθνής παρέμβαση ώστε να τεθεί ένα τέλος στις επεμβάσεις της Τουρκίας. Οι νέες ισορροπίες που δημιούργησε το σχέδιο της μεγάλης Τουρκίας , οι στρατηγικές συμμαχίες , κυρίως με την Ρωσία την έχουν οδηγήσει σε μια κατάσταση υπερβολικής επίδειξης ισχύος. Η Άγκυρα και ο Ερντογάν δεν θα ήταν σε θέση ούτε να κουνηθούν έξω από τα σύνορά τους, αν δεν υπήρχε κυρίως η Ρωσία να της ανοίγει δρόμους. Στην Συρία, την Λιβύη και τώρα στο Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η πορεία είναι δύσκολο να προβλεφθεί. Σε μεγάλο βαθμό η συνέχεια θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών. Αν εκλεγεί ο Μπάιντεν, το σύστημα Ερντογάν θα αποσταθεροποιηθεί και η Μόσχα δεν θα θελήσει να βρεθεί αντιμέτωπη με τις ΗΠΑ, άρα ο Πούτιν θα περιορίσει την στήριξη προς τον Τούρκο πρόεδρο. Αυτό που περιμένουμε από τον Μπάιντεν είναι να ακούσουμε το σχέδιό του, γιατί τις προθέσεις του τις έχει κάνει γνωστές από τον περασμένο Δεκέμβριο όταν δήλωσε ότι θέλει αλλαγή στην Τουρκία .
Εντός της Τουρκίας η συμμαχία του Τούρκου προέδρου με τους ακροδεξιούς γκρίζους λύκους του Μπαχτσελί καλά κρατεί και στην συμμαχία αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό ο εθνικιστικός εκτροχιασμός . Όσο όμως αυτή η πολιτική δεν έχει συνέπειες και δημιουργείται η αίσθηση ότι η Τουρκία επεκτείνεται , δεν θα υπάρχουν συνέπειες. Υπάρχει όμως και η άλλη όψη. Ότι αυτή η συμμαχία διατηρείται χάρη στην αυταρχική διακυβέρνηση , το αστυνομικό κράτος, τις πολιτικές διώξεις και το διαρκές κυνήγι των Κούρδων. Όσο η οικονομική κρίση διογκώνεται και δεν αντιμετωπίζεται , τόσο πιο ευάλωτη θα γίνει και η συμμαχία με τους γκρίζους λύκους και ο περιφερειακός ρόλος της Τουρκίας.
Η ελληνική κυβέρνηση από την άλλη βρίσκεται σε επίσης ευάλωτη κατάσταση. Η έξαρση της πανδημίας και η επιδείνωση της οικονομίας, η πιθανή ανάκαμψη της αντιπολίτευσης και οι εσωτερικές πιέσεις που υφίσταται ο Μητσοτάκης εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν στην πορεία την κυβέρνηση σε αναδίπλωση. Ότι δηλαδή θα αναζητήσει τρόπους να αποφύγει δεσμεύσεις και επώδυνες λύσεις στα ελληνοτουρκικά. Πέραν αυτών υπάρχει και μια μάλλον θεμελιώδης διαφορά. Ότι η Τουρκία δεν θα δεχθεί προσφυγή στη Χάγη , αντίθετα θα μεταφέρει την πίεση στην Κύπρο για να υπάρξει μια συμφωνία αν όχι συνολική , έστω για τον διαμοιρασμό των ενεργειακών πόρων και να πάρει ό,τι μπορεί. Υπό αυτή την οπτική η αμφιλεγόμενη ελληνική θέση ως προς την επίλυση των ελληνοτουρκικών, η άρνηση της Άγυρας για προσφυγή στη Χάγη σε συνδυασμό με τις εσωτερικές πιέσεις και των δύο κυβερνήσεων ίσως οδηγήσουν σε γενικότερες εμπλοκές, ίσως και νέες εντάσεις προκειμένου να δικαιολογηθούν στο εσωτερικό τους.
Είναι ίσως περιττό αλλά η μυστική διπλωματία της κυβέρνησης θα την οδηγήσει σε λανθασμένες κινήσεις στην δημόσια σφαίρα και αυτό το μείζον πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, θα αποτελέσει για μια ακόμη φορά άλλοθι που θα οδηγήσει σε επικίνδυνη στασιμότητα. Οι συνομιλίες είναι σίγουρο ότι θα αρχίσουν. Αλλά πρέπει και να τελειώσουν. Να μην χαθεί και αυτή η ευκαιρία στο βωμό των εντυπώσεων και την αποφυγή ανάληψης ευθύνης εκ μέρους του πρωθυπουργού και του κόμματός του.