Του Σωτήρη Σιδέρη
Ετοιμότητα για την έναρξη διαπραγματεύσεων με την Τουρκία μετά τις 23 Αυγούστου, έχουν εκφράσει οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας , απαντώντας στη νέα μεσολαβητική προσπάθεια του Βερολίνου. Ο λόγος είναι απλός. Εκείνη την ημέρα λήγει η τελευταία τουρκική NAVTEX, οπότε η Αθήνα θα δηλώσει ότι ικανοποιείται η πολιτική της θέση ότι δεν κάνει διάλογο υπό πίεση, δηλαδή με τα τουρκικά πλοία εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Όμως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Η Άγκυρα , σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, έχει διαμηνύσει στους μεσολαβητές, Γερμανούς και Αμερικανούς, ότι επειδή , υποτίθεται, δεν εμπιστεύεται την Ελλάδα, θα εκδώσει νέα NAVTEX για να υπάρχει, ανεξάρτητα αν θα κάνει έρευνες ή όχι. Οπότε η κυβέρνηση θα βρεθεί και πάλι σε δύσκολη θέση.
Ωστόσο δεν είναι θέμα αξιοπιστίας της Ελλάδας, αλλά ζήτημα νοοτροπίας της Άγκυρας που επιλέγει την διπλή πίεση, στρατιωτική και διπλωματική, για να πετύχει τους στόχους της. Η πίεση εκ των πραγμάτων αυξάνεται και τα σενάρια, παρά τις διαρκείς ανατροπές, δημιουργούν ήδη ένα πολυπαραγοντικό σκηνικό. Δύο χώρες θα διαπραγματεύονται, δέκα θα πιέζουν , δεκάδες θα προσπαθούν να επηρεάσουν και να είναι στην σκηνή με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Το κλίμα στην Αθήνα είναι απογοητευτικό. Η κυβέρνηση έχει επενδύσει τα πάντα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, ευελπιστώντας ότι θα εμποδίσουν ένα επεισόδιο ή θα εξομαλύνουν την κατάσταση. Ακόμη και τώρα δεν υπάρχει ούτε κεντρικό πολιτικό σχέδιο, ούτε καν τακτική κινήσεων. Είναι μια ηττοπαθής κατάσταση που έχει οδηγήσει τη χώρα σε ρόλο κομπάρσου, επιρρεπή σε πιέσεις, παρότι κρίνονται μείζονος σημασίας εθνικά ζητήματα. Υπάρχει επίσης μια ψευδαίσθηση διαρκείας που διακατέχει το Μέγαρο Μαξίμου και η οποία φυσικά επιβεβαιώνεται συνεχώς. Ότι και οι μεσολαβητές χρησιμοποιούν την τουρκική απειλή για να πιεστεί η Ελλάδα να προσέλθει σε διαπραγματεύσεις χωρίς προϋποθέσεις.
Υπάρχει ένα ακόμη σενάριο που προκαλεί ανατριχίλα και μόνο ότι διακινείται. Η Τουρκία πιέζει αφόρητα προς κάθε κατεύθυνση ότι για να αποσύρει τις δυνάμεις της από τη θάλασσα και να γίνουν διαπραγματεύσεις θέτει δύο όρους. Πρώτος , οι διαπραγματεύσεις να είναι εφ όλης της ύλης, να έχουν χρονικό ορίζοντα μερικών εβδομάδων, ώστε να έχουν ολοκληρωθεί πριν από τις εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, αλλά και για να πιέσει την Ελλάδα που ακριβώς προσβλέπει σε αλλαγή στις ΗΠΑ για να αυξήσει τα στηρίγματά της. Δεύτερος, όρος του Ερντογάν είναι η Ελλάδα, είτε να ακυρώσει-πράγμα αδύνατο- είτε να αναβάλει την κύρωση της συμφωνία με την Αίγυπτο όπως ήδη έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση ότι θα γίνει από τη βουλή στις 25 Αυγούστου. Την αναβολή της κύρωσης φαίνεται να την στηρίζουν οι Γερμανοί που τα έχουν ψάλλει στην κυβέρνηση για την συμφωνία και για την οποία δεν έχουν κάνει καμία θετική δήλωση. Φυσικά το Βερολίνο, παρά τις απειλές των ΗΠΑ, ακόμη και την επιβολή κυρώσεων, αρνήθηκε να ματαιώσει τον αγωγό Nord Stream 2.
Αν η κυβέρνηση υποχωρήσει και την τελευταία στιγμή, με την επίκληση εξελίξεων δεν κυρώσει την συμφωνία με το Κάϊρο, η χώρα θα ταπεινωθεί . Πέραν του ότι δεν έχει καμία λογική, από την στιγμή που η Τουρκία εφαρμόζει το τουρκολιβυκό σύμφωνο, θα είναι μια κατάρρευση. Ακόμη και ως σενάριο είναι εφιαλτικό και είναι ζήτημα, αν υπάρξει τέτοια εξέλιξη να μπορεί να σταθεί η κυβέρνηση. Άρα σωστό είναι να μείνει σενάριο.
Η Τουρκία, εκτιμούν διπλωματικές πηγές, θα οξύνει την επιθετικότητά της, θα παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι. Είναι εκ των πραγμάτων ευθύνη της κυβέρνησης να σταματήσει την παρακλητική εξωτερική πολιτική, να οργανώσει τις δυνάμεις της, να αυξήσει την πίεση προς ΕΕ, ΝΑΤΟ και ΗΠΑ, να ενημερώσει τον ελληνικό λαό για το σχέδιο και τις προθέσεις της, ώστε να ξέρουμε τι ακριβώς θέλει να κάνει . Και όταν δηλώνει ότι θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα να το εννοεί. Αποτρεπτική πολιτική δεν υπήρξε και αυτό είναι μήνυμα αποχαλίνωσης προς την Τουρκία. Οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι τεράστιες. Και θα αποδοθούν στην ώρα τους.