Του Σωτήρη Σιδέρη
Προκαλεί αίσθηση όχι μόνο η απουσία δηλώσεων στήριξης της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας από την ΕΕ, αλλά και η σιωπή της κυβέρνησης στο θέμα αυτό. Η στρατιωτική πίεση της Τουρκίας κλιμακώνεται και η Αθήνα, ζήτησε την έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ χωρίς να γνωρίζει κανείς ποιες θα είναι οι επιδιώξεις της. Δηλαδή αν συγκληθεί το Συμβούλιο, η κυβέρνηση θα ενημερώσει τους ήδη ενημερωμένους από τις υπηρεσίες τους υπουργούς, θα ζητήσει στήριξη, αίτημα που ήδη έχουν διαμηνύσει οι πρεσβείες τους στην Αθήνα, θα ζητήσει καταγγελία της Τουρκίας, ίσως και κυρώσεις. Το Συμβούλιο από την πλευρά του είναι βέβαιο ότι θα κάνει δήλωση στήριξης, θα προειδοποιήσει την Τουρκία για χιλιοστή φορά ότι η στάση επιβαρύνει τις ευρωτουρκικές σχέσεις, θα επαναλάβει τις ασάφειες για τις κυρώσεις και η Άγκυρα θα συνεχίσει να εφαρμόζει την πολιτική της. Προσέξτε όμως αντίδραση της ΕΕ στις εκλογές τις Λευκορωσίας. Προανήγγειλε ήδη κυρώσεις από την επομένη των εκλογών, ήδη διακινείται κοινή δήλωση των 27, άρα θα φέρει και την ελληνική υπογραφή και το σκηνικό μοιάζει με αυτό της Βενεζουέλας με την Ευρώπη να ωρύεται υπέρ της δημοκρατίας. Κυρώσεις όμως στην Τουρκία για τους χιλιάδες φυλακισμένους, διωγμένους, δολοφονημένους και ξενιτεμένους, ούτε που διανοήθηκαν οι Βρυξέλλες.
Η υπεράσπιση της δημοκρατίας ή η καταδίκη μιας χώρας είναι πολιτική συμφερόντων και όχι ιδανικών. Η Ελλάδα είναι και εδώ δεδομένη;
Η κυβέρνηση οφείλει να θέσει βέτο και όχι να υπογράψει την καταγγελία κατά του Λουκασένκο, απαιτώντας έμπρακτη στήριξη έναντι της Τουρκίας. Και αν το κάνει, τότε οφείλει η Ελλάδα και η ΕΕ συνολικά, να επιβάλλουν κυρώσεις στην Τουρκία για την ωμή βία κατά αντιφρονούντων , για την κατάλυση δημοκρατικών θεσμών, για τον καθεστωτικό έλεγχο των ΜΜΕ, το άγριο κυνήγι κατά δημοκρατών και φορέων που υποστηρίζουν τα ατομικά και συλλογικά δικαιώματα. Και να αναδειχθεί το πρόβλημα –Τουρκία ως μείζον ευρωπαικό θέμα, ώστε να αναγκάσει την ΕΕ να κινηθεί όπως πρέπει.
Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει στο πλαίσιο αυτό να κατανοήσει, ότι πρέπει να υπάρχει μια αντιστοιχία μεταξύ των στρατιωτικών κινήσεων της χώρας ως δύναμης αποτροπής και ταυτόχρονης διπλωματικής κινητικότητας ως δύναμη πίεσης που θα οδηγήσει σε σκληρές και μετρήσιμες συνέπειες την Άγκυρα. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική αδυνατεί να κινητοποιήσει συμμάχους και να θέσει την Τουρκία προ των ευθυνών της και στρατιωτικά και διπλωματικά. Παρατηρούμε επίσης ότι η ΕΕ συλλογικά αλλά και όλα τα μεγάλα κράτη, δεν έχουν κάνει καμία δήλωση υπέρ της συμφωνίας Ελλάδας –Αιγύπτου, γεγονός που προκαλεί ανασφάλεια και ερωτηματικά.
Ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας ,αντί να θριαμβολογεί για μια ετεροβαρή , αλλά χρήσιμη συμφωνία με το Κάιρο, έπρεπε να έχει κινήσει γη και ουρανό για να ενισχύσει τις θέσεις της χώρας και να αποσπάσει ισχυρές δηλώσεις στήριξης της συμφωνίας. Ας μην υποτιμηθεί το γεγονός ότι πολλές χώρες του κόσμου, φυσικά και της Ευρώπης έχουν ανάγκη πολύ συχνά την υπογραφή και την στήριξη της Ελλάδας με τελευταίο παράδειγμα την υπόθεση της Λευκορωσίας που προαναφέραμε. Αν η Ελλάδα διαφοροποιηθεί θα υπάρξει κρίση. Όταν λοιπόν η κυβέρνηση καλεί τον λαό σε ενότητα και έχει ανάγκη από πολιτική στήριξη, ας ανταποκριθεί πρώτα στις υποχρεώσεις της.
Κατά συνέπεια υπό αυτή την οπτική δεν έχει τόση σημασία αν η κυβέρνηση αποσπάσει την ρητορική στήριξη της ΕΕ. Μέγιστη σημασία έχει να εκδοθεί κοινή δήλωση των 27 με την οποία να υπερασπίζονται , άνευ υπαινιγμών και αστερίσκων την συμφωνία Ελλάδας –Αιγύπτου . Ταυτόχρονα, στο τραπέζι να είναι και οι κυρώσεις κατά της Τουρκίας, τόσο για τις απειλές πολέμου , όσο και για κατάλυση δομών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Εξέλιξη που θα πονέσει την Τουρκία περισσότερο από κάθε δήλωση.
Είναι προφανές ότι και νοτίως του Καστελλόριζου και δυτικά της Ελλάδας, στις Βρυξέλλες, η κυβέρνηση παραπαίει. Δεν έχει κανένα νόημα η διαρκώς επαναλαμβανόμενη δήλωση ότι η Ελλάδα θα υπερασπιστεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Ας θέσει το όριο δημόσια οπότε μόλις η Τουρκία το παραβιάσει να υποστεί τις συνέπειες. Και στις Βρυξέλλες να γίνει σαφές τι σημαίνει ελληνική διπλωματία και πως η Ελλάδα από δεδομένη χώρα να αναβαθμίσει τον ρόλο της , θέτοντας και εκεί κόκκινες διπλωματικές γραμμές.
Σαφής ένδειξη για το πόσο υποβαθμισμένη είναι η επιρροή της Ελλάδας αποτελεί το γεγονός ότι έστω και μία βαλκανική χώρα, ούτε καν η Σερβία δεν βγήκε να τοποθετηθεί υπέρ της Ελλάδας, ούτε καν υπέρ της συμφωνίας με την Αίγυπτο, μιας νόμιμης και εύλογης συμφωνίας. Μιλάμε για ώρες που έχουν απόλυτη ανάγκη και την ελληνική στήριξη και την ελληνική διπλωματία.
Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία μιας γενικευμένης αταξίας γιατί η κυβέρνηση δεν έχει ένα σχέδιο που να υπηρετεί. Έχει πολλά επιμέρους σχήματα που προσπαθεί να τοποθετήσει σε μια κατασκευή, όπως συμβαίνει στα παιδικά παιχνίδια . Που τα πολλά κομμάτια μπορούν να δώσουν μορφή και νόημα, αλλά μπορεί και να καταρρεύσουν. Αίσθηση λοιπόν προκαλεί, πέραν αυτών, η μη απάντηση της Αθήνας στην πρόταση Ερντογάν να καθίσουν όλες μαζί οι χώρες της Μεσογείου και να βρουν δίκαιη λύση. Μια αντεπίθεση με προτάσεις για άμεσο διάλογο θα προκαλούσε τον Ερντογάν να αποδείξει ότι το εννοεί. Η σιωπή δεν είναι χρυσός, λάθος είναι..
Τέλος σημειώνεται ότι σε ορισμένους διπλωμάτες και κυβερνητικούς παράγοντες δεν έχει γίνει αντιληπτό ότι η συμφωνία με την Αίγυπτο δεν σημαίνει τίποτα για την διμερή διαπραγμάτευση με την Τουρκία. Η διαπραγμάτευση με την Άγκυρα δεν έχει αρχίσει ακόμη και τα μέχρι τώρα δεδομένα και μετά την ετεροβαρή νομικά συμφωνία με την Αίγυπτο, δεν είναι θετικά για την Ελλάδα. Γιατί αν τα πράγματα πάνε καλά με την Τουρκία η κυβέρνηση θα κεφαλαιοποιήσει πολιτικά τα θετικά. Αν αποτύχει, γιατί εκεί οδηγείται, τότε όλα μαζί θα αποτελέσουν συνολικό αρνητικό αποτέλεσμα και ακόμη και η συμφωνία με την Αίγυπτο θα μοιάζει λεπτομέρεια. Και δεν έχει μπει ακόμη στο τραπέζι το Αιγαίο. Κοντός ψαλμός…