Η Συμφωνία Ελλάδας –Ιταλίας για τον καθορισμό της ΑΟΖ, έφερε στην επικαιρότητα την…κληρονομιά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, (του επονομαζόμενου και «εθνάρχη»). Γιατί αυτό που υπεγράφη ήταν η Συμφωνία της 24ης Μάϊου του 1977, που είχε δεχθεί η τότε κυβέρνηση Κ. Καραμανλή. Και θυμίζει τις πόσες εκκρεμότητες και δύσκολες (για να μην πούμε κακές) συμφωνίες, έχει αφήσει ο «εθνάρχης» που βαραίνουν ακόμα τη χώρα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δηλώνει έτοιμος και για διάλογο και για συμφωνία με τον Ερντογάν. Όμως και αν ακόμα ο Ερντογάν έρθει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης (με ή χωρίς το «περίστροφο» θα δούμε») η διπλωματική κληρονομιά αυτής της δύσκολης σχέσης με την Τουρκία, είναι βαριά. Είναι βαριά εξαιτίας των επιλογών που έκανε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (ο «ρεαλιστής»). Το Πρωτόκολλο της Βέρνης του 1976, η προσφυγή στο Δικαστήριο της Χάγης επίσης το 1976, οι συζητήσεις του 1980 (με υπουργό Εξωτερικών τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) για την υφαλοκρηπίδα της…Ρόδου και της Κρήτης, αλλά και οι συζητήσεις του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον Γιλμάζ το 1992, όπως φυσικά και οι Γκρίζες Ζώνες μετά τα Ίμια.
Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου έσπευσε να χαιρετήσει την Ελληνο-Ιταλική συμφωνία, λέγοντας πως αντανακλά τις Τουρκικές θέσεις. «Η Ελλάδα απαιτεί όλα τα νησιά, οι νησίδες και οι βράχοι να αντιμετωπίζονται ως ηπειρωτική χώρα, αλλά στη συμφωνία της με την Ιταλία δέχτηκε το επιχείρημα της Τουρκίας», είπε ο Τούρκος υπουργός. Εστιάζοντας στο θέμα της μικρής επήρειας (δικαιωμάτων), κάτω του 100%, που αναγνωρίζει η Συμφωνία σε νησιά όπως Στροφάδες και Οθωνοί, επιδιώκοντας να συσχετίσει την συγκεκριμένη συμφωνία με τα όσα μπορεί να συμφωνηθούν μεταξύ Λιβύης και Τουρκίας. Μπορεί η Τουρκία να μην έχει αναγνωρίσει το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας (ούτε του 1958-1960, ούτε και του 1982), αλλά εφαρμόζει ότι και όπως την εξυπηρετεί. Χρησιμοποιεί δε, και τις συζητήσεις- διαπραγματεύσεις όπως την βολεύουν.
«Είμαστε πάντοτε ανοιχτοί σε διάλογο με την Τουρκία, στο ζήτημα που έχουμε στο τραπέζι και είναι η οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μας. Μπορούμε να συζητήσουμε έντιμα κι αν τελικά συμφωνήσουμε ότι διαφωνούμε, υπάρχουν πάντα τρόποι να μεταφέρουμε το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο, στη Χάγη, ύστερα από κοινή συμφωνία για το πώς μπορούμε να λύσουμε αυτό το ζήτημα, αλλά πάντα με απόλυτο σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο. Δεν είναι η εποχή για τη διπλωματία των κανονιοφόρων, αυτού του τύπου η λογική ανήκει σε άλλους αιώνες», δήλωσε ο πρωθυπουργός, μιλώντας στο Φόρουμ των Δελφών (11.6.2020).
Ο Ερντογάν και οι κινήσεις του δεν δείχνουν ότι επιθυμεί να προχωρήσει σε κάποιον διάλογο –διαπραγμάτευση, για όσα ντε φάκτο θεωρεί ότι έχει κατοχυρώσει. Όπως η συζήτηση για τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας νοτίως της Ρόδου ή της Κρήτης.
Το 1995 η Ελλάδα κυρώνοντας το νέο Δίκαιο της Θάλασσας δήλωσε ρητά ότι «επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιοδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ.».
Αντιδρώντας η τουρκική Βουλή εξουσιοδότησε με ψήφισμά της (8/6/1995) την τουρκική κυβέρνηση, εν λευκώ και στο διηνεκές, να κηρύξει πόλεμο (casus belli) όποτε η Ελλάδα επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της πέραν των 6 ν.μ..
Είναι όμως η Ελλάδα που είχε ζητήσει να παγώσει η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας έως ότου συμφωνήσουν τα δύο κράτη.
Πίσω στο μακρινό 1975, ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής συμφώνησε με τον Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ να μην προχωρήσει καμία πλευρά σε κινήσεις σε ότι αφορά την υφαλοκρηπίδα, αν δεν προκύψει διμερής συμφωνία.
Πριν από την εισβολή στην Κύπρο, τον Νοέμβριο του 1973 (και ενώ η χούντα έμπαινε σε κρίση) η Τουρκία ανακοίνωσε γεωτρήσεις στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, δυτικά της Λέσβου στο κέντρο του Αιγαίου. Η απάντηση ήρθε τον Φεβρουάριο. Μεσολάβησε η εισβολή στην Κύπρο για να ακολούθησαν οι εντατικές ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις.
Τον Ιανουάριο του 1975, η Ελλάδα προτείνει στην Τουρκία να προσφύγουν στην Χάγη για τον ορισμό θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο, πρωτίστως της υφαλοκρηπίδας. Η Άγκυρα αρνήθηκε (προχώρησε μάλιστα σε μπαράζ παραβιάσεων του εναέριου χώρου μεταξύ 6 και 10 μιλίων και παραβάσεων του FIR Αθηνών).
Τον Μάιο του 1975 οι Καραμανλής και Ντεμιρέλ «απεφάσισαν ότι τα προβλήματα αυτά πρέπει να επιλυθούν ειρηνικώς μέσω διαπραγματεύσεων και όσον αφορά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Συναφώς απεφάσισαν την επίσπευσιν της συναντήσεως των εμπειρογνωμόνων διά το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, ως επίσης και της συναντήσεως των εμπειρογνωμόνων διά το θέμα του εναερίου χώρου".
Όμως οι διαβουλεύσεις δεν οδηγούσαν σε αποτέλεσμα. Έτσι:
1. Τον Αύγουστο του 1976 η Ελλάδα προσέφυγε μονομερώς στο Δικαστήριο της Χάγης και ταυτόχρονα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζητώντας :
α) την επιδίκαση της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου επι της ουσίας
β) τη λήψη προσωρινών (ασφαλιστικών) μέτρων ώστε καμία από τις δύο χώρες να μην προχωρήσει σε κινήσεις (γεωτρήσεις κλπ) αν δεν οριστούν τα όρια της υφαλοκρηπίδας.
Η Τουρκία δήλωσε ότι δεν αναγνωρίζει την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου. Γι αυτό και το Δικαστήριο εξέτασε μεν μόνο τα ασφαλιστικά μέτρα, απορρίπτοντας όμως τα αίτημα της Ελλάδας για τη λήψη τους.
2. Μετά από την απορριπτική απόφαση της Χάγης της 11ης Σεπτεμβρίου του 1976, η κυβέρνηση Καραμανλή προχώρησε σε συμφωνία με την Τουρκία να παγώσουν οι διαδικασίες.
Στις 11 Νοεμβρίου του 1976, οι πρέσβεις Ι. Τζούνης και Α. Μπιλγκέ υπέγραψαν το Πρακτικό της Βέρνης, στο οποίο αναφέρονταν μεταξύ άλλων (παρ. 6) ότι «τα Δυο Μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν όπως απόσχουν πάσης πρωτοβουλίας ή πράξεως σχετικής προ της υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου, η οποία θα ηδύνατο να παρενοχλήση την διαπραγμάτευσιν».
Αντίστοιχες διαπραγματεύσεις γινότανε και για τον εθνικό εναέριο χώρο και για τα όρια ελέγχου του FIR Αθηνών.
Η συμφωνία Καραμανλή με την Τουρκία για το πάγωμα όλων των κινήσεων στο Αιγαίο, στοιχειώνει έως σήμερα την ελληνική διαπραγματευτική θέση και ας μην έχει νομικά δεσμευτικό χαρακτήρα. Ο Ε. Αβέρωφ (λίγο πριν χάσει η ΝΔ τις εκλογές του 1981) διαμήνυε ότι πλέον δεν ισχύει το Πρακτικό. Όμως η Τουρκία έκτοτε θυμίζει με κάθε τρόπο στην Ελλάδα ότι δεν μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα ούτε και να ορίσει υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.
Το 1980 , με υπουργό Εξωτερικών τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων, σε επίπεδο διπλωματών, έπεσαν και ιδέες για να γίνει συμψηφισμός της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο με περιοχές Νοτιοανατολικά της Ρόδου ή της Κρήτης. Όπως προκύπτει από τα Έγγραφα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών της εποχής «η ελληνική πλευρά δέχεται αν δοθεί αν χρειαστεί στην Τουρκία συμψηφισμός εκτός Αιγαίου π.χ Ν.Α. της Ρόδου ή της Κρήτης».
Ο δε τότε υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην συνάντηση που είχε στην Νέα Υόρκη στις 5.10. 1980, με τον ομόλογο του Ιτλερ Τουρκμέν δήλωνε: "Τα δυο μέρη έχουν δεχθεί ότι η ρύθμιση του θέματος της υφαλοκρηπίδας όποια και αν είναι, δεν θα επηρεάσει το καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων. Τα Μέρη έχουν κατά συνέπεια συμφωνήσει να μην καθιερώσουν οικονομικές ζώνες».
ΠΡΟΣΕΞΤΕ λοιπόν τι πάνε να κλέψουν οι Τούρκοι σήμερα. Περιοχές νοτιοανατολικά της Ρόδου και της Κρήτης, για τις οποίες η ελληνική πλευρά το 1976-1980 άφηνε κενά. Μπορεί η Τουρκία να μην δέχεται κανένα Δίκαιο, μπορεί οι συζητήσεις να μην ήταν δεσμευτικές (ειδικά μετά από τόσες αλλαγές και γεγονότα) αλλά οι Τούρκοι διπλωμάτες θυμούνται πολύ καλά, που η ελληνική διπλωματία έχει αφήσει κενά, που οι Έλληνες μπορεί να υποχωρήσουν.
Εκείνη δε την περίοδο το 1980, είχαν ανταλλαγεί και σχέδια ενός «Ελληνοτουρκικού Συμφώνου», το οποίο η ελληνική διπλωματία ξέθαψε όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός δέκα χρόνια αργότερα. Ένα σχέδιο που μεταξύ άλλων όριζε ότι τα σύνορα των δυο χωρών σε στεριά, αέρα και θάλασσα, μένουν αμετάβλητα από την ημέρα υπογραφής συμφωνίας και μετά. Το Σχέδιο αυτό δεν συμφωνήθηκε ποτέ, αλλά από τα διπλωματικά έγγραφα προκύπτει ότι συζητήσεις επι του σχεδίου ή σχεδίων είχαν γίνει.
Όταν βεβαίως η Ελλάδα κύρωσε το νέο Δίκαιο της Θάλασσας το 1995 ήρθε το casus belli και αμέσως μετά τα Ίμια. Είχε μεσολαβήσει η Κρίση του 1987, αιτία της οποίας ήταν η πρόθεση της Ελλάδας να προχωρήσει σε γεωτρήσεις πέρα των 6 νμ. Οι Τούρκοι αντέδρασαν, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου πρόλαβε να βγάλει πρώτος τον Στόλο. Γεωτρήσεις όμως δεν έγιναν, ακολούθησε το Νταβός. Και όταν το 1990 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έπιασε πάλι το νήμα από το …1980, η Τουρκία ζητούσε λαγούς με πετραχήλια.
Η διαφορά με το σήμερα είναι πως ο Ερντογάν επιδιώκει ντε φάκτο να κλέψει από Ελλάδα και Κύπρο περιοχές. Είναι επιθετικός, πολεμά άλλωστε εδώ και δέκα χρόνια σε διάφορα μέτωπα, ενώ πλέον έχει και Στόλο, όπως και πολεμική βιομηχανία.
Χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα για την αντιμετώπιση του. Και μάλλον μακριά από την διπλωματία των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.