Όταν μια κυβέρνηση αδυνατεί να εφαρμόσει στοιχειωδώς τις εξαγγελίες της, παίζει με τις λέξεις, προσπαθεί να αποδυναμώσει τα ερωτήματα που της τίθενται, να υποβαθμίσει το πρόβλημα ή να προσπαθήσει να πείσει την κοινή γνώμη ότι δεν κατάλαβε καλά τι εννοούσε με τις διακηρύξεις. Το παιχνίδι με τις λέξεις συνεχίζεται σε μια αγχώδη προσπάθεια να μην καταρρεύσει η τεχνητή εικόνα του αξιόπιστου ηγέτη. Όλα αυτά έως ότου οι ερωτώντες ή οι αμφισβητίες να βαρεθούν ή να απογοητευθούν και να σταματήσουν να θέτουν ερωτήματα ή να περιμένουν απαντήσεις .
Συνοπτικά , αυτή είναι η εικόνα του Κυριάκου Μητσοτάκη ως προς την εξωτερική πολιτική. Ας θυμηθούμε επιγραμματικά:
Στις 10 Ιουλίου στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο με εντολή Μητσοτάκη διανέμεται ένας φάκελος σε κάθε υπουργό με τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής κάθε υπουργείου . Στον φάκελο του Νίκου Δένδια, όπως έγινε επίσημα γνωστό, υπήρχαν οι θέσεις για την εξωτερική πολιτική. Για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις , αναφέρονταν ότι στόχος είναι «ο επανακαθορισμός της τακτικής μας προσέγγισης προς την Τουρκία». Παρά τις προσπάθειες του Τύπου , ουδείς κατάφερε να αποκωδικοποιήσει την θέση αυτή και πολλοί διπλωμάτες εξέφραζαν πολλές αμφιβολίες για το τι σήμαινε η διατύπωση αυτή.
Πέρασαν δύο μήνες από τις εκλογές και ήρθε η ώρα της ΔΕΘ, για να ακούσουμε τον κ. Μητσοτάκη να προκαλεί την λογική όσων μελετούν και παρακολουθούν την εξωτερική πολιτική. Απαντώντας σε ερώτηση για τα ελληνοτουρκικά, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι έχει την πρόθεσή να συναντηθεί με τον Ερντογάν στο περιθώριο της διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών και πρόσθεσε: «Αν έχει διάθεση ο κ. Ερντογάν για μία ουσιαστική επανεκκίνηση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις θα πρέπει να το αποδείξει έμπρακτα». Συνεχίζοντας ανέφερε ότι «πρόθεσή μου είναι να συνομιλώ, γιατί μόνο τότε μπορείς να βρεις λύσεις αμοιβαία αποδεκτές. Προσερχόμαστε στη διαπραγμάτευση με τα επιχειρήματα που μας δίνει το διεθνές δίκαιο που είναι με το μέρος μας». Προφανώς δεν υπάρχει καμία διαπραγμάτευση σε εξέλιξη, αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα.
Ο Ερντογάν ουδέποτε μίλησε για επανεκκίνηση, ουδέποτε η Τουρκία άλλαξε πολιτική έναντι της Ελλάδας. Η Τουρκία έχει εδώ και 45 χρόνια την ίδια αναθεωρητική πολιτική που συνεχώς ενισχύεται με την πάροδο των χρόνων, καθώς η Ελλάδα αδυνατεί να την ακυρώσει.
Ο κ. Μητσοτάκης ήταν αυτός που διακήρυξε ότι θα επανακκινήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, κατά συνέπεια, αναμένονταν πρωτοβουλίες προς αυτή την κατεύθυνση, πράγμα που ουδέποτε συνέβη. Η κυβέρνηση επί δύο μήνες πελαγοδρομεί μεταξύ ασάφειας και αδυναμίας να συγκροτήσει έναν σοβαρό πολιτικό λόγο στην εξωτερική πολιτική, να διατυπώσει τις θέσεις της , να εξαγγείλει τις πρωτοβουλίες της. Η δήλωση του κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ , δεν δείχνει απλά την έλλειψη θέσεων και την αδυναμία ανάληψης πρωτοβουλιών, δείχνει ότι μάλλον επιδιώκει την καθήλωση , το γνωστό και επικίνδυνο δόγμα Μολυβιάτη δηλαδή.
Ο τρόπος με τον οποίο ο πρωθυπουργός σχολίασε την τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, ότι δηλ. η Ελλάδα έχει μαζί της το διεθνές δίκαιο, κάτι μονίμως επαναλαμβανόμενο και αδιάφορο για την Άγκυρα, δείχνει ότι βρισκόμαστε σε κενό πολιτικής.
Στο μεταναστευτικό, ας θυμηθούμε ότι η αναζήτηση στηριγμάτων στην Ευρώπη έχει κάνει τον κύκλο της εδώ και τρία χρόνια. Ο βαλκανικός διάδρομος δεν πρόκειται να ανοίξει, τα σύνορα της κεντρικής Ευρώπης είναι κλειστά, η ομάδα Βίζεγκραντ και όχι μόνο αδιαφορούν για την κοινοτική αλληλεγγύη και τις ανάγκες της Ελλάδας και αν η ίδια η Ελλάδα δεν κινηθεί δυναμικά με θέσεις και ιδέες , η κατάσταση θα φύγει εκτός ελέγχου , είναι θέμα χρόνου. Η Ελλάδα για να πιέσει μπορεί να μπλοκάρει αποφάσεις που ενδιαφέρουν άλλα κράτη της ΕΕ, τις βαλτικές χώρες και την ομάδα Βίζεγκραντ, αλλά και τη Γερμανία και τη Γαλλία, αν θέλει να ακουστεί η φωνή της. Και ταυτόχρονα να πιέσει για μια νέα πιο ισχυρή συμφωνία με την Τουρκία.
Ούτε ως προς την βαλκανική πολιτική καταλάβαμε τι συμβαίνει ακριβώς . Ο κ ,Μητσοτάκης απλά επανέλαβε μέσες άκρες και όχι εντελώς ξεκάθαρα ότι περιμένει ενέργειες της Αλβανίας για να δώσει η Αθήνα την συγκατάθεσή της τον Οκτώβριο , ώστε να αρχίσουν τα Τίρανα ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Ξαφνικά τις τελευταίες ημέρες η Γερμανία πιέζει για την λήψη θετικής απόφασης για τα Τίρανα επειδή φοβάται κατάρρευση της αλβανικής οικονομίας, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την Ελλάδα να θέσει τους δικούς της όρους, γιατί το μέλλον της Αλβανίας αφορά περισσότερο την Ελλάδα, παρά το Βερολίνο. Αν η κυβέρνηση δώσει θετική ψήφο στη σύνοδο κορυφής του Οκτωβρίου χωρίς ανταλλάγματα, δεν θα είναι μόνο η ακροδεξιά της πτέρυγα που θα εξεγερθεί, αλλά και όλο το πολιτικό σύστημα.
Ως προς την συμφωνία των Πρεσπών τέλος η επανάληψη της δήλωσης ότι είναι μεν επιζήμια, αλλά είναι κυρωμένη από τη Βουλή, οπότε δεν αλλάζει κατά το δοκούν, δεν χρήζει καν σχολιασμού. Σημειώνεται επιπρόσθετα ότι θέση της Αθήνας είναι η πιστή τήρηση της συμφωνίας, θέση που ακυρώνει αυτόματα την δήθεν θέση περί επιζήμιας συμφωνίας. Αν είναι επιζήμια δεν ζητάς την πιστή εφαρμογή. Το αντίθετο
Συμπερασματικά, η κυβέρνηση αναζητεί ακόμη τον βηματισμό της στην εξωτερική πολιτική. Θέσεις δεν έχει. Έχει συνθήματα, αλλά αυτά δεν βοηθούν σε διαπραγματεύσεις. Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι στο υπουργείο Εξωτερικών, κύριο θέμα συζήτησης δεν είναι πρωτοβουλίες, σχέδια ή πολιτικές , αλλά οι προσωπικές διευθετήσεις σε θέσεις. Οι πρεσβείες δεν έχουν εντολές για συγκεκριμένες δραστηριότητες και η χώρα κινείται με αυτόματο πιλότο. Αυτά είναι δυσοίωνα….