Μεγάλο το συλλαλητήριο, – όχι όμως τόσο μεγάλο όσο λένε οι διοργανωτές του – αντάξιο πάντως της σημασίας που έχει το θέμα της Μακεδονίας. Ίσως το «καπέλο» που του φόρεσαν οι πραγματικοί διοργανωτές του , οι ηγετικές προσωπικότητες της ΝΔ, του στέρησαν την δυνατότητα να είναι μεγαλύτερο. Κυρίως του στέρησαν την δυνατότητα να εκφράσει συνολικά πατριωτικά αισθήματα, να εκφράσει την λογική της ενότητας μπροστά σε ένα θέμα που έχει εθνική σημασία, αφορά δηλαδή και την μελλοντική πορεία της χώρας στην περιοχή και όχι μόνο. Οι ποικιλόμορφοι «γαλάζιοι» (έως μαύρο μπλε) διοργανωτές του, απέτυχαν σίγουρα να στήσουν μια αντικυβερνητική διαδήλωση. Και αυτό παρά τις αντικυβερνητικές σπόντες των κεντρικών ομιλητών του συλλαλητηρίου.
Τα συλλαλητήρια του 2018 δεν έχουν σχέση με τα αντίστοιχα του 1992 για πολλούς λόγους. Πρώτον γιατί το θέμα δεν είναι πρωτόγνωρο. Δεύτερον γιατί -παρά τις φωνές και κραυγές- υπάρχει μια διαμορφωμένη θέση (διπλωματική και νομική) της ελληνικής Πολιτείας, η οποία ακουμπά στην πραγματικότητα. Τρίτον γιατί η ηγεσία της ΝΔ, προσπάθησε να μετατρέψει το όλο θέμα σε μια υπόθεση της δεξιάς –πατριωτικής παράταξης , απέναντι στους υπόλοιπους. Προσπάθησε πολύ άγαρμπα, να οικειοποιηθεί τα πατριωτικά αισθήματα, ή ακόμα και την αγανάκτηση για την οικονομική κατάσταση, των Ελλήνων. Τέταρτον γιατί τα πρόσωπα δεν εμπνέουν και ας επιστρατεύθηκε ένας πρώην αριστερός ο Μίκης Θεοδωράκης και ένας πρώην συνεργάτης του Ανδρέα, ο Γ. Κασιμάτης.
Παρ όλα αυτά , ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάνει αυτό που υποτίθεται δεν ήθελε: να διχάσει τους Έλληνες για ένα θέμα που χρειάζεται ενότητα. Δεν έκρυψε ότι στόχος του είναι να δημιουργήσει εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα, αδιαφορώντας για το εθνικό συμφέρον. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης «παγώνει τον χρόνο» δηλώνει ότι η Μακεδονία πρέπει να περιμένει πότε θα γίνει αυτός πρωθυπουργός. Μπορούν επίσης να περιμένουν και τα αληθινά πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων σε ότι αφορά την Μακεδονία ή τα εθνικά ζητήματα εν γένει.
Η στάση αυτή δημιουργεί ένα γενικότερο θέμα στην πολιτική σκηνή. Διχασμό στην κοινωνία, διχασμό στο κόμμα του, όπου έτσι κι αλλιώς υπάρχουν δύο τουλάχιστον απόψεις. Τον φέρνει επίσης αίφνης σε απόσταση από την υπόλοιπη αντιπολίτευση (ΠΑΣΟΚ, ΠΟΤΑΜΙ ή Κίνημα Αλλαγής ) με την οποία θέλει να συμπλέει για ένα μέτωπο κατά του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ. Ολ αυτά πάνε περίπατο, τώρα κάνει ο ίδιος περίπατο με την άκρα δεξιά.
Και βεβαίως δημιουργεί ερωτήματα στον επιχειρηματικό κόσμο για τις αληθινές προθέσεις και δυνατότητες του να χειριστεί και τα εντός και τα εκτός της χώρας.