Δίνουν και παίρνουν τα σενάρια για το ενδεχόμενο πρόκλησης νέας κρίσης στις σχέσεις Ελλάδας –ΕΕ με αφορμή το δώρο Χριστουγέννων που διανέμει η κυβέρνηση από τα πλεονάσματα. Η ίδια η ΕΕ και διάφοροι αξιωματούχοι που επηρεάζονται από το Βερολίνο κάνουν λόγο για μια απόφαση χωρίς προηγούμενη ενημέρωση, ωστόσο κανείς δεν θέλει να προφέρει την λέξη «κρίση». Κατά συνέπεια, θόρυβος θα γίνει, πιέσεις θα ασκηθούν, το κλείσιμο της αξιολόγησης θα καθυστερήσει, αλλά μέχρις εκεί, τουλάχιστον αυτή είναι η εικόνα μέχρι τώρα. Η στάση της ΝΔ δεν αντέχει σε κριτική, γιατί απλά η ΝΔ επιβεβαιώνει τον εαυτό της. Είναι λάθος της κυβέρνησης να την επικρίνει για το «παρών» στη βουλή. Η αλήθεια είναι ότι η ΝΔ επιβεβαιώνει το αποκρουστικό κοινωνικό της πρόσωπο.
Η κυβέρνηση ίσως δεν περίμενε τις έξωθεν αντιδράσεις και αιφνιδιάστηκε ως ένα βαθμό. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, ο Αλέξης Τσίπρας ίσως ήθελε μια ελεγχόμενη ένταση προκειμένου να δείξει ότι παραμένει αριστερός, διαπραγματευτής και ότι δεν φοβάται να αντιπαρατεθεί. Αρκεί βέβαια να μην χαθεί ο έλεγχος γιατί σε αυτή την περίπτωση, θα βαδίσει σε άλλα μονοπάτια. Είτε δηλαδή θα υποχωρήσει , είτε θα προκαλέσει κρίση και εκλογές.
Στην περίπτωση πρόκλησης σοβαρής κρίσης, το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση είναι έτοιμη να την διαχειριστεί. Προφανώς δεν είναι. Γιατί αν ήταν θα την είχε προκαλέσει, θα κλιμάκωνε την ένταση, θα οδηγούσε τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση. Μετά την επίσκεψη Τσακαλώτου στο Βερολίνο την Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου, ουδείς έχει την αίσθηση ότι η Αθήνα θέλει κρίση. Μάλλον δικαιολογίες για αναδίπλωση και αυτή ελεγχόμενη, αναζητά.
Το δεύτερο ζήτημα που ανακύπτει για την κυβέρνηση, είναι ότι ακόμη και αν μετά από ένταση οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, είναι με ποιο δίλημμα και ποιο ερώτημα , ο λαός θα προσέλθει στις κάλπες. Για μια καλύτερη αξιολόγηση? δεν στέκει. Για ρήξη?, αλλά τι είδους ρήξη θέλει. Γιατί πλέον δεν υπάρχει στον ορίζοντα το σενάριο των εκλογών για καλύτερη διαπραγμάτευση. Αν η κυβέρνηση πάει σε εκλογές, το ερώτημα θα συναρτηθεί με το μέλλον της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, ίσως και στην ΕΕ. Και σε περίοδο γενικευμένης αστάθειας, η διάρρηξη των δεσμών με την Ευρώπη, δεν είναι καθόλου καλή ιδέα.
Αφού λοιπόν η λογική λέει ότι η ρήξη απαγορεύεται για λόγους εθνικής συνοχής και σταθερότητας, η επόμενη σκέψη προφανώς είναι η επίτευξη κάποιων θετικών αποτελεσμάτων κατά την δεύτερη αξιολόγηση, όπως συλλογικές συμβάσεις και ένας συμβιβασμός ως προς τα μέτρα που ζητά εκ των προτέρων το ΔΝΤ.
Προφανώς το ΔΝΤ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως οργανισμός που πείθει με την λογική του. Ούτε με τις ιδέες και προτάσεις του διεκδικεί μια καλή θέση στην ελληνική ιστορία. Ο τρόπος διαχείρισης του ελληνικού ζητήματος, σε συνεργασία ή σε απόκλιση με τον Σόιμπλε και τις δυνάμεις που είναι μαζί του, θυμίζουν ένα παρακμιακό, εκβιαστικό μόρφωμα που συνεχίζει να έχει ρόλο στα διεθνή πράγματα ακριβώς λόγω της ελληνικής κρίσης . Το 2010, όλοι συζητούσαν για ένα νέο ΔΝΤ , για αλλαγές στην δομή και τον ρόλο του. Και εξακολουθεί να υπάρχει γιατί η Γερμανία το ήθελε για να επιβάλλει και τους δικούς του σκληρούς όρους επιτήρησης της χώρας μας , κάτι που –εγκληματικά αποδέχθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου.
Το ενδεχόμενο να χαθεί ο έλεγχος και να έχουμε κρίση ή εκλογές δεν αποκλείεται. Ο πραγματικός λόγος είναι ότι η Ευρώπη διανύει μια μεγάλη ιδεολογική, πολιτική , οικονομική και ηθική κρίση, ενώ στις ΗΠΑ ο νέος πρόεδρος θα κάνει τον Λευκό Οίκο να θυμίσει Διοικητικό Συμβούλιο Ανώνυμης Εταιρείας ή καλύτερα πολυεθνικής.
Όλα αυτά δεν αφορούν μόνο το ελληνικό πρόβλημα, αλλά και την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Οι δυνάμεις που ελέγχει ο Σόιμπλε είναι ακόμη ισχυρές και μπορούν να διαλύσουν ακόμη περισσότερο την ΕΕ.
Η Ελλάδα πρέπει η ίδια να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει για το μέλλον της. Δυστυχώς και η ΝΔ θυμίζει ,όχι βέβαια πολυεθνική, ούτε καν ΑΕ, αλλά μικρομεσαία επιχείρηση που δεν μπορεί να μελετήσει, να διαγνώσει, να αναλύσει την κατάσταση πέρα από την βιοτεχνία της. Το «παρών» στη βουλή, ήταν μνημείο πολιτικής ανυπαρξίας.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της αναζητά ένα καλό σχέδιο, ή καλύτερα ένα νέο σενάριο που θα της επιτρέψει να ανακάμψει ιδεολογικά, να τροφοδοτήσει με ενέργεια την καθηλωμένη εικόνα της και να την ξανασυμπαθήσει η κοινωνία.
Όλα αυτά είναι δύσκολη υπόθεση. Αλλά ακόμη και αν η κυβέρνηση απλά θέλει ένα καλό σενάριο που θα μετατραπεί σε σχέδιο, είναι δύσκολο να το εκπονήσει. Γιατί ο Αλέξης Τσίπρας είναι αυτός που πρώτα πρέπει να αναστηλώσει το κύρος του στην κοινωνία, και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ να δείξει ότι διαθέτει επαρκή στοιχεία πολιτικής αντοχής για να ανατρέψει το δυσμενές πολιτικό κλίμα.
Με απλά λόγια αυτά που κάποτε ήταν αυτονόητα, σήμερα δεν είναι . Και για να γίνουν, πρέπει να αλλάξουν πολλά στον τρόπο που σκέπτεται και λειτουργεί η κυβέρνηση, κάτι που προς το παρόν δεν είναι ορατό στον ορίζοντα….