Η εκκλησία της Ελλάδας δεν κάνει ποτέ αυτοκριτική. Είναι βλέπετε, παιδί του Θεού, κατά συνέπεια, μόνο ο Θεός μπορεί να την κρίνει και όχι οι κοινοί θνητοί. Το γεγονός ότι κάποιοι μητροπολίτες εκπέμπουν σχεδόν καθημερινά λόγους μίσους, ρατσισμού και φασιστικά μηνύματα, δεν είναι προς συζήτηση, ποτέ. Το ότι υπηρέτησαν την χούντα, δεν είναι φυσικά θέμα προς συζήτηση. Οι επιθέσεις με φρασεολογία που θυμίζει πεζοδρόμιο και γήπεδο, διάφοροι ιεράρχες επιτέθηκαν στον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη. Φυσικά η εκκλησία δεν ζητά ποτέ συγνώμη. Γιατί ακόμη και όταν ο λόγος της είναι υβριστικός και μισαλλόδοξος, είναι λόγος του Θεού, άρα δεν χρωστά τίποτα σε κανέναν.
Δυστυχώς στο κλίμα διαφόρων μητροπολιτών εντάχθηκε και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος εγκαταλείποντας την έως τώρα διαλλακτική στάση του. Με ένα κήρυγμα σκοταδισμού στην Ιερά Σύνοδο, μπορεί να ικανοποίησε την σκοτεινή πλευρά της εκκλησίας, έτσι όπως εμφανίζεται από τα συχνά κηρύγματα μίσους, έχασε όμως τους οπαδούς της ανεκτικότητας. Αν η στάση αυτή συνεχιστεί, προφανώς και ο Ιερώνυμος θα δεχθεί την κριτική που το αρμόζει.
Κάθε φορά λοιπόν που συζητούνται αλλαγές στις σχέσεις κράτους εκκλησίας ή μεταβολές στις προνομιακές σχέσεις της εκκλησίας με το κράτος, ή όποιος τολμήσει να προτείνει αλλαγές που να αποτρέπουν την χειραγώγηση των πιστών από την εκκλησία, τον προσηλυτισμό και την εκμετάλλευση των χριστιανών, αρχίζει το γνωστό τροπάριο περί θεικής αποστολής, ότι η εκκλησία είναι η μάνα του λαού και άλλα γλαφυρά. Η εκκλησία ψεύδεται φυσικά όταν ισχυρίζεται ότι μιλά εξ ονόματος όλου του λαού, γιατί στον λαό υπάρχουν πολλές απόψεις που δεν αρέσουν καθόλου στην ηγεσία της.
Μέχρι τώρα ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μας είχε εμπνεύσει τον σεβασμό για την πραότητά του, τον λογικό τρόπο διαχείρισης των σχέσεων με το κράτος και την ηπιότητα με την οποία ηγείτο της εκκλησίας. Με αφορμή την πρόταση του υπουργείου παιδείας για την αλλαγή της διδασκαλίας των Θρησκευτικών, ο μισαλλόδοξος λόγος, οι απειλές και οι επιθέσεις κυριάρχησαν .
Είναι φθηνός λαικισμός και όχι ηγετική στάση εκ μέρους του αρχιεπισκόπου να ισχυρίζεται ενώπιον του προέδρου της βουλής ότι «το σπίτι μας καίγεται και εμείς τραγουδάμε». Η εκκλησία δεν είδε ποτέ με καλό μάτι την κριτική την στάση της στην χούντα, στην κατοχή, στον εμφύλιο. Δεν δέχθηκε ποτέ κριτική για πλήθος σκανδάλων εντός της εκκλησίας, δεν θέλησε ποτέ να αντιμετωπίσει την άθλια πολιτικολογία των μητροπολιτών για τις από άμβωνος επιθέσεις κατά πολιτικών, για τα άθλια κηρύγματα και τον προσηλυτισμό.
Οι ιερείς σε όλη την εκκλησιαστική ιεραρχία μισθοδοτούνται από το δημόσιο, δηλαδή από τους φορολογούμενους, αλλά ποτέ δεν διερωτήθηκαν γιατί πρέπει να πληρώνει την εκκλησία κάποιος που δεν πιστεύει στο θεό.
Η κοινωνική επιρροή της εκκλησίας είναι μεγάλη, αν και μειούμενη, ακριβώς γιατί ποτέ δεν θέλει να συζητώνται δημόσια όλα αυτά. Η εκκλησία δεν θέλει διάλογο για τα του οίκου της, θέλει όμως να ξεσηκώνει τον κόσμο κατά κομμάτων και κυβερνήσεων, όταν τολμούν να θέσουν προβλήματα επί τάπητος
Ο Ιερώνυμος, στην εισήγησή του στην Ιερά Σύνοδο είπε μεταξύ άλλων:
«Η Εκκλησία, η οποία οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο «χωρισμός» στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθεί μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό τη δίνει πάντοτε, ‘’θάττον η βράδιον’’ ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός.
Πρόκειται για διολίσθηση στον λαικισμό να ισχυρίζεται ο Ιερώνυμος ότι υπάρχουν δυνάμεις στα κόμματα ή το κράτος που θέλουν τον πνευματικό χωρισμό της εκκλησίας με την κοινωνία. Υποκριτική είναι επίσης η αμέσως επόμενη φράση του αρχιεπισκόπου:
«Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από το λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει. Η Πολιτεία, αν το θελήσει και έχει την συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει απέναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις».
Αν οι πνευματικές δυνάμεις της χώρας στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων θα έπρεπε να έχουν ήδη αποδοκιμάσει τον Ιερώνυμο. Δυστυχώς όμως ο ξεπεσμός του πνευματικού κόσμου , των διανοουμένων, είναι τόσο μεγάλος που πλέον σε αυτή την χώρα δεν γίνεται κανένας διάλογος, με βάση την λογική και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωίας. Ποιος και γιατί επιδιώκει τον χωρισμό της εκκλησίας από τον λαό; Είναι θέατρο, είναι υποκρισία εκ μέρους του Ιερώνυμου που ταυτίζεται με τους ακραίους κύκλους της εκκλησίας.
Όμως οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι μεγάλες. Η αριστερά διακρίνονταν για την αποδοχή της από την κοινωνία, όταν άνοιγε μέτωπα και καλούσε την κοινωνία να συζητήσει και όχι όταν κρύβονταν. Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ έχουν τεράστιες ευθύνες και οφείλουν να απαντήσουν στην εκκλησία και να θέσουν τα πραγματικά προβλήματα στο τραπέζι. Και να λάβουν υπόψη τους, ότι μεγάλο τμήμα του λαού, δεν είναι απλά αποστασιοποιημένο από την εκκλησία, είναι και δυσαρεστημένο, ακριβώς γιατί δεν ζήτησε μια συγνώμη από τον ελληνικό λαό και από τους πιστούς, που υποτίθεται υπηρετεί για την στάση της σε περιόδους μεγάλης δοκιμασίας της χώρας, όπως ήταν η χούντα.
Και όταν ο Σημίτης δεν υποχώρησε στον παροξυσμό του Χριστόδουλου για τις ταυτότητες, πάλι ένα ζήτημα που αφορούσε το κράτος, δεν έχασε ο Σημίτης, έχασε ο Χριστόδουλος. Αυτό ας γίνει δίδαγμα.