Το «πολιτικό σύστημα», ο πυρήνας του πολιτικού συστήματος, στη σύγχρονη Ελλάδα, ειδικώς στο πλαίσιο του συστήματος της «μεταπολίτευσης» του 1974, που συνεχίζεται και σήμερα, είναι η Νέα Δημοκρατία και, ακόμη πιο συγκεκριμένα, η καραμανλική Νέα Δημοκρατία. Αυτό ισχύει, κυρίως, για τους εξής τρεις λόγους: Πρώτον, το 1974 και γενικά στη δεκαετία του 1970, η Νέα Δημοκρατία, υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, διαμόρφωσε τους θεμελιώδεις όρους του πολιτικού συστήματος, που ονομάζεται και σύστημα της «μεταπολίτευσης» του 1974, εξασφαλίζοντας, ή μάλλον εξαγοράζοντας, την ευστάθεια αυτού του πολιτικού συστήματος, αφενός με το να παραδώσει εθνικό χώρο του κυπριακού Ελληνισμού στους Τούρκους στο πλαίσιο ευρυτέρων γεωστρατηγικών σχεδιασμών του ΝΑΤΟ και του Χένρι Κίσινγκερ που εκδηλώθηκαν το 1974, αφετέρου με το να υποτάξει πολιτιστικώς και οικονομικώς την Ελλάδα στη φραγκική ελίτ (γαλλοφραγκική και γερμανοφραγκική) που, εν τω μεταξύ, είχε ήδη κυριαρχήσει στην τότε ΕΟΚ και μετέπειτα ΕΕ καθώς και στο ΝΑΤΟ (εξού και αργότερα διατυπώθηκε και εφαρμόστηκε ανοικτά πλέον η θεωρία του Σάμιουελ Χάντινγκτον περί συγκρούσεως των πολιτισμών).
Δεύτερον, το ΠΑΣΟΚ, παρά την αρχική αναθεωρητική ρητορική του, αφομοιώθηκε μέσα στο σύστημα της καραμανλικής «μεταπολίτευσης» και, τελικώς, μετά από τις εθνικές εκλογές του 2012, καταποντίστηκε, ενώ η Νέα Δημοκρατία συνέχισε να δείχνει αξιόλογη εκλογική αντοχή.
Τρίτον, ο ΣΥΡΙΖΑ, ακολουθώντας, σε πολλά σημεία την πορεία του ΠΑΣΟΚ και ενσωματώντας πληθώρα ΠΑΣΟΚογενών στελεχων, αφού αρχικώς άρθρωσε μια δική του αναθεωρητική ρητορική, τελικώς, και αυτός αφομοιώθηκε μέσα στο σύστημα της καραμανλικής «μεταπολίτευσης» και έφθασε, μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα από την ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο, να απειλείται εκλογικώς από τη Νέα Δημοκρατία (βάσει των δημοσκοπήσεων του καλοκαιριού του 2016). Κατά συνέπεια, για τους προαναφερθέντες λόγους, έχει ιδιαίτερη σημασία να αναλύσουμε τα δομικά, ταυτοτικά χαρακτηριστικά της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου να κατανοήσουμε τη δομή και την ταυτότητα του συστήματος της «μεταπολίτευσης» του 1974, που διατηρείται, έστω και παραπαίον και αιμάσσον, μέχρι σήμερα.
Η αυτάρεσκη πνευματική ασημαντότητα της Νέας Δημοκρατίας
Αρχήθεν, η Νέα Δημοκρατία γενικώς και ο Καραμανλισμός ειδικότερα εκφράζουν και διαδηλώνουν μια απέχθεια προς την πολιτική φιλοσοφία και την ιδεολογία, θεωρώντας ότι αρκεί ένας διαχειριστκός πραγματισμός του συστήματος. Επιπλέον, αντιλαμβάνονται την καλλιέργεια (κουλτούρα) σαν μια, κατά βάση, δευτερεύουσας πολιτικής σημασίας υπόθεση, την οποία, γι’ αυτό, είτε αφήνουν στα χέρια των πολιτικών αντιπάλων τους και γενικά των χαμηλοτέρων και εξουσιαζομένων ομάδων στην κλίμακα της κοινωνικής ιεραρχίας είτε αναθέτουν σε εκφυλισμένα είτε πνευματικώς ανεπαρκή μέλη της πνευματικής και οικονομικής ελίτ και του εφήμερου, εμπορικού star system.
Θα μπορούσαμε να πούμε, μιλώντας συνοπτικά για οικονομία λόγου, ότι, υπό τη Νέα Δημοκρατία, η κουλτούρα κινείται μεταξύ δύο πόλων: ο ένας πόλος έχει ως παραδειγματικούς εκπροσώπους συστημικούς παράγοντες του ΚΚΕ, της ΚΝΕ, της οργάνωσης Ελληνική Κομμουνιστική Νεολαία «Ρήγας Φεραίος»-Β΄ Πανελλαδική, του γαλλικού «Μάη του 1968», τη Μελίνα Μερκούρη κ.ά., ενώ ο άλλος πόλος έχει ως παραδειγματικούς εκπροσώπους ανθρώπους όπως ο Σάκης Ρουβάς, η Νάνα Μούσχουρη, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Γεώργιος Ράλλης κ.ά. Και μεταξύ αυτών των δύο πόλων, δηλαδή μεταξύ ελεγχομένου, συστημικώς διαχειριζομένου κομμουνισμού/ευρωκομμουνισμού και ενός, θα έλεγα, «χίπικου» αριστερισμού, από τη μια, και ποπ (π.χ. Ρουβάς), εντέχνου δυτικοευρωπαϊκού μοντερνισμού (π.χ. Μούσχουρη) και ιδεολογικοπολιτικού φραγκισμού (π.χ. Κωνσταντίνος Τσάτσος, Παναγιώτης Κανελλόπουλος και Γεώργιος Ράλλης), από την άλλη, εξαπλώνεται η πνευματική έρημος των «νοικοκυραίων» της Νέας Δημοκρατίας, δηλαδή η μεγάλη κεντροδεξιά μικροαστική μάζα, που γίνεται και κεντροαριστερά πλέον, εφόσον, από εγχώρια και ξένα κέντρα εξουσίας, προωθείται η σύγκλιση και συγκυβέρνηση κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς.
Επάνω σε αυτήν τη μικροαστική μάζα της καραμανλικής κοινωνίας της δεκαετίας του 1970, άλλωστε, στηρίχθηκε και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ειδικά απ’ όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου συνειδητοποίησε ότι η κοινωνία στην οποία απευθυνόταν δεν είχε καμιά σχέση με τη φιλελεύθερη Αριστερά του Μπέρκλεϊ της Καλιφορνίας, που ο ίδιος εκπροσωπούσε, αλλά αποτελούνταν κυρίως από διεκδικητικούς, ιδιοτελείς μικροαστούς και χωρικούς και δεν υπήρχε καν μια κρίσιμη κοινωνική μάζα ριζοσπαστικοποιημένων αστών. Έτσι, θέτοντας ως πρωταρχικό στόχο την κατάκτηση της πρωθυπουργίας, το ταχύτερο δυνατό και όπως-όπως, ο Ανδρέας Παπανδρέου επέλεξε να συμβιβαστεί άμεσα και πλήρως με την κοινωνική πλειοψηφία των μικροαστών και των χωρικών, αντί να διαμορφώσει και να εφαρμόσει ένα σχέδιο πολιτιστικής επανάστασης προς εκπολιτισμό της νεοελληνικής κοινωνίας. Εξού, άλλωστε, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εκπροσωπώντας έναν σεσαπρωμένο και μεταπρατικό μεγαλοαστισμό καθώς και μικροαστικές και αγροτικές κοινωνικές ομάδες, επικύρωσε και καθ-ιέρωσε την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, με την οποία συνέπραξε επισήμως ως Πρόεδρος Δημοκρατίας.
Ο Μαρξ, στο σύγγραμμά του «Οι Ταξικοί Αγώνες στη Γαλλία» (K. Marx, «Die Klassenkämpfe in Frankreich, 1848-1850», σελ. 57-58), γράφει για το ήθος και τη συμπεριφορά των μικροαστών: «Κανείς δεν πολέμησε με μεγαλύτερο φανατισμό τις ημέρες του Ιουνίου [1848] για τη σωτηρία της ιδιοκτησίας και την αναστήλωση του πιστωτικού συστήματος απ’ ό,τι οι Παρισινοί μικροαστοί –καφετζήδες, εστιάτορες, ταβερνιάρηδες, μικροέμποροι, μαγαζάτορες, χειροτέχνες, κ.λπ. Και όταν τα οδοφράγματα γκρεμίστηκαν και οι εργάτες συνετρίβησαν, οι καταστηματάρχες μεθυσμένοι απ’ τη νίκη τρέξανε πίσω στα καταστήματά τους για να βρουν την πόρτα μπλοκαρισμένη από έναν σωτήρα της ιδιοκτησίας, έναν νόμιμο εκπρόσωπο του πιστωτικού συστήματος που τους επέδωσε τα απειλητικά μηνύματα: Διαμαρτυρημένη η συναλλαγματική! Καθυστερούμενο το ενοίκιο! Υπερήμερο το δάνειο! Χαντακωμένο το κατάστημα! Χαντακωμένος ο καταστηματάρχης! Σωτηρία της ιδιοκτησίας! Αλλά το σπίτι όπου ζούσαν δεν ήταν ιδιοκτησία τους• το μαγαζί τους δεν ήταν ιδιοκτησία τους• τα εμπορεύματά τους δεν ήταν ιδιοκτησία τους. Ούτε η επιχείρησή τους, ούτε το πιάτο που έτρωγαν, ούτε το κρεβάτι όπου κοιμόνταν δεν τους ανήκε πια. Ήταν ακριβώς απ’ αυτούς τους ίδιους που αυτή η ιδιοκτησία έπρεπε να σωθεί χάριν του ιδιοκτήτη που νοίκιαζε το σπίτι, χάριν του τραπεζίτη που προεξοφλούσε το γραμμάτιο, χάριν του καπιταλιστή που είχε δανείσει μετρητοίς, χάριν του βιομηχάνου που είχε εμπιστευθεί επί παρακαταθήκη τα εμπορεύματά του σ’ αυτούς τους λιανοπωλητές, χάριν του χονδρεμπόρου που είχε πιστώσει τα υλικά σ’ αυτούς τους χειροτέχνες...Η ονομαστική ιδιοκτησία τους έμενε ανέπαφη όσο ήταν ζήτημα να τους τραβήξουν στο όνομα της ιδιοκτησίας στο πεδίο της μάχης. Τώρα που ο μεγάλος λογαριασμός με το προλεταριάτο ξεκαθαρίστηκε, το θεματάκι με τον μπακάλη μπορούσε με τη σειρά του να τακτοποιηθεί. Στο Παρίσι, τα διαμαρτυρημένα γραμμάτια ξεπέρασαν τα 21 εκατομμύρια φράγκα».
Ωστόσο, στο σύγγραμμά του «Κριτική του Προγράμματος της Γκότα» (K. Marx, «Kritik des Gothaer Programms», Moskau: Verlag Progress σελ. 340), ο Μαρξ παρατηρεί ότι «η μικροαστική τάξη...[γίνεται] επαναστατική...ενόψει της επερχόμενης πτώσης της στο προλεταριάτο». Με μια σημαντική διαφορά όμως: ενώ ο ριζοσπαστικοποιημένος αστός, κανονικά, γίνεται είτε υπέρμαχος του καθαρού ελευθερισμού (libertarianism), δηλαδή μιας αναρχικής μορφής φιλελευθερισμού, είτε αναρχοσοσιαλιστής, ο μικροαστός, όταν ριζοσπαστικοποιείται (πράγμα, ούτως ή άλλως, δύσκολο), συνήθως οδηγείται στον φασισμό. Με λίγα λόγια, κατά βάση, ο φασισμός είναι ριζοσπαστικοποιημένος μικροαστισμός. Εξού και, όταν η Νέα Δημοκρατία, όπως και το ΠΑΣΟΚ, ως κόμματα του μικροαστισμού, έπαψε να παρέχει αρκετά υλικά αγαθά προς τους μικροαστούς ψηφοφόρους της, ένα σημαντικό μέρος των δυσαρεστημένων και ριζοσπαστικοποιημένων μικροαστών ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας στράφηκε στη «Χρυσή Αυγή». Ομοίως, στον βαθμό που ΠΑΣΟΚοποιήθηκε και καραμανλικοποιήθηκε και στον βαθμό που θα συνεχίσει να ΠΑΣΟΚοποιείται και να καραμανλικοποιείται ο ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή, στον βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ, από «ριζοσπαστικός» θα γίνεται «μικροαστικός» συνασπισμός, εν μέσω μάλιστα παρατεταμένης οικονομικής και πολιτιστικής κρίσεως, η δυναμική της «Χρυσής Αυγής» και του γενικοτέρου φασιστικού χώρου θα ενισχύεται.
Τι δεν καταλαβαίνει η Νέα Δημοκρατία ή ο βαρβαρισμός του συστήματος της «μεταπολίτευσης» του 1974
Υπό ευρεία θεώρηση, η έννοια του πολιτισμού (civilization) περιλαμβάνει την έννοια της καλλιέργειας (culture-κουλτούρα), αλλά, υπό μια στενότερη θεώρηση, ο ‘πολιτισμός’ μπορεί να διαφοροποιηθεί από την ‘καλλιέργεια’ επί τη βάσει του ισχυρισμού ότι ο πολιτισμός είναι τα μέσα και το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας συλλογικής συνείδησης (‘πόλις’) να επιτύχει για τον εαυτό της καλύτερους όρους προσαρμογής της στον κόσμο, ενώ ‘καλλιέργεια’ είναι το αποτέλεσμα μιας αναστοχαστικής στάσης του ανθρώπου απέναντι στη ζωή του. Συνεπώς, ο πολιτισμός μπορεί να θεωρηθεί ως μια δομή η οποία αποτελείται από τεχνολογία και θεσμούς, ενώ η καλλιέργεια μπορεί να θεωρηθεί ως μια αναστοχαστική-κριτική στάση απέναντι στους θεσμούς (και την τεχνολογία) και μια προσπάθεια υπέρβασης των θεσμών μέσω μύθων. Η πολύπλοκη δομή του μύθου αντιστοιχεί στη δομή των θεσμών, αλλά, επειδή ο μύθος αφορά στο πνευματικό περιεχόμενο των πραγμάτων, υπερβαίνει τους θεσμούς, και, γι’ αυτό, η αλλαγή των θεσμών προϋποθέτει αλλαγή της κυρίαρχης μυθολογίας. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, ο πολιτισμός και η καλλιέργεια δεν είναι ούτε αντιφατικά ούτε ασύμβατα μεταξύ τους. Ενώ υπάρχει μια θεμελιώδης και ουσιαστική διαφορά μεταξύ τους, επειδή ο πολιτισμός αντιστοιχεί στην οικονομική-τεχνολογική-θεσμική πραγματικότητα ενώ η καλλιέργεια αντιστοιχεί στην πραγματικότητα του ανθρωπίνου πνεύματος, από την άλλη πλευρά, ο πολιτισμός όχι μόνο περιλαμβάνει την καλλιέργεια αλλά και αποτελεί την ιστορική φανέρωση της καλλιέργειας, προσφέροντας υποστυλώματα στην ιστορική επιβίωση της καλλιέργειας.
Η ερευνητική εργασία του Κλοντ Λεβί-Στρος (Claude Levi-Strauss) στη δομική ανθρωπολογία έχει δείξει ότι μια μορφή καλλιέργειας υπήρχε ήδη ακόμη και στα πιο πρωτόγονα στάδια της ανάπτυξης του πνευματικού βίου του ανθρωπίνου είδους και ότι η καλλιέργεια αποτελεί αφενός αντανάκλαση και αφετέρου υπέρβαση του υλικού πολιτισμού. Ενώ οι δομές της καλλιέργειας αντιστοιχούν σχεδόν πλήρως προς τις δομές του πολιτισμού, ωστόσο, η καλλιέργεια επενεργεί ‘διορθωτικά’ επί του πολιτισμού. Ακριβώς επειδή η καλλιέργεια δεν αποτελεί απλώς αντανάκλαση του πολιτισμού αλλά και πορεία υπέρβασής του, γι’ αυτό οι άνθρωποι μπορούν να καινοτομούν στα πεδία των θεσμών και της τεχνολογίας. Αν η καλλιέργεια ήταν απλώς μια αντανάκλαση του πολιτισμού, τότε, μετά από τη θέσπιση των πρώτων θεσμών και την ανάπτυξη της πρώτης τεχνολογίας, οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να επιφέρουν αλλαγές στους δεδομένους θεσμούς και στη δεδομένη τεχνολογία. Με λίγα λόγια, η ουσία της ανθρώπινης δημιουργικότητας είναι ζήτημα ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ (culture-κουλτούρας).
Η καλλιέργεια βοηθεί τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει, μεταξύ άλλων, ότι η ιστορική πραγματικότητα δεν χαρακτηρίζεται μόνο από περιορισμούς και αναγκαιότητες, αλλά και από ελευθερία και ότι, τελικώς, η ιστορική πραγματικότητα υπόκειται στη δημιουργική παρέμβαση της ανθρωπίνης συνειδήσεως επ’ αυτής. Κατ’ επέκταση, επειδή η οικονομική πραγματικότητα είναι ουσιαστικώς μια ειδική περίπτωση της ιστορικής πραγματικότητας, υπάρχει μια συνέχεια μεταξύ της εξωσυνειδησιακής οικονομικής πραγματικότητας και της οικονομικής πραγματικότητας που αποτελεί περιεχόμενο και δομικό ανάπτυγμα της συνειδήσεως του οικονομικώς δρώντος υποκειμένου, μια συνέχεια η οποία συμπυκνώνεται και εκδηλώνεται ως υποκειμενική ενέργεια κατά τα βιώματά της, ενώ η ίδια εξαντικειμενίζεται κατά τα ενεργήματά της στο επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας. Η δομή της οικονομίας και η δομή της συνειδήσεως του οικονομικώς δρώντως υποκειμένου δεν είναι μεν μια, αλλά είναι ενιαία, και τούτο ακριβώς παρέχει σε αυτήν τη δυνατότητα να εκδηλώνεται με απεριόριστους τρόπους, των οποίων η κοινή δήλωση είναι τάξεως ενεργειακής και εξασφαλίζει τη δημιουργικότητα της ανθρωπίνης συνειδήσεως στο πεδίο της οικονομίας. Το σημαντικό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η ευπλασία της οικονομικής δομής, της οποίας κέντρο στιγμιαίο και συγχρόνως τελεσίδικο καθίσταται μια συγκεκριμένη συνείδηση του οικονομικώς δρώντος υποκειμένου, στην οποία η οικονομική πραγματικότητα αναφέρεται και συμπυκνώνεται.
Η σημαντικότερη χαρακτηριστική έκφραση και ο πυρήνας της καλλιέργειας είναι ο μύθος. Ο μύθος μεταφράζει τη βιωμένη πραγματικότητα σε μια συμβολική γλώσσα και, με αυτόν τον τρόπο, επιτρέπει τη βιωματική συμμετοχή της συλλογικής συνείδησης στην ίδια εμπειρία της πραγματικότητας. Όπως έχει επισημάνει ο Κλοντ Λεβί-Στρος, παρ’ ότι κάθε μύθος μοιάζει μοναδικός, αποτελεί μια συγκεκριμένη στιγμή ενός καθολικού νόμου της ανθρώπινης σκέψης (βλ. C. Levi-Strauss, «Structural Anthropology», New York: Basic Books, 1963).
Στο επίπεδο του μύθου, αποσαφηνίζεται η αλληλεπίδραση μεταξύ πολιτισμού και καλλιέργειας. Πιο συγκεκριμένα, ο μύθος συνίσταται στη συμβολική ταύτιση του υποκειμένου με μια ή περισσότερες φάσεις της πορείας του πολιτισμού, η οποία ορίζει (ή οι οποίες ορίζουν) το μυθολογικό ιδεώδες. Το ‘μυθολογικό ιδεώδες’ είναι ένα συμβολικό σημείο το οποίο δίδει μια ιστορική θέση και ένταξη στη συλλογική συνείδηση και καθορίζει το σημείο από το οποίο η εκάστοτε συλλογική συνείδηση μπορεί να καταστεί ορατή και καλύτερα γνωστή. Η δημιουργία και η εγκατάσταση ενός μύθου προσδίδει την ευστάθεια του πυρήνα του ιδρυμένου πολιτισμού. Όπως έχουν εξηγήσει ο Κλοντ Λεβί-Στρος και ο φιλόσοφος Αλέν (Alain, ψευδώνυμο του Émile-August Chartier), ο μύθος που βρίσκεται σε ισχύ ενισχύει τους ιδρυμένους θεσμούς, και, γι’ αυτό, κάθε προσπάθεια δομικής αλλαγής των θεσμών και γενικώς του πολιτισμού προϋποθέτει τη λειτουργία και εγκατάσταση ενός νέου μύθου, ο οποίος θα προσφέρει το πνευματικό υποστύλωμα του νέου θεσμού.
Η συνείδηση μπορεί να υπερβαίνει την εξωσυνειδησιακή πραγματικότητα μέσω του μύθου και ακόμη μπορεί να υπερβαίνει και τον ίδιον τον μύθο μέσω της τέχνης, της θρησκείας (υπό τη βαθιά πνευματική έννοια αυτής) και της φιλοσοφίας, όπως έχω εξηγήσει στο βιβλίο μου «Methexiology: Philosophical Theology and Theological Philosophy for the Deification of Humanity» (Eugene, Oregon: εκδόσεις Pickwick Publications, 2016). Επιπλέον, όπως εξηγώ στο προαναφερθέν βιβλίο μου, χωρίς μια στρατηγική καλλιεργείας, χωρίς μια στρατηγική πολιτιστική πολιτική, η λογιστική υποκαθιστά τον φιλοσοφικό λόγο, η ιστορική αναγκαιότητα επιβάλλεται επί της ιστορικής δημιουργικότητας και, τελικώς, ο άνθρωπος γίνεται υπάνθρωπος, εφόσον παραιτείται από οντολογικές του δυνάμεις και δυνατότητες. Η έλλειψη στρατηγικής πολιτιστικής πολιτικής είναι δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος της «μεταπολίτευσης» του 1974 γενικώς και του κατεξοχήν στυλοβάτη αυτού του συστήματος, δηλαδή της Νέας Δημοκρατίας ειδικότερα. Όποτε δε, το σύστημα της «μεταπολίτευσης» του 1974 έκανε στρατηγικές παρεμβάσεις στο πεδίο της καλλιεργείας, π.χ. στην εκπαιδευτική πολιτική (όπως οι γλωσσικές μεταρρυθμίσεις και τα εκπαιδευτικά προγράμματα επί Ράλλη και Ανδρέα Παπανδρέου) και στην πολιτική περί των καλών τεχνών, επέδειξε βαρβαρισμό, ουσιώδη ανθελληνισμό.
Ο ανεπίγνωστος (;) ανθελληνισμός της Νέας Δημοκρατίας
Η πνευματική κατάσταση της άρχουσας ελίτ της Νέας Δημοκρατίας είναι τραγική. Η άρχουσα ελίτ της Νέας Δημοκρατίας, κατά τη γνώμη μου, ερείδεται πνευματικώς επάνω σε δύο αρχετυπικά, εμβληματικά πρόσωπα του πολιτικού χώρου αυτού του κόμματος: στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (1902-1986) και στον Κωνσταντίνο Καραμανλή (1907-1998).
Τι εκπροσωπεί πολιτιστικά, ανθρωπολογικά και τελικώς πολιτικά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος υπήρξε φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και πολιτικός, διατελέσας μάλιστα, επ’ ολίγον και υπό ειδικές συνθήκες, πρωθυπουργός της Ελλάδας κατά τα χρονικά διαστήματα από 1ης Νοεμβρίου 1945 μέχρι 22ας Νοεμβρίου 1945 και από 3ης Απριλίου 1967 μέχρι 21ης Απριλίου 1967; Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος πρωτίστως εκπροσωπεί μια εκφραγκισμένη νεοελληνική λόγια και πολιτική ελίτ, η οποία όχι μόνο δεν έχει επίγνωση της πραγματικής πνευματικής ιδιαιτερότητας του αρχαίου και του μεσαιωνικού (γνωστού και ως βυζαντινού) Ελληνισμού, όχι μόνο, κατ’ αποτέλεσμα, δεν υπερασπίζεται και δεν επικαιροποιεί την πραγματική πνευματική ιδιαιτερότητα του αρχαίου και του μεσαιωνικού (βυζαντινού) Ελληνισμού, αλλά, τουναντίον, προσυπογράφει τον φραγκικό πολιτιστικό και πολιτικό ιμπεριαλισμό και επιδιώκει την πλήρη ενσωμάτωση και αφομοίωση του νεοελληνικού κράτους μέσα στους θεσμούς και τις νοοτροπίες της σύγχρονης Φραγκίας, ή Καρολίγγειας Ευρώπης. Αυτή η επιλογή πολιτιστικής στάσης στην οποία προέβη ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος είναι σαφής και εντόνως διατυπωμένη στο περιβόητο βιβλίο του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος», στο οποίο υποστηρίζει την πνευματική υπεροχή της μεσαιωνικής Φραγκίας και της δυτικοευρωπαϊκής νεωτερικότητας έναντι του μεσαιωνικού Ελληνισμού (Βυζαντίου) και θεωρεί ότι η, κατά τη γνώμη του, ιστορική κακοδαιμονία και υστέρηση των Ρώσων οφείλεται στο ότι, κατά τον μεσαίωνα, επέλεξαν να υιοθετήσουν τον βυζαντινό, ορθόδοξο Χριστιανισμό και όχι τον Ρωμαιοκαθολικισμό!
Η Καρολίγγεια Ευρώπη, στην οποία ομνύει ο «πεφωτισμένος» δεξιός Παναγιώτης Κανελλόπουλος, έχει ως πολιτιστικό και ιστορικό της λίκνο τον γερμανοφραγκισμό. Ο Καρλομάγνος (742-814 μ.Χ.) ιστορικά σηματοδοτεί την κυριαρχία των Φράγκων στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την υποβάθμιση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Ο Φράγκος Βασιλέας Καρλομάγνος, παρ’ ότι ήταν υιός και εγγονός Φράγκων βασιλέων, ήταν αναλφάβητος και σε μεγάλη ηλικία προσπάθησε να μάθει γραφή και ανάγνωση. Ωστόσο, είχε κοσμοκρατορικά ιδεώδη και γι’ αυτό συγκέντρωσε λόγιους στην αυλή του –οι οποίοι δεν γνώριζαν βεβαίως παρά ελάχιστα από τα στοιχεία της κλασσικής ελληνικής σκέψης (κι αυτά μέσω κακών μεταφράσεων)– και επεδίωκε να δημιουργήσει σχολές (εξ ου και η γέννηση του ‘Σχολαστικισμού’ στη Δύση), ώστε να κυριαρχήσει πολιτιστικά στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού του, ο Καρλομάγνος όριζε επισκόπους με δικές του κυρίως, παρά παπικές, αποφάσεις, απαιτούσε αυτοί να αναλαμβάνουν καθήκοντα που θα άρμοζαν σε κοσμικούς άρχοντες και επίσης καθιέρωσε την παράδοση της ανάμιξης των αυτοκρατόρων –μέσω πολύπλοκων ραδιουργιών– στην εκλογή παπών. Έτσι, δημιούργησε ένα ισχυρό, συγκεντρωτικό και γερμανοκρατούμενο υπερκράτος.
Αισθανόμενος άβολα απέναντι στη λάμψη της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο) και προωθώντας τα κοσμοκρατορικά και απολυταρχικά ιδεώδη του, ο αγράμματος ‘διαφωτιστής’, σχολάρχης και βασιλέας των Φράγκων Καρλομάγνος διέταξε τους θεολόγους της Αυλής του (Αλκουίνο και Θεοδούλφο), στο πλαίσιο της φραγκικής πολιτιστικής και θρησκευτικής διπλωματίας, να αναιρέσουν τις αποφάσεις της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου. Έτσι, εγράφησαν τα γνωστά βιβλία «Libri Carolini», με τα οποία αναιρούνταν η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Το 794, ο Καρλομάγνος συγκάλεσε στη Φρανκφούρτη Σύνοδο στην οποία συμμετείχαν οι επίσκοποι της επικράτειάς του, αναγνώσθηκαν τα Libri Carolini και καταδικάσθηκε η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος. Επίσης, η δοξασία του «Filioque» (που σημαίνει ‘και εκ του Υιού’, σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος) αναπτύχθηκε στους θεολογικούς κύκλους του Καρλομάγνου –παρά την αντίδραση των Ρωμαίων παπών Αδριανού Α’ και Λέοντος Γ’– διότι, μέσω της καινοτόμου (ήγουν αιρετικής) διδασκαλίας του «Filioque», ο Καρλομάγνος φιλοδοξούσε να καταδείξει την υποτιθέμενη θεολογική υπεροχή των Φράγκων έναντι των Βυζαντινών (για μια συστηματική μελέτη αυτών των θεμάτων και της ταυτότητας του αρχαίου και του μεσαιωνικού Ελληνισμού, βλ. το βιβλίο μου «Methexiology: Philosophical Theology and Theological Philosophy for the Deification of Humanity», Eugene, Oregon: εκδόσεις Pickwick Publications, 2016).
Πέρα όμως από τους «πεφωτισμένους» δεξιούς τύπου Παναγιώτη Κανελλόπουλου, που έδρασαν ουσιαστικώς ως πολιτιστικοί πράκτορες του φραγκισμού ιδίως μεταξύ των κοινωνικών ελίτ του νεοελληνικού κράτους, υπάρχουν και οι πραγματιστές, ακαλλιέργητοι δεξιοί τύπου Κωνσταντίνου Καραμανλή, οι οποίοι ανεδύθησαν από τις κοινωνικές ομάδες των χωρικών, των μικροαστών, ακόμη και των δωσιλόγων και μαυραγοριτών της γερμανοναζιστικής κατοχής και εξέφρασαν τη λογική και τις κυρίαρχες νοοτροπίες εκείνων των κοινωνικών ομάδων. Οι πραγματιστές, ακαλλιέργητοι δεξιοί τύπου Κωνσταντίνου Καραμανλή, αφού οι ίδιοι ήταν βαρέως ακαλλιέργητοι, αφενός παρέδωσαν την πολιτιστική πολιτική στα χέρια «πεφωτισμένων» δεξιών τύπου Παναγιώτη Κανελλόπουλου και αργότερα και συστημικών αριστεριστών, αφετέρου οι ίδιοι επιδόθηκαν στην ουσιαστικώς παθητική διεκπαιρέωση των στρατηγικών οδηγιών που λάμβαναν από τις ελίτ των ευρωατλαντικών θεσμών (ΝΑΤΟ/ΕΟΚ/ΕΕ) και στην άσκηση της μικροδιαχείρησης του εγχωρίου συστήματος, στο πλαίσιο του οποίου, τελικώς, περί την δεκαετία του 1970, είχαν ήδη εξαλείψει κάθε σοβαρό δείγμα αυθεντικής εθνικής μεγαλοαστικής τάξης και είχαν αντικαταστήσει τον εθνικό μεγαλοαστισμό από μια διεφθαρμένη, μεταπρατική καπιταλιστική ολιγαρχία, η οποία συνέπραξε με τις κρατικές κυβερνήσεις στη διαμόρφωση ενός συστήματος θεσμοθετημένης διαφθοράς (το οποίο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έχει αποκαλέσει «διαπλοκή»).
Το καθεστώς της νεώτερης φραγκοκρατίας στην Ελλάδα, που επεβλήθη μέσω πολιτικών όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και διάφοροι σοσιαλδημοκράτες με ηπειρωτικοευρωπαϊκή αναφορά (π.χ. Κώστας Σημίτης), παρενέβη τόσο αποφασιστικά στη συνείδηση της ελλαδικής κοινωνίας και στους εκπαιδευτικούς θεσμούς της, ώστε οι σύγχρονοι Έλληνες, ως επί το πλείστον, έχουν μεν επίγνωση του γεγονότος και των συνεπειών της οθωμανικής επιβολής επί του μεσαιωνικού Ελληνισμού που έλαβε χώρα με την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, το 1453, από τους Οθωμνούς, αλλά δεν έχουν ανάλογη επίγνωση και ιστορική μνήμη του γεγονότος ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος του μεσαιωνικού Ελληνισμού υποδουλώθηκε σε Φράγκους και έζησε επί αιώνες υπόδουλο Φράγκων πριν επελάσουν οι Οθωμανοί.
Στις 13 Απριλίου 1204, η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους επιδρομείς Σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας και, ως εκ τούτου, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαμελίστηκε. Πρώτος Φραγκολατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως αναδείχθηκε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας και εν συνεχεία, στον ιστορικό ελλαδικό χώρο, δημιουργήθηκαν νέα σταυροφορικά κράτη υποτελή στον Φραγκολατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως: το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το Δουκάτο των Αθηνών και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας.
Το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης παραχωρήθηκε στον Φράγκο αρχηγό της Δ’ Σταυροφορίας, μαρκήσιο Βονιφάτιο του Μοντεφράτ, ο οποίος, στη συνέχεια, προελαύνοντας στη Θεσσαλία και στη Στερεά Ελλάδα, διένειμε τις περιοχές που κατελάμβανε στους συνεργάτες ιππότες του, που τον ακολουθούσαν στη Δ’ Σταυροφορία. Στα τέλη του 1204, ο Βονιφάτιος του Μοντεφράτ κατέλαβε την Αθήνα και οι Φράγκοι επιδόθηκαν στη λεηλασία της πόλης: συλλήθηκε ο Ναός της Παναγίας της Αθηναίας στον Παρθενώνα και καταστράφηκε η μητροπολιτική βιβλιοθήκη με τα πολύτιμα χειρόγραφα, την οποία είχε δημιουργήσει ο Μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης, ο οποίος, όπως και πολλοί άλλοι Αθηναίοι, εγκατέλειψαν τη φραγκοκρατούμενη Αθήνα. Το 1205, οι Φράγκοι κατακτητές δημιούργησαν το Δουκάτο των Αθηνών, το οποίο ήταν ένα κρατίδιο με έδρα αρχικώς τη Θήβα και αργότερα την Αθήνα και διατηρήθηκε ως την κατάληψη των Αθηνών από τους Τούρκους, το 1456. Δηλαδή, επί περισσότερα από 250 έτη, οι Αθηναίοι έζησαν ως υπόδουλοι των Φράγκων. Επίσης, η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινουπόλεως διατηρήθηκε από το 1204 ως το 1261, οπότε η Αυτοκρατορία της Νικαίας (ιδρυθείσα από τον Θεόδωρο Λάσκαρη) κατόρθωσε να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη από τους Σταυροφόρους της Δύσης.
Ο ακαλλιέργητος, αυταρχικός και ισοπεδωτικός πραγματισμός του Κωνστναντίνου Καραμανλή, σε συνδυασμό με την παράδοση από τον ίδιο της Ελλάδας στον φραγκικό πολιτιστικό και γεωστρατηγικό ιμπεριαλισμό, του εξασφάλισαν και το Βραβείο Καρλομάγνος! Το 1978, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έλαβε το Βραβείο Καρλομάγνος (του οποίου η επίσημη γερμανική ονομασία είναι «Internationaler Karlspreis der Stadt Aachen»), το οποίο απονέμεται ετησίως, από το 1950, από την πόλη του Άαχεν και τιμά τον Καρλομάγνο και την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού έθνους, την οποία εκείνος ίδρυσε. Τον Απρίλιο του 2008, η οργανωτική επιτροπή του Βραβείου Καρλομάγνος και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημιούργησαν από κοινού ένα νέο «Ευρωπαϊκό Βραβείο Νεολαίας Καρλομάγνος» (European Charlemagne Youth Prize). Επίσης, στις εγκαταστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Κομισιόν), υπάρχει η «Αίθουσα Καρλομάγνος». Παρ’ ότι στην ΕΕ ανήκει πλέον μεγάλο μέρος της ιστορικής Βυζαντινής Ευρώπης, με πρώτη την Ελλάδα, κανένα βραβείο της ΕΕ και καμιά αίθουσα της ΕΕ δεν αναφέρεται και δεν τιμά την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γνωστή και ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γιατί, άραγε, κανείς μέχρι σήμερα Νεοδημοκράτης πολιτικός, τάχα πατριώτης και τάχα Ελληνορθόδοξος Χριστιανός, δεν πρότεινε να θεσπίσει η ΕΟΚ/ΕΕ ένα βραβείο αφιερωμένο σε μια σημαντική αυτοκρατορική μορφή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή να αφιερωθεί μια αίθουσα των θεσμών της ΕΟΚ/ΕΕ σε μια σημαντική αυτοκρατορική μορφή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας;
Αρχήθεν το εγχείρημα της ΕΟΚ έδειξε ότι ήταν, στον πυρήνα του, ένα φραγκικό νεοαυτοκρατορικό σχέδιο. Μάλιστα ο πρώτος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (δηλαδή του εκτελεστικού οργάνου) της τότε ΕΟΚ (νυν ΕΕ) ήταν Ναζί, ο Βάλτερ Χάλσταϊν (Walter Hallstein), ο οποίος κατείχε αυτήν την ανωτάτη διοικητική θέση της ΕΟΚ από το 1958 μέχρι το 1967. Ο Βάλτερ Χάλσταϊν ήταν διαπρεπής καθηγητής Νομικής στη ναζιστική Γερμανία και μάλιστα, στις 23 Ιανουαρίου 1939, είχε δώσει μια διάλεξη περί κοινού Ευρωπαϊκού Δικαίου υπό γερμανική ηγεσία, στην οποία, μεταξύ άλλων, ισχυρίστηκε ότι «ένας από τους σημαντικότερους νόμους [στις κατεχόμενες από τη Γερμανία χώρες] είναι ο ‘Προστατευτικός Νόμος περί Γερμανικού Αίματος και Τιμής’»
Η στρεβλή φιλοεκκλησιαστική διάθεση της Νέας Δημοκρατίας
Η Νέα Δημοκρατία και τα προηγούμενα αυτής κόμματα, στην ίδια κομματικοπολιτική οικογένεια, όπως λ.χ. η ΕΡΕ, επιδεικνύουν μια φιλοεκκλησιαστική διάθεση, η οποία, βεβαίως, δεν έχει καμιά σχέση με την αυθεντική πνευματικότητα των Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων του μεσαίωνα. Άλλωστε, η Νέα Δημοκρατία ανήκει πνευματικά στον φραγκισμό και στη Δυτική νεωτερικότητα, ενώ, όπως εξηγώ στο βιβλίο μου «Methexiology: Philosophical Theology and Theological Philosophy for the Deification of Humanity» (Eugene, Oregon: εκδόσεις Pickwick Publications, 2016), η αυθεντική πνευματικότητα των Ελλήνων Εκκλησιαστικών Πατέρων του μεσαίωνα είναι αντίθετη τόσο προς τον σχολαστικισμό, πνευματική μήτρα της μεσαιωνικής Δύσης από τον ένατο αιώμα μ.Χ. και μετά, όσο και προς την κρατούσα φιλοσοφική ανθρωπολογία της νεωτερικής Δύσης.
Η Νέα Δημοκρατία είναι ‘φιλοεκκλησιαστική’ με τρόπο εργαλειακό, δηλαδή για να χρησιμοποιεί και να οριοθετεί την Εκκλησία της Ελλάδος ως πολιτιστικό εργαλείο του Κράτους, όπως έκαναν, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1840, οι Βαυαροί στην Ελλάδα. Επί ανηλίκου Βασιλέα της Ελλάδας Όθωνα, ο Βαυαρός Αντιβασιλέας της Ελλάδας Γκέοργκ Λούντβιχ φον Μάουρερ διόρισε τον Θεόκλητο Φαρμακίδη σύμβουλο για Εκκλησιαστικές Υποθέσεις (το κατεξοχήν ζήτημα πολιτιστικής διπλωματίας εκείνη την εποχή) και αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Το 1833, ο Φαρμακίδης βοήθησε το βαυαρικό καθεστώς της Ελλάδας να αποσπάσει σχισματικώς την τοπική Εκκλησία από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και να την καταστήσει εθνική αυτοκέφαλη Εκκλησία, που, στην πράξη, σήμαινε υποτελή στο βαυαρικό καθεστώς. Πράγματι, το 1833, οι Βαυαροί εξουσιαστές της Ελλάδας ανακήρυξαν την Εκκλησία της Ελλάδος αυτοκέφαλη και την έθεσαν υπό τη διοίκηση μιας πενταμελούς συνόδου επισκόπων τους οποίους διόριζε ο βασιλέας, ο οποίος κατέστη επικεφαλής της Εκκλησίας της Ελλάδος, παρ’ ότι ήταν ετερόδοξος! Η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, ως ιστορικός θεσμός, κατά παράβαση της Ορθόδοξης εκκλησιολογίας, ιδρύθηκε και διοικήθηκε από τον Ρωμαιοκαθολικό Βαυαρό Βασιλέα Όθωνα και από τον Προτεστάντη Βαυαρό Αντιβασιλέα Μάουρερ, με τη βοήθεια μιας σειράς πολιτιστικών πρακτόρων τους, κληρικών και λαϊκών. Επίσης, ο Φαρμακίδης, προστατευόμενος του Μάουρερ, ανέλαβε να οργανώσει (δηλαδή να χειραγωγήσει) τη Θεολογική και τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών σύμφωνα με τις επιταγές της Βαυαροκρατίας, ανατρέποντας πλήρως τα σχέδια του Καποδίστρια και για την Ορθοδοξία και για το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Οι κυρίαρχες φραγκικές ελίτ είναι εχθροί της αυθεντικής ελληνορθόδοξης πνευματικότητας και γενικά της Βυζαντινής Ευρώπης και το ομολογούν δημοσίως. Ιδού μια χαρακτηριστική ομολογία και ανάλυση των σχεδίων της φραγκικής ελίτ: στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde», στις 19 Νοεμβρίου 2014, ο Arnaud Leparmentier δημοσίευσε άρθρο του υπό τον τίτλο «Une Union européenne trop orthodoxe», στο οποίο υποστηρίζει, κατά λέξη, τα εξής: Πρώτον, «ο χάρτης των θρησκειών στη Γηραιά Ήπειρο είναι εντυπωσιακός. Ενώ ο καθολικοπροτεσταντικός κόσμος μοιάζει αγκιστρωμένος πάνω στη νεωτερικότητα, η Ορθοδοξία (Ορθόδοξος Χριστιανικός κόσμος) μοιάζει έντονα με τον χάρτη των προβλημάτων μας» (σχόλιο: δηλαδή το άρθρο αυτό μάς λέγει ότι η Ορθοδοξία είναι το πρόβλημα της Ευρώπης, η πηγή των προβλημάτων της Ευρώπης, ο κυρίαρχος πονοκέφαλος της Δύσης). Δεύτερον, το ίδιο άρθρο συνεχίζει ως εξής: «Εκκινώντας από τη Μόσχα και τη Ρωσία, συμπεριλαμβάνοντας την Ουκρανία και κατευθυνόμενοι διαμέσου των Βαλκανίων όπου βρίσκονται η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Σερβία, καταλήγουμε στην Ελλάδα. Η Ρωσία του Πούτιν απειλεί την ειρήνη τη στιγμή κατά την οποία αναγνωρίζουμε ότι η Ευρώπη έχει ως πεμπτουσία της ιστορικής της αποστολής ήδη από την διακήρυξη Σουμάν, το 1950, να καταστήσει τον πόλεμο υλικώς αδύνατο» (σχόλιο: δηλαδή, σύμφωνα με αυτήν την επισήμανση, ιδρύοντας την Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα, η Δύση, θέτοντας υπό γαλλογερμανική κυριαρχία τις πηγές της στρατιωτικής βιομηχανίας και της βιομηχανίας γενικότερα, αφενός απέτρεψε τη δυνατότητα γαλλογερμανικού πολέμου, αφετέρου ενίσχυσε τον ευρωατλαντικό πόλο). Τρίτον, στο ίδιο άρθρο, διαβάζουμε τα εξής: «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ειρήνη, η Συνθήκη του Σένγκεν και το ευρώ ως ενιαίο νόμισμα απειλούνται από τους Ορθόδοξους παπάδες...Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι μια Δυτική κατασκευή, πάνω απ’ όλα φραγκογερμανική θεμελιωμένη επάνω στη γη της παλαιάς Καρολίγγειας Αυτοκρατορίας».
Αθήνα, 6 Αυγούστου 2016
Νικόλαος ΛάοςΦιλόσοφος, Σύμβουλος Νοοπολιτικής και συγγραφέας.