Η συχνή χρήση ορισμένων όρων, ειδικά στο πλαίσιο δημόσιας ρητορείας, δημιουργεί μια ψευδαίσθηση κατανόησής τους. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των όρων ‘νεοφιλελευθερισμός’, ‘απελευθέρωση της αγοράς’, ‘αστός’ και ‘αστικό σύστημα’. Ειδικά σε χώρες με ελλιπή φιλελεύθερη και ακόμη ελλιπέστερη αστική παράδοση, όπως η Ελλάδα, η επίφαση γνώσης των προαναφερθέντων όρων είναι ακόμη τραγικότερη και επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο σε περιόδους κρίσης, οπότε η πολιτική φόρτιση και η διανοητική σύγχυση είναι μεγαλύτερες. Επιπλέον, στην αυγή του 21ου αιώνα, αυτήν την εννοιολογική σύγχυση επιβάρυνε το γεγονός ότι οι ελίτ που κυριάρχησαν πολιτικά και οικονομικά στη Δύση, την ιστορική κοιτίδα του φιλελευθερισμού και του αστικού συστήματος, αποτελούν, όπως θα καταστεί σαφές στην παρούσα ανάλυση, μόνο κατ’ επίφαση και για προπαγανδιστικούς λόγους εκπροσώπους και υποστηρικτές του αυθεντικού αστικού συστήματος και της ελευθερίας του ατόμου.
Η κατανόηση αυτών των όρων είναι απαραίτητη προϋπόθεση, αν πρόκειται η σύγχρονη ελληνική κοινωνία να κάνει υπεύθυνες ιστορικές επιλογές και να δράσει δημιοργικά. Ο Κουρτ Ζάντεκ Λιούιν (Kurt Zadek Lewin), ο οποίος είναι ο πατέρας της κοινωνικής ψυχολογίας, έχει υποστηρίξει ότι «δεν υπάρχει τίποτε τόσο πρακτικό όσο μια καλή θεωρία» (βλ. K.Z. Lewin, “Field Theory in Social Science: Selected Theoretical Papers”, επιμελ. D. Cartwright, New York: Harper & Row, 1951, σελ. 169). Πράγματι, η δημιουργία θεωρίας, δηλαδή η θεωρητική εργασία, αποβλέπει στους εξής σκοπούς: να οργανώσει διάφορα φαινόμενα με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως ένα συνεκτικό όλον, να συνδέσει μεταξύ τους πληροφορίες που, χωρίς την ύπαρξη θεωρίας, θα έμεναν άσχετες μεταξύ τους, και να δείξει με ποιον τρόπο καθίστανται εφικτές αλλαγές στο υπό μελέτη σύστημα. Συνεπώς, το εύρος και ο τρόπος λήψης αποδοτικών αποφάσεων και πραγματοποίησης αποδοτικών δράσεων αποτελούν καθαυτά ζητήματα αρρήκτως συνδεδεμένα με τη θεωρητική στάση και κατάρτιση που έχει ο εκάστοτε δρων παράγων.
Φιλελευθερισμός, νεοφιλελευθερισμός και ελευθεροφροσύνη
Ο φιλελευθερισμός (liberalism) είναι ένας τρόπος σκέψης περί της ανθρωπότητας και της πολιτικής ο οποίος έχει εμπνεύσει διάφορα πολιτικά κινήματα στην Ευρώπη και σε χώρες που έχουν επηρεαστεί έντονα από την ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα από τον 17ο αιώνα και μετά. Ωστόσο, ο ορισμός του φιλελευθερισμού είναι δύσκολο εγχείρημα, επειδή οι σημαντικότεροι ριζοσπάστες και συντηρητικοί επικριτές του φιλελευθερισμού έχουν καταλήξει στις αντι-φιλελεύθερες θέσεις τους ξεκινώντας από φιλελεύθερες πολιτικές υποθέσεις –συγκεκριμένα, οι συντηρητικοί εγκατέλειψαν τον φιλελευθερισμό κι έγιναν συντηρητικοί για να συντηρήσουν ένα σύστημα φιλελεύθερων αρχών, δηλαδή για να συντηρητικοποιήσουν τον φιλελευθερισμό, και οι ριζοσπάστες επικρίνουν τον φιλελευθερισμό με σκοπό να τον ριζοσπαστικοποιήσουν. Αυτό το πρόβλημα προκαλεί συγχύσεις και δυσκολεύει την απάντηση στο ερώτημα εάν κάποιο πρόσωπο είτε κάποιο πολιτικό πρόγραμμα μπορεί να θεωρηθεί ως φιλελεύθερο.
Ωστόσο, ο κεντρικός πολιτικός πυρήνας του νεωτερικού φιλελευθερισμού μπορεί να αποσαφηνιστεί ως εξής: ο νεωτερικός φιλελευθερισμός θέτει υπό συνεχή αμφισβήτηση την πολιτική εξουσία και επιχειρεί να κρίνει και να μεταρρυθμίσει την πολιτική εξουσία, αντί απλά να την παρακάμψει (βλ. A. Arblaster, “The Rise and Decline of Western Liberalism”, Oxford: Blackwell, 1984, και H.C. Mansfield, Jr, “The Spirit of Liberalism”, Cambridge, Mass. And London: Harvard University Press, 1978). Η βασική αρχή του νεωτερικού φιλελευθερισμού είναι ότι το πολιτικό σύστημα δεν είναι ένα φυσικό δεδομένο, αλλά, τουναντίον, αποτελεί ανθρώπινο δημιούργημα, και άρα υπόκειται σε συνεχή κριτική και αναθεώρηση. Κατ’ επέκταση, η κυβέρνηση είναι αναγκαία ή τουλάχιστον χρήσιμη, αλλά δεν αποτελεί φυσικό δεδομένο. Η ελευθερία είναι η φυσική συνθήκη του ανθρώπου, υπό την έννοια ότι η ανθρώπινη συνείδηση, που αποτελεί τη σύνοψη του ανθρωπίνου όντος, χαρακτηρίζεται από απροσδιοριστία και από δυνατότητα στρατηγικής-αναμορφωτικής επέμβασής της στον κόσμο, σύμφωνα με τη δική της προθετικότητα. Η πολιτική εξουσία είναι συμβατική. Αυτές οι θέσεις βρίσκονται στο επίκεντρο των εργασιών φιλελεύθερων στοχαστών, όπως ο Τζον Λοκ (John Locke, 1632-1704), o Μοντεσκιέ (Charlse-Louis de Secondat Montesquieu, 1689-1755), ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (John Stuart Mill, 1806-1873), και ο Φρίντριχ φον Χάγιεκ (Friedrich von Hayek, 1899-1992). Με αυτές τις θέσεις, η αστική τάξη έσπασε το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας των φεουδαρχών και των μοναρχών, γκρέμισε τη μεσαιωνική κοινωνική πυραμίδα και κατέκτησε τον κυρίαρχο πολιτικό ρόλο.
Συν τω χρόνω, ο φιλελεύθερος πολιτικός χώρος αποκτά διάφορες ιδεολογικές αποχρώσεις και διακλαδίζεται σε διάφορα επιμέρους ρεύματα. Υπάρχει μια φιλελεύθερη τάση η οποία συναρτά και συνδυάζει τα φιλελεύθερα αιτήματα με τον νεωτερικό εθνικισμό, δηλαδή με το αίτημα της εθνικής χειραφέτησης και αυτοδιάθεσης λαών. Τον 19ο αιώνα, ιδίως στη Γερμανία, την Ιταλία, την κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, φιλελεύθεροι υποστήριξαν τον εθνικά ενοποιητικό ρόλο του κράτους και εθνικοαπελευθερωτικές επαναστάσεις.
Μια άλλη τάση του φιλελευθερισμού αποδίδει την πρώτιστη πολιτική και ηθική σημασία στην ελευθερία του ατόμου καθαυτού και στην ελεύθερη οικονομία, υπό τη μορφή της καταπολέμησης των τραστ και των μονοπωλίων, όπως λ.χ. προτείνει ο Τζέιμς Μάντισον (James Madison, 1751-1836), είτε υπό τη μορφή της εξάλειψης των οικονομικών λειτουργιών του κράτους, όπως λ.χ. προτείνει ο Χέρμπερτ Σπένσερ (Herbert Spencer, 1820-1903). Η πιο ισχυρή εκδοχή αυτής της τάσης του φιλελευθερισμού είναι οι λεγόμενοι ελευθερόφρονες, αγγλιστοί Libertarians. Ο Αμερικανός ελευθερόφρων (libertarian) στοχαστής και επιχειρηματίας Λίσαντερ Σπούνερ (Lysander Spooner, 1808-1887), στο βιβλίο του “No Treason: the Constitution of No Authority”, έχει συνοψίσει με γλαφυρό τρόπο τον κίνδυνο κάθε μορφής κολεκτιβισμού ως εξής: «Όποιος επιθυμεί την ελευθερία θα έπρεπε να κατανοήσει τα ακόλουθα ζωτικά δεδομένα –δηλαδή: (1) Ότι κάθε άνθρωπος που βάζει χρήματα στα χέρια μιας κυβέρνησης βάζει στα χέρια της ένα ξίφος που θα χρησιμοποιηθεί εναντίον του, για να αρπάξει χρήματα από αυτόν και επίσης για να τον διατηρήσει σε κατάσταση υποτέλειας προς την αυθαίρετη βούλησή της. (2) Ότι εκείνοι που θα πάρουν τα χρήματά του, χωρίς την οικειοθελή του συναίνεση, κατ’ αρχήν θα τα χρησιμοποιήσουν για να τον ληστέψουν ακόμη περισσότερο και για να τον υποδουλώσουν ακόμη περισσότερο σε περίπτωση που αντισταθεί σε μελλοντικές τους απαιτήσεις. (3) Ότι είναι τέλειος παραλογισμός να υποθέτουμε ότι οποιοσδήποτε άνθρωπος θα έπαιρνε, σε οποιαδήποτε περίπτωση, χρήματα κάποιου άλλου ανθρώπου χωρίς την οικειοθελή συναίνεση του δευτέρου θα το έκανε για να υπηρετήσει κάποιον από εκείνους τους σκοπούς τους οποίους θα επικαλούνταν υποκριτικά, π.χ. για να τον προστατεύσει· γιατί να θέλουν κάποιοι να προστατεύσουν έναν άνθρωπο, εάν ο ίδιος αυτός ο άνθρωπος δεν θέλει την προστασία τους;…(4) Εάν ένας άνθρωπος θέλει ‘προστασία’, είναι ικανός να κάνει τις δικές του διαπραγματεύσεις χάριν αυτής· και κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον ληστέψει, για να τον προστατεύσει ενάντια προς τη θέλησή του. (5) Ότι η μόνη εξασφάλιση που μπορούν να έχουν οι άνθρωποι ως προς την πολιτική ελευθερία τους συνίσταται στο να κρατάνε τα χρήματά τους στις δικές τους τσέπες, μέχρι να λάβουν διαβεβαιώσεις, εντελώς ικανοποιητικές για τους ίδιους προσωπικώς, ότι τα χρήματά τους θα χρησιμοποιηθούν με τον τρόπο που θέλουν οι ίδιοι να χρησιμοποιηθούν, χάριν της δικής τους ωφέλειας, κι όχι για να τους προκαλέσουν βλάβη. (6) Ότι καμιά κυβέρνηση, όπως κι αν λέγεται, δεν είναι λογικό να την εμπιστευόμαστε ούτε για μια στιγμή, ούτε είναι λογικό να υποθέτουμε γι’ αυτήν ότι έχει αγαθούς σκοπούς υπόψη της, παρά μόνο εάν βασίζεται εξ ολοκλήρου στην οικειοθελή υποστήριξή μας προς αυτήν».
Μια τρίτη τάση του φιλελευθερισμού επιδιώκει να συνδυάσει τον ιδεολογικό πυρήνα του κλασσικού φιλελευθερισμού με έναν κρατικό παρεμβατισμό στην οικονομία, κυρίως για να αντιμετωπιστούν κρίσεις και να υποβοηθηθεί η ανάπτυξη, όπως φαίνεται λ.χ. από την εργογραφία του Τόμας Γκριν (Thomas H. Green, 1836-1882), του Τζον Ντιούι (John Dewey, 1859-1952), του Λέοναρντ Χόμπχαους (Leonard T. Hobhouse, 1864-1929) και του Τζον Κέινς (John M. Keynes). Από εδώ εκπηγάζει μια τάση σύνθεσης ενός ρεύματος του φιλελευθερισμού με τη σοσιαλδημοκρατία, ώστε να παραχθεί μια φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία η οποία συνδυάζει τον πολιτικό (χωρίς οικονομικό) φιλελευθερισμό με την Κεϊνσιανή οικονομική πολιτική. Η Κεϊνσιανή θεώρηση της οικονομίας προτάσσει την ανάγκη να αποθαρρυνθεί η στείρα αποθησαύριση προς όφελος των επενδυτικών και καταναλωτικών δαπανών, που είναι παραγωγικές. Όμως, η τόνωση της ζήτησης, που εισηγούνται οι Κεϊνσιανοί οικονομολόγοι, πολλές φορές, αντί να προκαλεί αύξηση της παραγωγής και της απασχόλησης, προκαλεί αύξηση του πληθωρισμού. Για παράδειγμα, η Μεγάλη Βρετανία ακολούθησε μια Κεϊνσιανή πολιτική μετά από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και, ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός από το 1953 μέχρι το 1968, ήταν κάτω από το 5%, το 1971 ο πληθωρισμός ανήλθε στο 9,4%, το 1975 ανήλθε στο τρομακτικό 24,2%, το 1978 έπεσε στο 8,3%, αλλά το 1980 αυξήθηκε και πάλι φθάνοντας στο 18%. Τον Σεπτέμβριο του 1976, ο Βρετανός Πρωθυπουργός Τζιμ Κάλαχαν (Jim Callaghan), ο οποίος ανήκε στο Εργατικό Κόμμα, παραδέχθηκε σε ομιλία που έκανε στο κόμμα του ότι η Κεϊνσιανή συνταγή της τόνωσης της ζήτησης δεν λειτουργούσε πλέον επιτυχώς, αλλά απλώς τόνωνε τον πληθωρισμό και τελικά αύξανε την ανεργία (βλ. P. Donaldson, “Economics of the Real World”, London: Penguin Books, 1984, σελ. 72).
Γενικά, τα Κεϊνσιανά προγράμματα δεν λαμβάνουν επαρκώς υπόψη τους τη σημασία της παραγωγικότητας. Η απασχόληση μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε μη παραγωγικές εργασίες, αργά ή γρήγορα, παράγει πληθωρισμό και τελικά και ανεργία, εφόσον η χρηματοδότηση αντιπαραγωγικών θέσεων εργασίας αποτρέπει τη βελτιστοποίηση της κατανομής των πόρων στην οικονομία και καθιστά αδύνατη τη δημιουργία υγιών θέσεων εργασίας, ενώ, από ένα σημείο και πέρα, οι ίδιες οι αντιπαραγωγικές θέσεις εργασίας καθίστανται απολύτως μη βιώσιμες. Τα Κεϊνσιανά προγράμματα χρησιμοποιούνται κυρίως από πολιτικώς επεκτετατικές κυβερνήσεις και αρχομανείς κεντροδεξιούς και κεντροαριστερούς πολιτικούς, προκειμένου να εξαγοράσουν την υπέρμετρη πολιτική εξουσία τους και να εξυπηρετήσουν συγκεκριμένα συμφέροντα από τα οποία εξαρτάται η παραμον΄τους στην εξουσία.
Ο όρος ‘νεοφιλελευθερισμός’ είναι ένας νεολογισμός που ανήκει κυρίως στο πεδίο της θεωρίας Διεθνών Σχέσεων και όχι της Πολιτικής Οικονομίας. Στην Πολιτική Οικονομία, ισχύουν οι όροι Φιλελευθερισμός (Liberalism), με τις προαναφερθείσες τάσεις του, και Ελευθεροφροσύνη (Libertarianism), που, όπως προαναφέραμε, είναι η πιο ριζοσπαστική και ολοκλρωμένη φιλελεύθερη πρόταση. Εξ ου και, κυρίως στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, οι Ελευθερόφρονες (Libertarians) οργανώνονται σε ιδιαίτερα, ξεχωριστά κινήματα, ακόμη και κόμματα, διακρινόμενα σαφώς από τις άλλες φιλελεύθερες τάσεις και από το σύνολο της κεντροδεξιάς και τς κεντροαριστεράς.
Προσωπικώς, ως θεωρητικός του πολιτικού χώρου των ελευθεροφρόνων (libertarians), έχω εξηγήσει ότι διάφορα άτομα με κοινά αιτήματα μπορούν να συνεργαστούν οικειοθελώς και να αναδείξουν μια κεντρική Αρχή στην οποία να μεταβιβάσουν μέρος των προσωπικών ευθυνών τους και μέρος των συνεπακόλουθων δικαιωμάτων τους. Όμως δεν έχουν δικαίωμα να καταναγκάσουν άτομα που δεν θέλουν να λαμβάνουν υπηρεσίες από τη δεδομένη Αρχή να μεταβιβάσουν κι αυτά μέρος των προσωπικών ευθυνών τους και μέρος των συνεπακόλουθων δικαιωμάτων τους στη δεδομένη Αρχή. Για παράδειγμα, μια κοινότητα ανθρώπων μπορεί να δημιουργήσει ένα κοινό ταμείο στο οποίο κάθε μέλος της δεδομένης κοινότητας θα μεταβιβάζει μέρος της περιουσίας του με σκοπό να λάβει από αυτό το ταμείο κάποιες υπηρεσίες (π.χ. σύνταξη, υγειονομική και φαρμακευτική περίθαλψη, εκπαιδευτικές υπηρεσίες, δημόσια έργα, κ.ο.κ.). Όμως ούτε αυτή η κοινότητα, ούτε το κράτος καθαυτό, έχει δικαίωμα να καταναγκάσει όποιον δεν θέλει να λάβει τις υπηρεσίες αυτού του ταμείου να μεταβιβάσει σε αυτό μέρος της προσωπικής του ευθύνης για τη ζωή του, ούτε βεβαίως μέρος των δικαιωμάτων του επί της περιουσίας του. Σ’ έναν κόσμο υπευθύνων και ελλόγων ανθρώπων, η μόνη ηθικώς νόμιμη οργάνωση του δημόσιου βίου είναι η αυτοοργάνωση. Κάθε άλλη πολιτική απλώς εκφράζει δόλιο πατερναλισμό και υποκρισία εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας και επίσης ιδιοτελή συμφέροντα ανθρώπων που δεν θέλουν να αναλάβουν την προσωπική ευθύνη της ζωής τους ούτε την επ’ αυτής εδραζόμενη ελευθερία τους και γι’ αυτό επιχειρούν να προσβάλλουν την ελευθερία άλλων ανθρώπων, άμεσα είτε μέσω των κρατικών θεσμών.
Πέρα από την ηθική αυτονομία του ατόμου, ένας ακόμη λόγος που επιτάσσει την υπεράσπιση της πολιτικής οικονομίας της ελευθερίας είναι η αρνητική ιστορία των κρατών. Εάν λάβουμε υπόψη μας όλους τους πολέμους, τις γενοκτονίες, τη δουλεία και την καταπίεση που έχουν επιφέρει τα κράτη στην ανθρωπότητα, τότε όχι μόνο θα πάψουμε να θεωρούμε το κράτος ως θεσμό που αποτρέπει τη βαρβαρότητα αλλά μάλλον θα θεωρήσουμε το ίδιο το κράτος ως εκπρόσωπο της βαρβαρότητας. Όπως έχει παρατηρήσει ο θεωρητικός της πολιτικής και πολιτικός Έντμουντ Μπερκ (Edmund Burke, 1729-1797), αυτά τα δεινά που έχει προκαλέσει ο θεσμός του κράτους στην ιστορία του δεν είναι τυχαία, αλλά αποτελούν συνέπειες των πολιτικών θεσμών. Συγκεκριμένα, ο Μπερκ παρατηρεί ότι, καθώς η υποταγή, ή, με άλλα λόγια, η ανταπόδοση της τυραννίας και της σκλαβιάς, αποτελεί θεμέλιο της κρατικής οργάνωσης των κοινωνιών, τα συμφέροντα, οι φιλοδοξίες, η μοχθηρία, ή ακόμη και οι ιδιοτροπίες και τα καπρίτσια της κρατικής ηγεσίας αρκούν για να στρατεύσουν τη μάζα (χωρίς τα μέλη της μάζας να έχουν επαρκή προσωπική γνώση των τεκταινομένων) στην εξυπηρέτηση των σκοτεινότερων και χυδαιότερων σκοπών· έτσι, βλέπουμε πολλές φορές στην ιστορία το αξιοθρήνητο φαινόμενο οι μάζες, υπνωτισμένες από την κρατική ηγεσία, να συσπειρώνονται κάτω από λάβαρα κρατικής εξουσίας, αφιονισμένες από θυμό που είναι συχνά μεγαλύτερος κι από εκείνον που θα αισθανόταν ένα άτομο που θα ζητούσε εκδίκηση για ατομικές του υποθέσεις (βλ. E. Burke, “A Vindication of Natural Society”, ed. F.N. Pagano, 1982).
Ο όρος ‘νεοφιλελευθερισμός’ (neoliberalism), αφενός χρησιμοποιείται επιστημονικώς στο πεδίο των Διεθνών Σχέσεων για να αναφερθούν οι θεωρητικοί των Διεθνών Σχέσεων σε ένα μοντέλο παγκοσμιοποίησης που έχουν διαμορφώσει οι Αμερικανοί διεθνολόγοι Robert O. Keohane and Joseph S. Nye, σε ανταπάντηση προς τη νεορεαλιστική θεωρία Διεθνών Σχέσεων (την οποία θεμελίωσε ο Αμερικανός διεθνολόγος Kenneth Ν. Waltz), αφετέρου χρησιμοποιείται για προπαγανδιστικούς λόγους στο πλαίσιο της πολιτικής ρητορείας για να αναφέρονται διάφοροι πολιτικοί με απαξιωτικό τρόπο στη θεωρία της ελεύθερης αγοράς, μεταχειριζόμενοι καταχρηστικώς και με σκόπιμη ασάφεια έναν νεολογισμό της θεωρίας Διεθνών Σχέσεων.
Τι σημαίνει πλήρης απελευθέρωση της αγοράς
Πλήρως ελεύθερη αορά (ή τέλειος ανταγωνισμός) είναι μια κατάσταση της αγοράς, ή γενικότερα της οικονομίας, στην οποία ισχύουν οι ακόλουθοι ισοδύναμοι μεταξύ τους όροι:
Πρώτον, καμιά επιχείρηση και κανένας καταναλωτής δεν είναι αρκετά μεγάλος/ισχυρός (σε σχέση με την αγορά) ώστε να χειραγωγήσει τις τιμές στην αγορά. Αυτή η κατάσταση μπορεί να προκύψει εκεί όπου υπάρχει ελεύθερος ανταγωνισμός, συγκεκριμένα ελεύθερη είσοδος και έξοδος παραγωγών και καταναλωτών στην αγορά. Ο σημαντικότερος εχθρός των μονοπωλίων και των ολιγοπωλίων είναι η ίδια η ελεύθερη αγορά. Βεβαίως, υπάρχει λόγος για τον οποίο ένα φαινομενικό μονοπώλιο μπορεί να μην αποτελεί πραγματικά μονοπώλιο. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι, σε μια δεδομένη αγορά, μόνο μια μεγάλη επιχείρηση παρασκευάζει αλουμίνιο. Εάν δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο που να απαγορεύει σε άλλη επιχείρηση να παράγει αλουμίνιο, τότε δεν υπάρχει πραγματικό πρόβλημα, διότι σημαίνει ότι απλώς, μέχρι εκείνη τη χρονική περίοδο, κανείς άλλος επιχειρηματίας δεν κρίνει ότι υπάρχει οικονομικό κίνητρο για να παράγει αλουμίνιο. Πραγματικό πρόβλημα θα υπήρχε εάν κάποιος επιχειρηματίας που θα ήθελε κι αυτός να παράγει αλουμίνιο δεν θα είχε το δικαίωμα να το κάνει ή θα υπονομευόταν από ένα σύστημα διαπλοκής μεταξύ του κράτους και το εκαθιδρυμένου μονοπωλιακού επιχειρηματία, ώστε να μη μπορέσει να εισέλθει στην εν λόγω αγορά. Συνεπώς, στο προαναφερθέν παράδειγμα, το μονοπώλιο του αλουμινίου μπορεί να φαίνεται σαν μονοπώλιο, αλλά πραγματικά δεν είναι μονοπώλιο, διότι ο εκαθιδρυμένος μονοπωλιακός επιχειρηματίας μπορεί να διατηρήσει τα μονοπωλιακά του προνόμια μόνο εάν διατηρήσει τις τιμές χαμηλά και την ποιότητα υψηλά. Διαφορετικά, εάν ανεβάσει αρκετά τις τιμές είτε ρίξει αρκετά την ποιότητα, θα δημιουργηθούν περιθώρια εισόδου ανταγωνιστών στην παραγωγή αλουμινίου, αυτοί οι ανταγωνιστές θα οδηγήσουν είτε σε πτώση τις τιμής είτε σε άνοδο της ποιότητας του αλουμινίου, ώστε να αποκτήσουν μερίδιο της αγοράς του αλουμινίου, κι έτσι η ίδια η ελεύθερη αγορά θα διορθώσει τα προβλήματα που απορρέουν από τα μονοπωλιακά προνόμια. Αρκεί, βεβαίως, να έχει θεσμοθετηθεί το καθεστώς της ελεύθερης αγοράς.
Δεύτερον, θεμελιώδης, συστατική αρχή της πλήρως ελεύθερης αγοράς είναι η συμμετρία στην πληροφόρηση, γνωστή και ως αρχή τς αποτελεσματικότητας (efficiency). Ο μηχανισμός των τιμών υπό συνθήκες τελείου ανταγωνισμού είναι η βέλτιστη δυνατή πηγή οικονομικής πληροφόρησης, εφόσον αποτελεί τον αποτελεσματικότερο μηχανισμό ανάδρασης (feedback). Ένα σύστημα ανάδρασης είναι ένας βρόχος (loop) όπου κάποιου είδους πληροφορία τροφοδοτείται πάλι πίσω στο σύστημα (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο θερμοστάτης). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το σύστημα ανταποκρίνεται στο περιβάλλον. Υπάρχουν δύο τέτοια είδη βρόχων: οι αρνητικοί βρόχοι ανάδρασης, οι οποίοι ελέγχουν είτε ρυθμίζουν περιοριστικά, και οι θετικοί βρόχοι ανάδρασης, οι οποίοι επεκτείνουν, διευρύνουν. Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό όλων των ανθρωπίνων συστημάτων (π.χ. κοινωνίες, οικονομικές αγορές, άλλοι οργανισμοί, κ.ο.κ.) είναι ότι αποτελούν δυναμικά συστήματα που περιέχουν πολλούς μηχανισμούς αυτορυθμιζόμενης ανάδρασης. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν η τιμή ενός αγαθού αυξηθεί υπερβολικά, τότε η ζήτηση γι’ αυτό θα μειωθεί και, εξ αυτού του λόγου, θα μειωθεί και η τιμή του (η αρνητική ανάδραση ελέγχει το σύστημα). Αυτός είναι ο απλούστερος μεταξύ των πολλών τέτοιων αυτορυθμιζόμενων μηχανισμών ανάδρασης που λειτουργούν στην οικονομία. Ποτέ δεν θα μπορεί να τιθασεύσει τον χαοτικό παράγοντα και να δημιουργήσει μηχανισμούς ανάδρασης αποτελεσματικότερους από τον μηχανισμό των τιμών του καθεστώτος της ελεύθερης αγοράς. Οποιοδήποτε κεντρικό όργανο πολιτικής (π.χ. η εθνική κυβέρνηση) δεν μπορεί να δημιουργήσει έναν ανώτερο μηχανισμό ανάδρασης που να είναι αποτελεσματικότερος και άρα να μπορεί να υποκαταστήσει τον μηχανισμό των τιμών υπό συνθήκες τελείου ανταγωνισμού. Ως επί το πλείστον, αυτό που ουσιαστικά κάνει μια κυβέρνηση όταν επιχειρεί να ρυθμίσει την οικονομική αγορά είναι να υπηρετεί τις επιταγές της άρχουσας κοινωνικής σύμπραξης που κάθε φορά τη στηρίζει (δηλαδή ενός συγκεκριμένου συμπλέγματος οργανωμένων συμφερόντων) και να προσφέρει μια ψευδαίσθηση ασφάλειας στους πολίτες, ώστε να τους εξαρτά ψυχικά από την ίδια κι έτσι να τους φορολογεί και να ελέγχει την οικονομική συμπεριφορά τους και τις ροές κεφαλαίου, χάριν ακριβώς των οικονομικών συμφερόντων της συγκεκριμένης άρχουσας κοινωνικής σύμπραξης από την οποία εξαρτάται η επιβίωση της αντίστοιχης κυβέρνησης.
Τρίτον, υπό συνθήκες τελείου ανταγωνισμού, οι αμοβές των παραωγικών συντελεστών, δηλαδή των εισροών στην παραγωγική διαδικασία, όπως του κεφαλαίου, της εργασίας και του εδάφους, προσδιορίζονται από την τιμή της αγοράς και μεγιστοποιείται το κέρδος όταν ικανοπιείται η εξής τριπλή ισότητα: οριακή πρόσοδος ίσον οριακό κόστος και ίσον τιμή αοράς. Το μονοπώλιο, αντίθετα, προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το κέρδος του, «πειράζοντας» ιδιοτελώς τους όρους της προαναφερθείσας τριπλής ισότητας. Ειδικότερα, επειδή η διεύθυνση της καμπύλης ζήτησης ενός μονοπωλίου που επιδιώκει να μεγιστοποιήσει το κέρδος του είναι καθοδική, αυτό σημαίνει ότι, σε αυτήν την περίπτωση, η τιμή της αγοράς είναι μεγαλύτερη από την οριακή πρόσοδο και το οριακό κόστος και γι’ αυτό το μονοπώλιο μειώνει την παραγωγή του, υποτροφοδοτώντας έτσι την αορά, σε σύγκριση με το επίπεδο παραγωγής που θα υπήρχε υπό συνθήκες τελείου ανταγωνισμού. Αυτό ισχύει τόσο για τα ιδιωτικά όσο και για τα κρατικά μονοπώλια και για όλους τους τομείς της οικονομίας (ακόμη και για τους προνομιακούς τομείς των κρατικών μονοπωλίων, όπως το σύστημα κρατικής εκπαίδευσης, κρατικής κοινωνικής ασφάλισης, κρατικής υγείας κ.λπ.).
Oι κυβερνήσεις, στο πλαίσιο της δημόσιας οικονομικής, τείνουν να παρέχουν το λάθος είδος δημοσίων αγαθών, διότι παρέχουν τα δημόσια αγαθά δίνοντας προτεραιότητα στο τι συμφέρει την πολιτική ελίτ που κυβερνά κι όχι στο πώς πραγματώνεται καλύτερα ο υποτιθέμενος σκοπός της προσφοράς του δημοσίου αγαθού. Επίσης, όταν μια κυβέρνηση μπει στη διαδικασία παροχής κάποιου υποτιθέμενου δημοσίου αγαθού, τότε αναπόφευκτα προκαλεί τη δημιουργία μιας ομάδας πίεσης (λόμπι) γύρω από τους θεσμικούς παράγοντες λήψης αποφάσεων, με αποτέλεσμα να προκαλείται υπερ-προσφορά του δεδομένου δημοσίου αγαθού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα στις ΗΠΑ, όπως λ.χ. η Haliburton, που προσφέρει υπερβολικές ποσότητες από το υποτιθέμενο αγαθό της εθνικής ασφάλειας και άμυνας, διότι δίνει προτεραιότητα στα συμφέροντα του στρατιωτικο-βιομηχανικού λόμπι κι όχι στα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. Παρόμοιες περιπτώσεις είναι οι παροχές άλλων δημοσίων υπηρεσιών, που οδηγούν σε γιγαντιαία γραφειοκρατία και σε απορρόφηση πολλών οικονομικών πόρων για τη χρηματοδότηση δημοσίων υπαλλήλων.
Συμπέρασμα: πλήρης απελευθέρωση της της αγοράς σημαίνει ελευθερία επιλογών και πράξεων (τόσο για τους παραγωγούς όσο και για τους καταναλωτές), ισονομία και δικαιοσύνη, ποσοτικά και ποιοτικά επαρκής εφοδιασμός της αγοράς με τα ζητούμενα αγαθά και τις ζητούμενες υπηρεσίες, καθώς και συμμετρία στην πληροφόρηση. Όποιος αρνείται την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς αρνείται τις προαναφερθείσες αρχές, δηλαδή υπερασπίζεται την επιβολή ολιγοπωλιακών/μονοπωλιακών δομών (κρατικών είτε ιδιωτικών), τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τη θεσμοθετημένη οικονομική ανισότητα και αδικία, τον ανεπαρκή (ποσοτικά και ποιοτικά) εφοδιασμό της αγοράς με αγαθά και υπηρεσίες, καθώς και την ασυμμετρία στην πληροφόρηση.
Γενικότερα, πρέπει επίσης να έχουμε υπόψη μας ότι, πολλές φορές, ένα ‘δημόσιο αγαθό’ μπορεί να μην έχει καμιά σχέση με την ηθική έννοια του ‘αγαθού’, ώστε να μη αγιοποιούμε το κράτος και να μη αντιμετωπίζουμε τις κρατικές κυβερνήσεις ειδωλολατρικά. Άλλο πράγμα είναι το ‘δημόσιο αγαθό’ κι άλλο πράγμα είναι η ηθική έννοια του ‘αγαθού’. Για παράδειγμα, το ίδιο το Ολοκαύτωμα των Εβραίων υπήρξε ένα δημόσιο αγαθό από τη σκοπιά του γερμανικού κράτους. Συγκεκριμένα, οι Γερμανοί (και ίσως μαζί με αυτούς οι Γάλλοι και οι Πολωνοί) αντιλαμβάνονταν τον εκτοπισμό των Εβραίων σαν κάτι θετικό, και ειδικότερα σαν ένα αγαθό του οποίου οι ωφέλειες προσφέρονται σε όλους και το οποίο δεν προκαλεί ανταγωνισμό μεταξύ εκείνων που διεκδικούν να ωφεληθούν από αυτό, δηλαδή σαν ένα δημόσιο αγαθό. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον τυπικό ορισμό του δημοσίου αγαθού, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό στη δημόσια οικονομική, το Ολοκαύτωμα των Εβραίων μπορεί να ονομαστεί δημόσιο αγαθό. Επίσης, εάν λάβουμε τα συστήματα πίστεων και προτιμήσεων ως δεδομένα, τότε, στο πλαίσιο της κοινωνίας των Αζτέκων, οι ανθρωποθυσίες αποτελούν ένα είδος δημοσίου αγαθού, εφόσον, εάν υιοθετήσουμε το σύστημα πίστεων και προτιμήσεων των Αζτέκων, οι ανθρωποθυσίες απέτρεπαν το τέλος του κόσμου με το να εξευμενίζουν τους Θεούς.
Στην περίπτωση των ιδιωτικών αγαθών, οι κακές ατομικές αποφάσεις τελικά διορθώνονται από το παράδειγμα των σοφών ατομικών αποφάσεων. Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση των αποφάσεων που έχουν κολεκτιβιστική υφή, δηλαδή λαμβάνονται στο όνομα του κοινωνικού συνόλου. Τα δημόσια αγαθά, από τη φύση τους, βασίζονται σε κολεκτιβιστικής υφής αποφάσεις, και οι συλλογικές αποφάσεις συχνά διαμορφώνονται από την προπαγάνδα που ασκούν μέλη της κοινωνικής ελίτ σε βάρος των μαζών. Συνεπώς, λόγω των κινδύνων που ελλοχεύουν στον κρατικό παρεμβατισμό, είναι προτιμότερο μια κοινωνία να έχει λιγότερα δημόσια αγαθά από όσα ζητούνται παρά να αναλάβει το κράτος να καλύψει την ανικανοποίητη ζήτηση δημοσίων αγαθών.
Εάν υπολογίσουμε: (α) τους φόρους και τις λοιπές οικονομικές εισφορές που εισπράττει το κράτος, ειδικά από τον μέσο πολίτη, (β) τις στρεβλώσεις που προκαλεί στον μηχανισμό των τιμών ο κρατικός παρεμβατισμός, (γ) τις διαφυγούσες ωφέλειες της κοινωνίας εξαιτίας της παρεμπόδισης της ελεύθερης ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας λόγω κρατικών ρυθμίσεων που εκκολάπτουν είτε προστατεύουν ολιγοπωλιακές ή μονοπωλιακές συνθήκες, (δ) τη διαφθορά που γεννά η διαπλοκή κράτους και επιχειρήσεων στο πλαίσιο της λεγόμενης αναπτυξιακής και κοινωνικής πολιτικής του κράτους, (ε) το κόστος της δημόσιας γραφειοκρατίας, (στ) το γεγονός ότι ο επεκτατισμός της κρατικής εξουσίας, ειδικά στην επιχειρηματικότητα και στις υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία και την ελευθερία, και (ζ) το γεγονός ότι, στη λήψη πολιτικών αποφάσεων, παίζουν καθοριστικό ρόλο το ατομικό συμφέρον και οι κομματικές επιταγές και σκοπιμότητες εκείνου που λαμβάνει αποφάσεις, τότε, με κοινή λογική και απλούς μαθηματικούς υπολογισμούς, συμπεραίνουμε ότι καμιά κοινωνία, ως σύνολο, δεν ωφελείται από τον κρατικό παρεμβατισμό. Οι μόνοι λόγοι για τους οποίους γίνεται αποδεκτός ο κρατικός παρεμβατισμός από τις κοινωνίες είναι αφενός η προπαγάνδα και η βία που ασκούν όσοι εξυπηρετούν τις ιδιοτελείς σκοπιμότητές τους μέσω του κρατικού παρεμβατισμού και αφετέρου η ψυχολογική ανασφάλεια και ανωριμότητα εκείνων που αναζητούν την ψευδαίσθηση της ασφάλειας στην αγκαλιά του κράτους. Σύμφωνα με τους ελευθερόφρονες (libertarians), το χρήμα δεν πρέπει να πηγαίνει σε κρατικά ταμεία, αλλά πρέπει να παραμένει στις τσέπες των ίδιων των πολιτών, ώστε άμεσα οι ίδιοι οι πολίτες να αποφασίζουν ποια αγαθά και ποιες υπηρεσίες θα παράγουν και θα καταναλώνουν. Σε αυτό το πλαίσιο, για παράδειγμα, στις ΗΠΑ, το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων (Libertarian Party) ζητεί, μεταξύ άλλων, την πλήρη κατάργηση της αμερικανικής οικονομικής υπηρεσίας που αντιστοιχεί στο ελληνικό ΣΔΟΕ.
Αξίζει να σκεφθούμε ότι τα σημαντικότερα δημόσια αγαθά, όπως ο πόλεμος (που ονομάζεται και ‘εθνική ασφάλεια-άμυνα’) και η γραφειοκρατία (που ονομάζεται και ‘δημόσια διοίκηση’) είναι επίσης και δημόσια κακά, και άρα η μείωση των δημοσίων αγαθών σημαίνει αυτομάτως και μείωση των δημοσίων κακών. Τα δημόσια αγαθά που δεν συνοδεύονται από δημόσια κακά και άρα δεν έχουν αντιφατικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. οι φάροι, δεν αποτελούν σοβαρό ζήτημα, αφού είναι λίγα, αλλά, ακόμη και σε αυτές τις λίγες περιπτώσεις, υπάρχουν λύσεις που δεν απαιτούν κρατική παρέμβαση. Για παράδειγμα, το μεγαλύτερο μέρος της ωφέλειας που προσφέρει ένας φάρος έχει να κάνει με λίγα λιμάνια (δυο-τρία), και οι ιδιοκτήτες αυτών των λιμανιών, δεδομένου ότι είναι λίγοι και ορθολογικοί, μπορούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα της έλλειψης αυτού του δημοσίου αγαθού αναλαμβάνοντας να αυτο-οργανωθούν και να το προσφέρουν οι ίδιοι. Εφόσον οι ιδιοκτήτες είναι λίγοι και ορθολογικοί, το ζήτημα της κατασκευής του φάρου που θα τους εξυπηρετεί είναι μόνο ζήτημα κόστους συναλλαγής μεταξύ τους και όχι ιδιαίτερα σοβαρό.
Τι σημαίνουν οι όροι ‘αστός’ και ‘αστικό σύστημα’
Κατ’ αρχάς, είναι ετυμολογικά φανερό, ο αστικός πολιτισμός αναφέρεται στη ζωή στην πόλη (άστυ), σε αντιδιαστολή προς τη ζωή στην αγροτική κοινωνία. Όπως έχει εξηγήσει ο Γερμανός φιλόσοφος Γκέοργκ Βίλχελμ Χέγκελ (G.W.F. Hegel, 1770-1831), οι πρώτες δυτικοευρωπαϊκές πόλεις δημιουργήθηκαν ως αντίδραση στη βία των φεουδαρχών (βλ. Z.A. Pelczynski επιμελ., “State and Civil Society: Studies in Hegel’s Political Philosophy”, Cambridge: Cambridge University Press, 1984). Συνεπώς, ήταν μια πράξη αμφισβήτησης του υφισταμένου πολιτικού συστήματος και αναζήτησης προστασίας από αυτό. Οι πόλεις εγκαθίδρυσαν μια δικαστική εξουσία με λαϊκή αναφορά, ένα πιο ευσταθές σύστημα αστυνόμευσης και οργάνωσης των ενόπλων δυνάμεων, ένα κοινό ταμείο, και, σταδιακά, εξαγόρασαν τα δικαιώματά τους ή τα απέκτησαν με τη βία. Έτσι, σταδιακά, οι πόλεις έγιναν ελεύθερες δημοκρατίες και τα επαγγέλματα οργανώθηκαν σε συντεχνίες.
Οι πρώτες πόλεις δημιουργήθηκαν όταν διάφοροι έμποροι, τυχοδιώκτες, ξεπεσμένοι αριστοκράτες και φυγάδες από το φεουδαρχικό σύστημα έκτισαν τις δικές τους συνοικίες, και, από τον 9ο αιώνα και μετά, έκτισαν νέα τείχη, κι έτσι έγιναν μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, ‘αστοί’. Ορισμένοι αστοί ξεχώρισαν από τους υπόλοιπους. Αυτοί δεν ήταν ούτε ευγενείς ούτε πληβείοι, και γι’ αυτό ονομάστηκαν ‘boni homines’, δηλαδή ‘διακεκριμένοι άνθρωποι’. Οι ‘boni homines’, π.χ. έμποροι, συμβολαιογράφοι, ιατροί κ.ο.κ., συνέστησαν μυστικές εταιρείες, των οποίων υπέρτατος νόμος ήταν η υποστήριξη των συμφερόντων της κοινότητάς τους και η προστασία τους από τις εχθρικές δυνάμεις, π.χ. από φεουδάρχες). Πρώτη αναφορά σε τέτοια εταιρεία βρίσκουμε σε ένα κείμενο του 11ου αιώνα στο οποίο ο χρονικογράφος Αρνούλφος γράφει ότι, στην εξέγερση του Μιλάνου, το 980, εναντίον του αρχιεπισκόπου της πόλης, συμμετείχε και η ένωση των αστών. Μάλιστα, χαρακτηρίζει αυτήν την ένωση ως ‘coniuratio’, δηλαδή συνωμοσία, επειδή τα μέλη της συνδέονταν μεταξύ τους με όρκους και ιδιαίτερα μυστικά.
Ανάλογα έντονα φαινόμενα, επαναστατικών-ριζοσπαστικών οργανώσεων στον αστικό κόσμο παρατηρήθηκαν κατά το τέλος της Ναπολεόντειας περιόδου. Σε εκείνη την περίοδο, οι επαναστάτες των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών θεωρούσαν τους εαυτούς τους –«και δικαίως ως ένα σημείο» όπως επισημαίνει ο Βρετανός ιστορικός Έρικ Χομπσμπάουμ (Eric Hobsbawm)– προοδευτικές και χειραφετημένες ελίτ που έπρεπε να δράσουν «στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και πλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα επιδοκίμαζαν την απελευθέρωση, όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της…Όλοι τους νοούσαν την επανάσταση ως ενιαία και αδιάσπαστη: ένα ενιαίο ευρωπαϊκό φαινόμενο μάλλον, παρά ένα άθροισμα εθνικών και τοπικών απελευθερωτικών κινημάτων. Όλοι τους έτειναν στην υιοθέτηση του ίδιου τύπου επαναστατικής οργάνωσης, ή ακόμα και της ίδιας ακριβώς οργάνωσης: της μυστικής επαναστατικής αδελφότητας» (βλ. E.J. Hobsbawm, “The Age of Revolution: 1789-1898”, London: Vintage Books, 1996, αυτό το βιβλίο έχει εκδοθεί στην ελληνική γλώσσα από το Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας).
Οι αρχικοί ιδρυτές των πόλεων δεν εγκατέλειψαν τη ζωή του δουλοπάροικου επειδή δεν μπορούσαν να εξασφαλίσουν δι’ αυτής τα προς το ζην. Τουναντίον, η αγροτική ζωή εξασφάλιζε τα προς το ζην, και η εγκατάλειψη της αγροτικής κοινωνίας με σκοπό την εγκατάσταση σε πόλη ήταν μια οικονομικώς ριψοκίνδυνη επιλογή. Ο πρωταρχικός σκοπός για τον οποίο ο μεσαιωνικός άνθρωπος δημιούργησε τα πρώτα αστικά κέντρα της Δυτικής Ευρώπης ήταν η επιδίωξη της ελευθερίας του και της αυτοπραγμάτωσής του. Όπως έχει επισημαίνει ο Henri Pirenne, η ελευθερία ήταν το μεγαλύτερο κίνητρο για να εγκαταλείψει κάποιος τα χωράφια (βλ. H. Pirenne, “Medieval Cities: Their Origins and the Revival of Trade”, μτρφ. F.D. Halsey, Princeton: Princeton University Press, 1952). Γι’ αυτό, κατά τον Μεσαίωνα, πολλοί Γερμανοί συνήθιζαν να λένε «Stadtluft macht frei», δηλαδή «στα τείχη της πόλης πνέει ελευθερία», έστω κι αν, αρχικά τουλάχιστον, η ελευθερία που επικρατούσε στις πρώτες πόλεις ήταν de facto (άτυπη-εθιμική) κι όχι de jure (τυπικά θεσμισμένη). Μάλιστα, ο Carlo M. Cipolla παραλληλίζει τα αισθήματα που έτρεφε ο μεσαιωνικός αγρότης για την πόλη προς τα αισθήματα που τον 19ο και τον 20ό αιώνα έτρεφαν οι μετανάστες για την Αμερική: και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχούσε ο πόθος για μια ‘ανοικτή κοινωνία’, με περισσότερες ευκαιρίες για αυτοέκφραση και αυτοπραγμάτωση από αυτές που προσέφερε η κλειστή, παραδοσιακή αγροτική κοινωνία (βλ. C.M. Cipolla, “Before the Industrial Revolution: European Society and Economy 1000-1700”, 3rd edition, μτφρ. C. Woodall, New York: W.W. Norton & Company, 1993).
Ο Κάρλ Μαρξ (Karl Marx) και ο Φρίντριχ Ένγκελς (Friedrich Engels), στο βιβλίο τους «Γερμανική Ιδεολογία» (“Die deutsche Ideologie”, Berlin: Dietz Verlag, 1959, σελ. 53-54), γράφουν για την άνοδο των ατών τα εξής: «Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, οι αστοί της κάθε πόλης αναγκάστηκαν να ενωθούν ενάντια στη φεουδαρχική αριστοκρατία για να σώσουν τους εαυτούς τους· η επέκταση του εμπορίου, η εγκαθίδρυση επικοινωνιών οδήγησε την κάθε πόλη στο να γνωρίσει άλλες πόλεις, που επέβαλλαν τα ίδια συμφέροντα στον αγώνα προς τον ίδιο αντίπαλο. Από τις πολλές τοπικές ενώσεις των αστών των διαφόρων πόλεων διαμορφώθηκε για πρώτη φορά, σθγά-σιγά, η αστική τάξη. Οι βιοτικές συνθήκες του κάθε αστού, εξαιτίας της αντίθεσής τους προς τις υπάρχουσες σχέσεις και προς τον ιδρυμένο απ’ αυτές τρόπο εργασίας, έγιναν συνθήκες που ήταν κοινές για όλους τους και ανεξάρτητες από τον κάθε μεμονωμένο αστό. Οι αστοί δημιούργησαν αυτές τις συνθήκες στο μέτρο που αποκόπηκαν απ’ τη φεουδαρχική οργάνωση, και δημιουργήθηκαν απ’ αυτές στο μέτρο που προσδιορίστηκαν απ’ την αντίθεσή τους προς τη φεουδαρχία, την οποία βρήκαν μπροστά τους».
Από τον 11ο αιώνα και μετά, οι ‘boni homines’ και οι εταιρείες των αστών άρχισαν να συμμετέχουν στην εξουσία ή και να αποκτούν την αυτονομία τους. Οι αστοί δημιουργούν και θεμελιώνουν τον δικό τους πολιτισμό, σε αντιδιαστολή προς τον φεουδαρχικό. Ο αστικός πολιτισμός κατήργησε τη μονολιθική κοινωνική πυραμίδα, στην κορυφή της οποίας βρίσκονταν ο επίσκοπος (ως ‘ειδικός εκπρόσωπος’ Θεού) και ο ηγεμόνας, κι από κάτω οι ευγενείς, οι μοναχοί, οι κληρικοί, οι ιππότες και στον πάτο ο λαός (‘popolo’). Ο αστικός πολιτισμός, τουλάχιστον και σε επίπεδο πολιτικών αρχών και διακηρύξεων, θέσπισε ένα οριζόντιο πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης το οποίο εκφράζεται από το κοινοβούλιο, από τη νεωτερική θεωρία διοίκησης επιχειρήσεων και από την ανάπτυξη αστικών κινημάτων. Στο πλαίσιο του αστικού πολιτισμού, κάθε διάκριση προϋποθέτει και σημαίνει επιτυχία στο επίπεδο της κοινωνίας και άρα αποδοχή και εκτίμηση από την κοινωνία.
Οι αστοί έδωσαν μια πνευματική διάσταση στον αστικό βίο, μια πνευματική διάσταση η οποία επισημάνθηκε ήδη από λογίους του 13ου αιώνα. Για παράδειγμα, ο Αλβέρτος ο Μέγας, ο μέντορας του Θωμά Ακινάτη, σχολιάζοντας το χωρίο εκείνο του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου όπου αναφέρεται ότι «ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη», γράφει ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάστηκαν «πόλις», διότι κι αυτοί, όπως εκείνη, παρέχουν ασφάλεια, ευγένεια ψυχής, ενότητα και ελευθερία. Επιπλέον, ο αστός, στη σχέση του με την ύλη, παράγει πνεύμα, αξίες, και η σχέση του αστού με την ύλη διέπεται από πνευματικές αξίες. Για παράδειγμα, ο αστός, στην ιδιοκτησιακή σχέση του με το σπίτι του, βιώνει ένα πνευματικό, παράλληλα προς ένα οικονομικό γεγονός, δηλαδή αυτό που ονομάζεται προσωπικό νοικοκυριό και οικογενειακό σύστημα.
Ο αστικός πολιτισμός, στην ουσιαστική και αυθεντική εκδοχή του, δεν εξαντλείται σε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά είναι αρρήκτως συνδεδεμένος με το αίτημα της προσωπικής και κοινωνικής αυτονομίας και της προσωπικής (αντί της κολεκτιβιστικής ή απρόσωπα φυσικής) θέασης των πραγμάτων. Στις μη αυτόνομες κοινωνίες, οι άνθρωποι δέχονται ως αναμφισβήτητες τις επιταγές, τις ρυθμιστικές αρχές και γενικά τις θεσμικές δομές που η υφιστάμενη κοινωνική οργάνωση τους επέβαλε και με τις οποίες τους ανέθρεψε πολιτιστικά, ως κριτήρια ζωής, ως αξίες, ως επιδιώξεις και ως τρόπο ζωής. Αντίθετα, στην αυθεντική αστική-αυτόνομη κοινωνία, όλα αυτά τα ζητήματα ανακινούνται ελευθέρως από την ανθρώπινη συνείδηση. Επίσης, η αυθεντική αστική-αυτόνομη κοινωνία χαρακτηρίζεται αφενός από την ανάπτυξη ενός κινήματος πολιτικής αφύπνισης και συμμετοχικής δράσης το οποίο αφορά στο σύνολο των κοινωνών (τουλάχιστον δυνάμει), αφετέρου από το γεγονός ότι οι άνθρωποι αμφισβητούν τις αυτοματικές, παγιωμένες παραστάσεις για τον κόσμο και τις αυτομάτως λειτουργούσες αξίες για το τι αξίζει και τι δεν αξίζει και θέτουν στον εαυτό τους ερωτήματα όπως: πώς πρέπει να διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας, τι είναι δικαιοσύνη, πώς πρέπει να σκεπτόμαστε, τι είναι αλήθεια, κ.λπ. Γι’ αυτό, άλλωστε, ορισμένες από τις υπέρτατες αξίες του νεωτερικού μάνατζμεντ είναι η καινοτομία και η επιχειρηματικότητα, δηλαδή η συνεχής αμφισβήτηση και η συνεχής αναδόμηση της υφιστάμενης οικονομικής πραγματικότητας, και άρα, κατά κάποιον τρόπο, η συνεχής επαναστατικοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών και δομών. Όπως έγραψαν, με θαυμασμό, ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» (“Manifest der kommunistischen Partei”, Moskau: Verlag Progress, σελ. 37-39), «η αστική τάξη έπαιξε στην ιστορία έναν εξαιρετικά επαναστατικό ρόλο...Αυτή για πρώτη φορά απέδειξε τι μπορεί να πραγματοποιήσει η δραστηριότητα των ανθρώπων. Δημιούργησε θαύματα πολύ μεγαλύτερα απ’ τις αιγυπτιακές πυραμίδες, τα ρωμαϊκά υδραγωγεία, και τις γοτθικές μητροπόλεις...Η συνεχής επανάσταση στην παραγωγή, το αδιάκοπο ταρακούνημα όλων των κοινωνικών συνθηκών, η αιώνια ανασφάλεια και κίνηση, ξεχωρίζουν την εποχή της αστικής τάξης απ’ όλες τις άλλες...Η αστική τάξη, με την αστραπιαία βελτίωση όλων των οργάνων παραγωγής, με την ατέλειωτη διευκόλυνση των συγκοινωνιών, έλκει όλα ακόμη και τα πιο βάρβαρα έθνη στον πολιτισμό...Η αστική τάξη υπέταξε την επαρχία στην κυριαρχία της πόλης...Η αστική τάξη, στη μόλις εκατονταετή ταξική κυριαρχία της, δημιούργησε πιο μαζικές και πιο κολοσσιαίες παραγωγικές δυνάμεις απ’ ό,τι όλες οι προηγούμενες γενιές μαζί».
Όπως εξηγήσαμε, ο αυθεντικός αστός δεν είναι μια πρωτίστως οικονομική κατηγορία, όπως λ.χ. ο καπιταλιστής (ιδιοκτήτης κεφαλαίου), αλλά είναι πρωτίστως μια πολιτιστική κατηγορία, που σημαίνει ελεύθερο, δημιουργικό και ηθικώς υπεύθυνο άτομο, το οποίο οργανώνεται πολιτικά μέσω συναινετικών θεσμών και διαπραγματεύσεων και, στο πλαίσιο της πολιτειολογίας, προτάσσει τα αρνητικά δικαιώματα («προστασία από») έναντι των θετικών (θέσπιση θετικών παροχών). Όταν όμως ο καπιταλισμός αυτονομείται από το αστικό σύστημα, τότε λαμβάνουν χώρα χυδαία και απάνθρωπα φαινόμενα που είναι γνωστά στη μαρξιστική ορολογία με τον όρο πρωταρχική κεφαλαιακή συσσώρευση, στο πλαίσιο της οποίας κυνικοί κερδοσκόποι χωρίς αστική ηθική ορμούν στν αγορά για να συσσωρεύσουν κεφάλαιο με κάθε τρόπο, περιλαμβανομένων των λαθρεμπορίων παντός είδους, της συστηματικής εξαπάτησης, της κλοπής, των απάνθρωπων όρων εργασίας κ.ο.κ. Γι’ αυτό λ.χ., σε πολλές περιπτώσεις, διαπιστώνουμε ότι οι ιδρυτές μεγάλων καπιταλιστικών οίκων, όχι μόνο δεν ήταν αστοί, αλλά μάλλον θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως γκάνγκστερ και μαυραγορίτες.
Η αστική κουλτούρα καθιστά το κράτος πρόνοιας περιττό
Η κρατική πρόνοια (welfare) έχει μια μακρά ιστορία, τόσο ως ιδέα όσο και ως πολιτικό πρόγραμμα (βλ. N. Timms επιμ., “Social Welfare: Why and How?”, Routledge & Kegan Paul, 1980). Αποτελεί ένα από τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία προπαγάνδας με το οποίο οι κυβερνήσεις των κρατών παρουσιάζουν τις οικονομικές λειτουργίες του κράτους ως επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο κι έτσι πείθουν τις λαϊκές μάζες να δεχθούν την επέκταση της κρατικής εξουσίας στην οικονομική και κοινωνική ζωή των πολιτών.
Μπορούμε μάλλον βάσιμα να θεωρήσουμε ως ιστορικό σημείο εκκίνησης του προτύπου του κράτους πρόνοιας τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που ψηφίστηκε από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση το 1794. Η αρχική μορφή αυτής της Διακήρυξης, που διατυπώθηκε το 1789, αποσκοπούσε στο να περιορίσει τη δυνατότητα των κρατικών αρχών να ασκούν βία κατά των πολιτών και εξέφραζε σεβασμό προς την ελευθερία της θρησκείας, προς την αρχή της νόμω κρατούσης πολιτείας, και προς τις ελευθερίες του τύπου και του λόγου. Όμως, σε αυτήν την αρχική φιλελεύθερη Διακήρυξη προστέθηκε το Άρθρο 21, το 1794, το οποίο ωθούσε τη Διακήρυξη του 1789 σε μια μη φιλελεύθερη κατεύθυνση. Αυτό το άρθρο όριζε ότι η «Δημόσια βοήθεια είναι ιερή υποχρέωση. Η κοινωνία οφείλει να εξασφαλίζει τις ελάχιστες συνθήκες διαβίωσης στους μη προνομιούχους πολίτες, είτε με το να τους εξασφαλίζει εργασία, είτε με το να εξασφαλίζει τα αναγκαία μέσα επιβίωσης σε εκείνους που δεν είναι ικανοί προς εργασία». Αντί λοιπόν να μειώνει τις δυνατότητες του κράτους να ασκήσει βία, όπως έκαναν το προηγούμενα άρθρα, αυτό το άρθρο έδινε νέες δυνατότητες σε κυβερνητικούς αξιωματούχους να ασκούν βία –εν προκειμένω, στο όνομα της κοινωνικής πολιτικής του κράτους. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι αποκτούν έτσι το δικαίωμα να φορολογούν, να ρυθμίζουν, ή ακόμη και να εξοντώνουν (οικονομικά και κοινωνικά) με σκοπό το να (προσπαθήσουν να) βοηθήσουν εκείνους που έχουν ανάγκη.
Στη διάρκεια του 20ού αιώνα, τα προγράμματα κοινωνικής πολιτικής του κράτους έχουν αντιμετωπίσει τις κοινωνικές ομάδες που έχουν ανάγκη την κρατική πρόνοια (π.χ. ασφαλιστικές παροχές και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) μάλλον μηχανοκρατικά, σαν απρόσωπες οικονομικές μονάδες. Ειδικά ως προς τους φτωχούς και μη προνομιούχους πολίτες, η κυρίαρχη πεποίθηση είναι ότι οι φτωχοί και μη προνομιούχοι πολίτες είχαν τα κίνητρα, τις προοπτικές και τις αξίες, δηλαδή τις πνευματικές προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για την κοινωνική επιτυχία, αλλά απλώς η κακή τύχη τους έριξε σε μια προσωρινή κατάσταση δυστυχίας ή δυσκολίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, συνεπώς, οι φτωχοί και μη προνομιούχοι πολίτες χρειάζονται μόνο υλική βοήθεια –π.χ. τροφή, χρήματα, κατοικία, δημόσια δωρεάν εκπαίδευση και υγεία– για να είναι ευτυχή, παραγωγικά μέλη της κοινότητας. Εφόσον λοιπόν η κυβέρνηση θα μπορούσε να προσφέρει αυτές τις παροχές, φάνηκε λογικό να ισχυριστούν κάποιοι ότι η κυβέρνηση μπορεί να θεραπεύσει τη φτώχεια μέσω των θεσμών του κράτους πρόνοιας.
Πέρα από το γεγονός ότι αυτή η συνταγή είναι μια μονόπλευρη υλιστική θεώρηση των κοινωνικών προβλημάτων, η ίδια η εμπειρία έδειξε ότι αυτή η συνταγή δεν αποδίδει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Κατ’ αρχάς, σε πολλές περιπτώσεις, αποδείχθηκε πρακτικά ότι η παροχή υλικών αγαθών και υπηρεσιών σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη δεν άλλαξε τη ζωή τους ουσιαστικά. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1990, μελετήθηκε μεθοδικά μια οργανωμένη προσπάθεια που έγινε στη Νέα Υόρκη για να φύγουν οι άστεγοι από τους δρόμους της Times Square. Κοινωνικοί λειτουργοί βρίσκονταν σε τακτική επαφή με 206 άτομα, στα οποία προσέφεραν σχεδόν κάθε είδους υλική υποστήριξη που είχαν ανάγκη, π.χ. στέγη, λουτρά, υγιεινά γεύματα, ρούχα, ιατρική μέριμνα, και υπηρεσίες κοινωνικής επανένταξης. Μόνο 15 από αυτά τα 206 άτομα πείστηκαν να μείνουν έστω και για ένα βράδυ σε οργανωμένο κέντρο διανυκτέρευσης. Η μελέτη αυτού του προγράμματος, έγραψε η Heather Mac Donald στο City Journal, «αποδεικνύει, χωρίς καμιά σκιά αμφιβολίας, ότι οι άστεγοι δεν βρίσκονται στον δρόμο επειδή δεν μπορούν να βρουν στέγη».
Η κοινωνική εμπειρία δεν μας δείχνει μόνο ότι τα υλιστικά προγράμματα δεν επιφέρουν τις επιθυμητές κοινωνικές αλλαγές. Η κοινωνική εμπειρία μας δείχνει επίσης και ποια προγράμματα μπορούν να επιφέρουν τις επιθυμητές κοινωνικές αλλαγές. Πληθώρα ιδιωτικών προγραμμάτων παροχής βοήθειας προς τους έχοντες ανάγκη έχουν εφαρμοστεί στον Δυτικό κόσμο, ιδιαίτερα δε στη Βόρεια Αμερική, όπου υπάρχει μια υψηλή κουλτούρα ατομικής υπευθυνότητας και πρωτοβουλίας. Για παράδειγμα, τέτοια προγράμματα στις ΗΠΑ περιλαμβάνουν οργανισμούς συνδεδεμένους με το John Perkins’s Christian Community Development Association (Σύνδεσμος Ανάπτυξης Χριστιανικών Κοινοτήτων John Perkins), ανεξάρτητα προγράμματα για ουσιοεξαρτημένους, όπως το STEP-13 στο Ντένβερ και το Victory Fellowship στο Σαν Αντόνιο, και ιδιωτικά κέντρα στέγασης, όπως το House of Hope στο Σικάγο. Οι ηγέτες αυτών των προγραμμάτων έχουν διαπιστώσει ότι η κοινωνική ανέλιξη όσων έχουν ανάγκη αυτών των υπηρεσιών είναι πρωτίστως ζήτημα πνευματικής υφής κι όχι υλικής, και γι’ αυτό προϋποθέτει ψυχολογικές διεργασίες κι όχι απλά παροχή υλικών πόρων. Συγκεκριμένα, η κοινωνική ανέλιξη όσων έχουν ανάγκη ειδικής κοινωνικής υποστήριξης απαιτεί ένα καλά διαρθρωμένο μείγμα αγάπης, πειθαρχίας, ηθικής υπευθυνοποίησης, καθοδήγησης, ενθάρρυνσης και έμπνευσης. Με άλλα λόγια, εκείνοι που έχουν ανάγκη δεν μπορούν να βοηθηθούν αποτελεσματικά απλώς με την παροχή υλικής βοήθειας προς αυτούς –που είναι το μόνο πράγμα στο οποίο είναι καλές οι κυβερνήσεις– αλλά χρειάζονται γνήσια προσωπική (εξατομικευμένη) παρέμβαση και μέριμνα στα προβλήματά τους –πράγμα στο οποίο δεν είναι καλές οι κυβερνήσεις.
Η κρατική κυβέρνηση είναι εγγενώς, δηλαδή από τη φύση της ως θεσμός, ανίκανη να προσφέρει κοινωνική βοήθεια. Ιδού γιατί. Η παροχή κοινωνικής βοήθειας πρέπει να αποσκοπεί στο να οδηγήσει αυτόν που τη λαμβάνει στο να εξελιχθεί, να αυτοβελτιωθεί σταδιακά και να γίνει αυτάρκης, να σταθεί στα δικά του πόδια. Για να γίνει αυτό, τα προγράμματα κοινωνικής βοήθειας πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις διαφορές, δηλαδή τις ατομικές ιδιαιτερότητες, αυτών που λαμβάνουν τις υπηρεσίες κοινωνικής βοήθειας. Αλλά η αρχή της ελαστικότητας αντιβαίνει προς την αρχή της νόμω κρατούσης πολιτείας. Η αρχή της ελαστικότητας ωθεί την κοινωνική εξέλιξη σε προσωπικούς τρόπους διαχείρισης των κοινωνικών προβλημάτων και στην αυτορύθμιση. Αντίθετα, η αρχή της νόμω κρατούσης πολιτείας σημαίνει ότι μια βασική αρχή του θεσμικού συστήματος είναι ότι, εφόσον το κράτος είναι φορέας καταναγκαστικής εξουσίας, οι παρεμβάσεις του πρέπει να οριοθετούνται από μια γενική, αντικειμενική νομοθεσία.
Με άλλα λόγια, επειδή το κράτος είναι φορέας μεγάλης ισχύος και ασκεί καταναγκασμό, η νεωτερική ευρωπαϊκή δημοκρατική πολιτική θεωρία ανέπτυξε την αρχή της νόμω κρατούσης πολιτείας με σκοπό να τυποποιήσει και άρα να οριοθετήσει τη συμπεριφορά του κράτους μέσα σε ένα γενικό, αντικειμενικά προσδιορισμένο, νομικό σύστημα. Γι’ αυτό, στο πλαίσιο της νόμω κρατούσης πολιτείας, δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια των κρατικών αξιωματούχων να αποφασίζουν σε ποιες περιπτώσεις θα εφαρμόσουν έναν νόμο και σε ποιες όχι. Αυτός ο περιορισμός αποτρέπει την εκδήλωση αυθαίρετης συμπεριφοράς εκ μέρους των κρατικών αξιωματούχων. Από την άλλη πλευρά όμως, η πολυπλοκότητα της κοινωνικής δυναμικής δεν μπορεί να τυποποιηθεί πλήρως μέσα στα όρια οποιουδήποτε γενικού, αντικειμενικώς προσδιορισμένου, νομικού συστήματος. Πάντα κάποιες ιδιαιτερότητες κάποιων κοινωνικών προβλημάτων θα απαιτούν ιδιαίτερη μεταχείριση, διότι οι άνθρωποι είναι πρόσωπα κι όχι αντικειμενικώς προσδιορίσιμες, ούτε πλήρως προβλέψιμες κοινωνικές μονάδες. Συνεπώς, η ίδια η αρχή της νόμω κρατούσης πολιτείας στερεί από το κράτος την αρετή της διάκρισης, αλλά, όταν το κράτος επιχειρεί να ασκήσει διακριτική μεταχείριση των πολιτών, τότε γίνεται κράτος αυθαιρεσίας. Για να λυθεί αυτός ο πολιτικός γόρδιος δεσμός, πρέπει να ελαχιστοποιηθεί ο κρατικός παρεμβατισμός, ώστε το κράτος να περιοριστεί σε εκείνους τους ρόλους που συνάδουν με την αρχή της νόμω κρατούσης πολιτείας. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να βγει έξω από τα πεδία και της αναπτυξιακής πολιτικής και της πολιτικής κοινωνικής πρόνοιας και να περιοριστεί στο να εποπτεύει και να εγγυάται την τήρηση του νόμου και της τάξης μεταξύ ιδιωτών πολιτών και ιδιωτικών νομικών προσώπων.
Συγκεκριμένα, στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας, το κράτος πρέπει να παρέχει μόνο τις ακόλουθες υπηρεσίες: να εγγυάται τα ατομικά δικαιώματα, να εγγυάται ότι τα ελευθέρως και οικειοθελώς συμπεφωνημένα μεταξύ προσώπων (φυσικών και νομικών) θα τηρούνται και να εξασφαλίζει ένα σύστημα αρνητικού φόρου εισοδήματος ως μοναδικού μέσου ενεργητικής κοινωνικής πολιτικής. Το σύστημα του αρνητικού φόρου εισοδήματος, γνωστό και ως αστικό μέρισμα, που διατυπώθηκε για πρώτη φορά στα γραπτά του Γάλλου οικονομολόγου Augustin Cournot (1838), λειτουργεί ως εξής: έστω ότι το ελάχιστο εισοδηματικό επίπεδο διαβίωσης για μια τριμελή οικογένεια είναι εισοδηματικό επίπεδο πχ. 10.000 ευρώ και έστω ότι υπάρχει αρνητικός φορολογικός συντελεστής 50%. Τότε, αν αυτή η οικογένεια δηλώνει εισόδημα 5.000 ευρώ, όχι μόνο δεν θα πληρώσει φόρους, αλλά θα εισπράξει το εξής ποσό από την εφορία:
10.000-5.000 =5.000 ×50%=2.500 ευρώ.
Αναλόγως, θα αυξομειώνεται (ή θα μηδενίζεται) ετησίως ο αρνητικός φόρος εισοδήματος της οικογένειας, βάσει του εισοδήματος που θα δηλώνει. Όποτε το κράτος ξεπερνά αυτά τα όρια δράσης του παράγει πολύπλοκα και συχνά αντιφατικά νομικά συστήματα, διαφθορά και αναποτελεσματικότητες, και βεβαίως δεν λύνει ουσιαστικά τα κοινωνικά προβλήματα αλλά προστατεύει και διευρύνει τα προνόμια της πολιτικής εξουσίας και της δημόσιας γραφειοκρατίας.
Καθώς η πολυπλοκότητα της κοινωνικής δυναμικής καθιστά προβληματική τη συντήρηση των ιδρυμένων γενικών νομικών πλαισίων και καθιστά επιτακτική ανάγκη την προσωπική κι όχι τη θεσμική λύση των κοινωνικών προβλημάτων, το γραφειοκρατικό πρότυπο της νόμω κρατούσης πολιτείας δεν μπορεί να δώσει αποτελεσματικές λύσεις στα κοινωνικά προβλήματα. Από την άλλη πλευρά, όταν το κράτος, παραβιάζοντας ουσιαστικά το πνεύμα της αρχής της νόμω κρατούσης πολιτείας, εκδηλώνει ελαστική πολιτική συμπεριφορά, για να ανταποκριθεί στην πολυπλοκότητα της κοινωνικής δυναμικής και για να επιλύσει άμεσα το ίδιο κοινωνικά προβλήματα, όχι μόνο δεν προσφέρει αποτελεσματικές λύσεις αλλά έχει δύο ακόμη αρνητικές παρενέργειες: την πολυπλοκότητα και αντιφατικότητα πολλών νομικών ρυθμίσεων και τη διαφθορά. Η πολυπλοκότητα και η αντιφατικότητα πολλών νομικών ρυθμίσεων οφείλονται στο γεγονός ότι συχνά οι κυβερνήσεις αναγνωρίζουν την ανάγκη να επιδείξουν και να εφαρμόσουν την αρετή της διάκρισης, ανταποκρινόμενες στις ιδιαίτερες ανάγκες και απαιτήσεις επιμέρους κοινωνικών ομάδων. Έτσι όμως το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας πάσχει από μια εγγενή αντίφαση: από τη μια πλευρά, πρέπει να είναι εναρμονισμένο με το πρότυπο της νόμω κρατούσης πολιτείας και, από την άλλη πλευρά, δεν πρέπει να εγκλωβίσει την κοινωνία σε ασφυκτικές και αναχρονιστικές ρυθμίσεις. Η δε διαφθορά οφείλεται σε δύο κυρίως γεγονότα: πρώτον, στο γεγονός ότι η κοινωνία πολλές φορές επιλέγει να διαχειριστεί προβλήματα με τρόπους που ακόμη δεν έχει μεριμνήσει να εξασφαλίσει στην κοινωνία η νομοθετική εξουσία, η οποία παραμένει αγκυλωμένη σε προηγούμενα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης και δεν έχει κατανοήσει ακόμη τις τρέχουσες εξελίξεις και ανάγκες στην κοινωνία· δεύτερον, στο ότι η κρατική γραφειοκρατία δεν λειτουργεί υπέρ του συμφέροντος απροσώπων γενικών αρχών, αλλά υπέρ των δικών της ιδιοτελών σκοπιμοτήτων. Τελικώς, οι εγγενείς, ουσιώδεις αδυναμίες του κράτους πρόνοιας και τα κόστη με τα οποία το κράτος πρόνοιας επιβαρύνει όλους τους πολίτες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι δεν αξίζει να το συντηρούμε.
Νικόλαος Λάος- Δρ. Φιλοσοφίας, Πολιτικός Αναλυτής
www.nicolaslaos.com
Σημείωση: Ο Νικόλαος Λάος έχει διαμορφώσει ένα ολοκληρωμένο φιλοσοφικό σύστημα, το οποίο έχει ονομάσει μεθεξιολογία (αγγλιστί, methexiology) και έχει εκθέσει στο βιβλίο “Methexiology: Philosophical Theology and Theological Philosophy for the Deification of Humanity”, το οποίο εκδόθηκε το 2016 από τον αμερικανικό εκδοτικό οίκο Pickwick Publications (ISBN 13: 978-1-4982-3385-9). Από αυτό το φιλοσοφικό σύστημά του, το οποίο οδηγεί σε έναν οντολογικώς θεμελιωμένο ανθρωπισμό, απορρέει η ειδική θεωρία του περί πολιτικής και οικονομικής ελευθεροφροσύνης. Το σχετικό link στο AMAZON είναι το εξής:
https://www.amazon.com/Methexiology-Philosophical-Theological-Philosophy-Deification/dp/1498233856