Η κρατικοδίαιτη ελληνική δημοσιογραφία ΕΓΙΝΕ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ αντί να βρίσκεται απέναντι στο πρόβλημα. Αυτή είναι η δύσκολη πραγματικότητα από την οποία πρέπει να ξεφύγει, αν θέλει να «ξαναζήσει». Το πρόβλημα της δημοσιογραφίας είναι η αναξιοπιστία, ο χαμηλός βαθμός επιρροής, η επιμονή στις ίδιες αποτυχημένες μεθόδους, η αυτουποταγή. Η απόφαση* του πρωτοβάθμιου πειθαρχικού της ΕΣΗΕΑ, ανοίγει και πάλι την πιο κρίσιμη συζήτηση για την δημοσιογραφία στην χώρα μας. ΟΧΙ, δεν πρέπει να τιμωρηθεί κανείς για τις απόψεις του (αν υποστήριξε το Ναι ή το Όχι ). ΝΑΙ, πρέπει η δημοσιογραφία να στέκεται απέναντι στα φαινόμενα για να τα καταγράφει και όχι να τα αλλοιώνει. Και δυστυχώς εκείνη την κορυφαία στιγμή η δημοσιογραφία κατέστρεψε τον εαυτό της. Το πρόβλημα για τη δημοσιογραφία δεν ήταν ότι στήριξε μαζικά και απροκάλυπτα το «ΝΑΙ». Δικαίωμα της! Το πρόβλημα ήταν πως δεν κατάλαβε τι γίνεται στην κοινωνία ή αδιαφόρησε γι αυτό, προσπαθώντας μανιασμένα να αλλάξει την πραγματικότητα, δηλαδή τα «θέλω» της κοινωνίας.
Μαζί με την πολιτική της μεταπολίτευσης , το δημοψήφισμα και αν θέλετε το 62% υπέρ του «όχι», αποκάλυψε, και το τέλος της δημοσιογραφίας της μεταπολίτευσης. Αυτό είχαμε γράψει και στις 10 Ιουλίου του 2015: «Όχι, το πρόβλημα δεν είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιογραφίας διαφώνησε με τον Τσίπρα και το δημοψήφισμα του. Δικαίωμα της να διαφωνεί και με την κυβέρνηση και με το «όχι»!
Το πρόβλημα είναι ότι βρέθηκε σε απόλυτη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Το 62% έδειξε ότι τα ΜΜΕ (επιχειρηματίες, αναλυτές, δημοσιογράφοι) δεν είχαν εικόνα της πραγματικότητας ή αν είχαν κάποια, θέλησαν δια της προπαγάνδας να την αλλάξουν. Το αποτέλεσμα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Η δημοσιογραφία απέτυχε να διαγνώσει το πρόβλημα , απέτυχε να το παρουσιάσει και έκανε επίθεση στην κυβέρνηση χωρίς να γνωρίζει το πεδίο της αντιπαράθεσης και τις πραγματικές διαθέσεις του κόσμου. Διότι απεδείχθη πως ακόμα και ορισμένοι απ΄ αυτούς που στήθηκαν στα ΑΤΜ είπαν «όχι». Αν η δημοσιογραφία (επιχειρηματίες , αναλυτές, δημοσιογράφοι) γνώριζε την αληθινή εικόνα (πραγματικότητα) και παρ΄ όλα αυτά επετέθη με τον τρόπο που το έκανε, τότε διέπραξε διπλό έγκλημα και σε βάρος των πολιτών και σε βάρος του εαυτού της.
Βρέθηκε λοιπόν σε απόλυτη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Δεν μπόρεσε να διαγνώσει την αλήθεια της κατάστασης, δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις ανάγκες της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών, άρα δεν μπόρεσε να επιδράσει στο αποτέλεσμα. Γιατί αυτό ήθελε. Να στηρίξει το «ναι» και να ρίξει την κυβέρνηση Τσίπρα, οδηγώντας τον ίδιο στην έξοδο. Η επιθετικότητα της, είχε αντίθετο αποτέλεσμα, γιατί πολύ απλά ήταν μακριά από την πραγματικότητα η αδιαφόρησε επιδεικτικά γι αυτήν.
Η άχρηστη δημοσιογραφία βεβαίως και προσωποποιείται , στους παρουσιαστές ή στους σχολιαστές των καναλιών ή στους αναλυτές των εφημερίδων. Το θέμα όμως δεν είναι ποινικό. Είναι πολιτικό (λειτουργία της δημοκρατίας) , είναι επιχειρηματικό, είναι θέμα ρόλου της ίδιας της δημοσιογραφίας.
Η δημοσιογραφία της ελεύθερης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης (όπως ονομάστηκε το 1988-89) ακολούθησε την μοίρα του πολιτικού συστήματος και του συστήματος της διαφθοράς. Πρώτα γιγαντώθηκε με τα κρατικά λεφτά και όταν απαιτήθηκε να φανεί χρήσιμο, έδειξε παντελώς ακατάλληλο.
Από το 2000 έχει διαπιστωθεί ότι η επιρροή των μεγάλων καναλιών είναι αντιστρόφως ανάλογη με την αλήθεια και τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν ανάποδα από τα προτεινόμενα, οι πολιτικές επιλογές επίσης. Ότι υποστήριξαν τα μεγάλα κανάλια και οι μεγάλες εφημερίδες , ο κόσμος έκανε το ακριβώς αντίθετο. Η αποτυχία της δημοσιογραφίας, αναδεικνύει την ανάγκη της απόλυτης αναδιοργάνωσης της, ώστε να βρεθεί στον ίδιο βηματισμό με την πραγματικότητα, άρα να είναι χρήσιμη. Έστω στους εργοδότες της. Γιατί πλέον ούτε σ αυτούς δεν είναι, με πρώτη ευθύνη των ίδιων των εργοδοτών-επιχειρηματιών».
Ο χαμένος εαυτός της δημοσιογραφίας
Αυτά συνέβησαν στο Δημοψήφισμα. Η δημοσιογραφία όμως είχε χάσει προ πολλού τον εαυτό της. Είναι κρατικοδίαιτη δημοσιογραφία, η οποία αδιαφορεί για το πώς βγαίνουν τα λεφτά, αφού ερχότανε μαζικά μέσω της κρατικής διαφήμισης και των προγραμμάτων, δηλαδή από τον φορολογούμενο πολίτη. Το τρελό πάρτι της δεκαετίας του 90 (στα πιεστήρια, τις τηλεοράσεις και τις διαφημιστικές εταιρίες), προκάλεσε την φίμωση της δημοσιογραφίας. Αφού ο στόχος ήταν κοινός (επενδύσεις, χρηματιστήριο, κοινοτικά λεφτά, άντληση κρατικής διαφήμισης) η αντιπολιτευτική διάθεση μειώθηκε στο ελάχιστο. Ο κριτικός λόγος εμφανιζότανε κατά περίπτωση και για επιμέρους μικρά θέματα ή για συγκεκριμένα πρόσωπα την συγκεκριμένη ώρα. Η πολιτική έδωσε τη θέση της στην παραπολιτική, η ελευθερία του λόγου υποχώρησε μπροστά στο θράσος του κενού λόγου.
Έχει χάσει όμως τον μπούσουλα και ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ.
Επικράτησε η δημοσιογραφία των δημοσίων σχέσεων, φτάσαμε στην δημοσιογραφία του Χρηματιστηρίου και από κει στον ξεπεσμό της δημοσιογραφίας των εκβιασμών. (Το καταγράψαμε από το 2011).
«Το δημοσιογραφικό προϊόν άλλαξε γρήγορα στις αρχές της δεκαετίας του 90 και ξανάλεξε πολύ γρήγορα στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Οι δημοσιογράφοι που επικράτησαν έπρεπε να έχουν περισσότερο σχέση με δημόσιες σχέσεις παρά με την δημοσιογραφία. Το κλίμα αυτό ευνοήθηκε και από μια παλιά συνήθεια, αποτέλεσμα του κρατικοδίαιτου χαρακτήρα της ενημέρωσης και των πελατειακών σχέσεων.
Στην Ελλάδα ο κανόνας επέτρεπε και επιτρέπει ο δημοσιογράφος να μπορεί να είναι συγχρόνως και συνεργάτης υπουργών, βουλευτών , πολιτικών κομμάτων, εταιριών, τραπεζών, δημάρχων ή και γιατρών. Το πρωί βρίσκεται σ ένα γραφείο Τύπου και το απογευματάκι ντύνεται τη στολή της αντικειμενικής πληροφόρησης και της κριτικής. Πόσο μπορεί να κρίνει το απόγευμα, το Δελτίο Τύπου, που ο ίδιος έγραψε το πρωί; Πόσο μπορεί να επικρίνει τον υπουργό το απόγευμα, για χάρη του οποίου, το πρωί, μοίραζε παραπολιτικά στους συναδέλφους του;
Από δημοσιογράφους και με δημοσιογράφους στήθηκαν εταιρίες συμβούλων και προβολής προσώπων, ή ακόμα και διευθέτησης μεγάλων υποθέσεων που ήθελαν τον ...διαμεσολαβητή τους προς την κεντρική εξουσία. Από δημοσιογράφους στήθηκαν ακόμα και χρηματιστηριακές εταιρίες. Οι ίδιοι άνθρωποι που έλεγαν από ραδιοφώνου και εφημερίδων, ποιες μετοχές αποτελούν επενδυτική ευκαιρία, έπαιζαν με μετοχές μέσω των εταιριών τους ή των συνεργασιών που είχαν με εταιρίες. Κανείς δεν κινήθηκε ποτέ –ούτε η ΕΣΗΕΑ, ούτε άλλη αρχή- να ψάξει την πιο σκοτεινή υπόθεση της ελληνικής δημοσιογραφίας: Τη δημοσιογραφία του χρηματιστηρίου!
Πόσο μπορούσε να αντέξει η δημοσιογραφία μέσα σ αυτό το κλίμα; Πόσο σημασία είχε να είναι κάποιος καλός ρεπόρτερ, δημοσιογράφος με κριτική σκέψη και περιέργεια; Καμία.
Καλός ήταν πλέον ο καλά διασυνδεδεμένος. Ο στενός συνομιλητής των πολιτικών και συγχρόνως των επιχειρηματιών. Και στην άλλη όχθη, ο πολιτικός, ο άνθρωπος της δημόσιας ζωής, είχε πλέον ανάγκη τον διασυνδεδεμένο και όχι τον δημοσιογράφο.
Η μαύρη(εχθροί) και άσπρη (φίλοι-συνεργάτες) λίστα των δημοσιογράφων που φτιάχτηκε στα υπόγεια του Μεγάρου Μαξίμου το 1996-97, ήταν απλώς η κυνική απεικόνιση της πραγματικότητας που επικράτησε στην δημοσιογραφία.
Ποτέ άλλοτε η δημοσιογραφία δεν ήταν τόσο οικιοθελώς φιμωμένη και εξαρτώμενη, όσο την περίοδο που τελειώνει τώρα, λόγω της κρίσης».
Για να αποκαλυφθεί σήμερα το 2015- 16, μια ακόμα χειρότερη πραγματικότητα. Η δημοσιογραφία των εκβιασμών, των δημοσιογράφων που πληρώνονται μαύρα για να γράψουν ή για να μην γράψουν. Εξαρτάται από την τιμή και από το ποιος πληρώνει.
Όλα εδώ πληρώνονται
Τα όσα ανέχτηκε η ελληνική δημοσιογραφία τα προηγούμενα 20 χρόνια, δυστυχώς πληρώθηκαν με τρόπο δραματικό. Η φούσκα έσκασε, επιχειρηματικώς και δημοσιογραφικώς, συμπαρασέρνοντας περιοδικά, εφημερίδες, τηλεοράσεις και ραδιόφωνα και φυσικά εργαζόμενους δημοσιογράφους. Αυτοί οι τελευταίοι πληρώνουν πολύ ακριβά το τίμημα της φούσκας. Οι επενδυτές-εκδότες, δεν έχουν κανένα λόγο να συνεχίζουν να πληρώνουν μεγάλους οργανισμούς οι οποίοι δεν βγάζουν τα λεφτά τους ως προϊόν ή ως μέσω επιρροής και διαπραγμάτευσης με την εξουσία.
Οι τράπεζες δεν έχουν λόγο να χρηματοδοτούν επιχειρήσεις οι οποίες δεν βγάζουν τα λεφτά τους χωρίς την κρατική διαφήμιση και βεβαίως εν μέσω κρίσης.
Τώρα που η γενικότερη κρίση αλλάζει τις ισορροπίες, τώρα εγκαταλείπεται το «σκάφος» άτακτα, άγρια και χωρίς σχέδιο. Οι έχοντες αποκομίσει κέρδη δεν πρόκειται να τα επανεπενδύσουν για να σώσουν αυτό που οι ίδιοι έφτιαξαν. Άρα ξέρουν και πως το έφτιαξαν και γιατί το έφτιαξαν.
Παραμένει πάντα το δέλεαρ της εξουσίας. Η δυνατότητα να επηρεάζω την κοινή γνώμη για να εκβιάζω τις κυβερνήσεις.
Το δημοψήφισμα έδειξε ότι ούτε αυτό λειτουργεί πλέον, με τον τρόπο που λειτουργούσε. Παρ όλα αυτά κάποιοι επιμένουν με τους ίδιους τρόπους, τις ίδιες μεθόδους, να επιβληθούν εκ νέου.
Η επιστροφή στο αληθινό δημοσιογραφικό προϊόν φαντάζει αυτή την ώρα ως η μόνη λύση. Μπορεί να υπάρχουν και άλλες, μένει να τις ανακαλύψουμε.
Η κρατικοδίαιτητη φούσκα έχει σκάσει και τώρα έσκασε και η άχρηστη δημοσιογραφία. Αυτή που είναι μέρος του προβλήματος αντί να είναι απέναντι στο πρόβλημα.
Είναι όμως ευκαιρία για την ΕΣΗΕΑ, να ξαναδεί τους κανόνες, την Δεοντολογία και τη βάση στην οποία λειτουργεί η δημοσιογραφία στην Ελλάδα. Ας μη σκοτώνονται κάποιοι για θέσεις εργασίας με κάθε τίμημα. Γιατί αυτή η νοοτροπία στοίχισε και στοιχίζει εκατοντάδες θέσεις εργασίας.
* Το πειθαρχικό της ΕΣΗΕΑ αποφάσισε προσωρινή διαγραφή για τρία διευθυντικά στελέχη (Sky) και επίπληξη για τέσσερεις (Mega και Ant) γιατί «παραβίασαν άρθρα του Κώδικα Δεοντολογίας» στην ταραγμένη περίοδο πριν από το Δημοψήφισμα. Ειδικότερα, σε τρία διευθυντικά στελέχη του ΣΚΑΙ επιβλήθηκαν ποινές διαγραφής (μπορούν να προσφύγουν στον Β΄θμιο Πειθαρχικό), σε τέσσερις (Mega, ANT) επίπληξη, ενώ δύο αθωώθηκαν. Αναλυτικότερα:
τον Σταμάτη Μαλέλη, Γενικό Διευθυντή Ειδήσεων και Ενημέρωσης του ΣΚΑΪ, επιβλήθηκε η ποινή διαγραφής από την Ένωση για 18 μήνες
στον Άρη Ποροτσάλτε (ΣΚΑΪ) ποινή διαγραφής ενός έτους,
στον Νίκο Κονιτόπουλο (αρχισυντάκτη της εκπομπής «ΣΚΑΪ στις 6» με παρουσιαστή τον Κωνσταντίνο Μπογδάνο, ο οποίος δεν είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ) ποινή διαγραφής έξι μηνών,
στους Όλγα Τρέμη (MEGA), η οποία παραιτήθηκε πριν από λίγες ημέρες από μέλος της ΕΣΗΕΑ, Μαρία Σαράφογλου (MEGA), Μανώλη Καψή MEGA) και Μαρία Χούκλη (ΑΝΤ1) επίπληξη με ανάρτηση της απόφασης στους χώρους εργασίας, ενώ
Αθωώθηκαν οι Γιάννης Πρετεντέρης (MEGA) για τους διαξιφισμούς του το βράδυ των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος με τον Π. Κουρουπλή και Δημήτρης Οικονόμου (ΣΚΑΪ) για τα σχόλιά του σε βάρος του Π. Καμμένου την ημέρα της ψηφοφορίας, εξαιτίας και της μεταγενέστερης έκφρασης «συγγνώμης» από τον «αέρα» της εκπομπής του «Πρώτη Γραμμή».
Σημειώνεται ότι Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ένωσης αντιμετώπισε για πρώτη φορά μια τόσο σοβαρή υπόθεση σχετικά με πολιτική προπαγάνδα κατά τη διάρκεια εκλογικής διαδικασίας, ενώ η πολύμηνη διαδικασία εξελίχθηκε σε κλίμα έντονων τριβών και αντεγκλήσεων μεταξύ των μελών του Πειθαρχικού.